Συναγερμός στη Λιβύη: Βροχή ρουκετών στο αεροδρόμιο της Τρίπολης

1133
στρατός

Οι πτήσεις διακόπηκαν στο αεροδρόμιο Μίτιγκα, έπειτα από την εκτόξευση ρουκετών, ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος των δυνάμεων της κυβέρνησης εθνικής ενότητας της Τρίπολης.

Στα χαρτιά είναι η εκεχειρία στη Λιβύη, καθώς οι πτήσεις διακόπηκαν στο αεροδρόμιο Μίτιγκα, έπειτα από την εκτόξευση ρουκετών, ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος των δυνάμεων της κυβέρνησης εθνικής ενότητας της Τρίπολης.

Το διεθνές αεροδρόμιο Μίτιγκα έγινε στόχος «έξι ρουκετών Grad», μία ενέργεια που συνιστά «κατάφωρη απειλή» στην ασφάλεια της κυκλοφορίας των αεροσκαφών και «μία νέα παραβίαση της εκεχειρίας», η οποία εφαρμόσθηκε στις 12 Ιανουαρίου μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών, δήλωσε ο εκπρόσωπος των στρατιωτικών δυνάμεων της κυβέρνησης της Τρίπολης, Μοχάμαντ Γκνούνου.

Οι πτήσεις εκτρέπονται προς το αεροδρόμιο της πόλης Μισράτα, σε απόσταση 200 χιλιομέτρων ανατολικά της Τρίπολης.

Ο Χαφτάρ το μοναδικό εμπόδιο για την ειρήνη στη Λιβύη

Νωρίτερα, από το Νταβός, όπου βρίσκεται για το παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εξαπέλυσε εκ νέου δριμεία επίθεση κατά του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του ο ισχυρός άνδρας της ανατολικής Λιβύης, είναι το «μοναδικό εμπόδιο» για την εφαρμογή ειρηνευτικής διαδικασίας στην περιοχή.

«Ορισμένες πλευρές, όπως εμείς, δεν υποστήριξαν παρά τον επικεφαλής της κυβέρνησης εθνικής συμφωνίας Φάγεζ αλ-Σάρατζ. Δυστυχώς, η Γαλλία και άλλοι Ευρωπαίοι υποστήριξαν τον Χαφτάρ. Και δυστυχώς ο Χαφτάρ δεν θέλει να μοιρασθεί την εξουσία» δήλωσε στους δημοσιογράφους στο περιθώριο των εργασιών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.

«Εξαρτάται από τον Χαφτάρ. Ο αλ-Σάρατζ έχει ήδη δηλώσει την δέσμευσή του και επίσης υπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν για εκεχειρία στην Μόσχα. Η πλευρά Σάρατζ έχει δεσμευθεί και δεν ήταν για εμάς δύσκολο να τον πείσουμε. Αλλά ο Χαφτάρ, δεν έχει δεσμευθεί ακόμη, άρα εξαρτάται από αυτόν», δήλωσε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών στους δημοσιογράφους.

Υπερασπιζόμενος την συνεργασία ανάμεσα στην Άγκυρα και την Μόσχα στο ζήτημα της Λιβύης, ο Τσαβούσογλου σημείωσε ότι η Ρωσία έγινε «παράγοντας» στην Λιβύη όπως έγινε στη Συρία όπου «κάλυψε ένα κενό» επεμβαίνοντας στη χώρα το 2015.

«Πώς μπήκε η Ρωσία στη Συρία; Ακόμη και όταν το (συριακό) καθεστώς ξεπέρασε την κόκκινη γραμμή κάνοντας χρήση χημικών όπλων, οι ΗΠΑ, ο συνασπισμός και η Δύση δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Η Ρωσία είδε το κενό και το κάλυψε».

«Το προσωπικό μας (στη Λιβύη) βρίσκεται εκεί για εκπαιδευτικούς σκοπούς, τίποτε άλλο. Δεν έχουμε ισχυρή στρατιωτική παρουσία στην Λιβύη», διαβεβαίωσε ο Τσαβούσογλου.

Λιβύη η… νέα Συρία;

Παρότι παρουσιάστηκε ως Σύνοδος που θα έβαζε τέλος σε ένα μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια περιφερειακή σύρραξη, εντούτοις η σύνοδος του Βερολίνου είχε μάλλον πιο περιορισμένα αποτελέσματα και απέχουμε από την πλήρη ειρήνευση. Δεν είναι τυχαίο ότι η φράση για «ένα βήμα» βρέθηκε στα χείλη τόσο της Πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όσο και του πολύπειρου ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ.

Ούτε είναι τυχαίο ότι λίγες ώρες μετά ξεκίνησαν νέες συγκρούσεις στη Λιβύη.

Αρκεί επ’ αυτού να αναλογιστούμε την ιδιαιτερότητα της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι συμμετέχοντες στη σύνοδο. Δεν είναι μια κλασική συμφωνία κατάπαυσης πυρός στην οποία δεσμεύονται οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές για να προχωρήσουν σε ειρηνευτικές συνομιλίες και μία συμφωνία ειρήνης. Όχι γιατί δεν υποτίθεται ότι είναι σε ισχύ μια κατά καιρούς παραβιαζόμενη κατάπαυση πυρός, όπως και συνολική ειρηνευτική διαδικασία, αλλά γιατί πολύ απλά αυτό που προσπάθησε η Σύνοδος ήταν να εξασφαλίσει ότι όλα τα εμπλεκόμενα «τρίτα κράτη», τα οποία είναι και αρκετά, έχουν τη διάθεση να συμβάλουν στην εγγύηση αυτής της προσπάθειας ειρήνευσης. Γι’ αυτό και έχουμε το φαινομενικό παράδοξο μιας συμφωνίας πρώτα όλων των υπολοίπων μερών.

Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι δόθηκε τόση έμφαση στην ανάγκη να τηρηθεί ένα εμπάργκο στην πώληση όπλων το οποίο τυπικά είναι σε ισχύ εδώ και αρκετά χρόνια και στην ανάγκη μη εμπλοκής ξένων στρατιωτικών δυνάμεων παρότι αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο στη συνολική εξέλιξη της σύγκρουσης.

Ωστόσο, έχει σημασία ότι παραμένει ακόμη ασαφές ποιος θα είναι ο μηχανισμός εκείνος που όντως θα μπορούσε να επιτηρήσει και να εξασφαλίσει την κατάπαυση του πυρός.

Ο φόβος μιας νέας Συρίας

Είναι αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα υπήρξε μια μεγάλη κινητικότητα γύρω από τη λιβυκή κρίση. Από τη μια υπήρξε ο φόβος ότι η Λιβύη θα μπορούσε να γίνει μια νέα Συρία, τόσο ως προς τη διάσταση μια αιματηρής κλιμάκωσης, κάτι που η άφιξη των δυνάμεων του στρατηγού Χαφτάρ στα περίχωρα της Τρίπολης, όπως και το ενδεχόμενο επίθεσης του στη Μισράτα, κατέστησαν ενεργό κίνδυνο.

Αυτό πέραν όλων των άλλων θα οδηγούσε και σε μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση μια χώρα που στο παρελθόν διεκδικήθηκε από το Ισλαμικό Κράτος, που αποτελεί κρίσιμο σταθμό στη μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών προς την Ευρώπη και που στο νότο αποτελεί σημείο επαφής με τις συγκρούσεις στην υποσαχάρια Αφρική.

Επιπλέον, ανησυχία προκάλεσε και η ανακοίνωση δυνάμεις προσκείμενες στον στρατηγό Χαφτάρ έκλεισαν έναν αγωγό δημιουργώντας προβλήματα στη ροή πετρελαίου της Λιβύης, της οποίας τα οικονομικά σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από αυτές τις ροές. Σημειώνουμε ότι η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της Λιβύης, που έχει μεν έδρα την Τρίπολη, όμως οι περισσότερες εγκαταστάσεις της είναι σε περιοχές ελεγχόμενες από τις δυνάμεις Χαφτάρ, μέχρι τώρα τηρούσε ουδετερότητα ως προς τη σύγκρουση.

Από την άλλη, φάνηκε ότι αυξανόταν η εμπλοκή ξένων δυνάμεων, που επηρέαζαν το συσχετισμό δύναμης. Αυτό αφορούσε την κλιμάκωση της υποστήριξης που δεχόταν η πλευρά του στρατηγού Χαφτάρ από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, σουδανικές πολιτοφυλακές και εμμέσως τη Γαλλία και τη Ρωσία (που είχε επιτρέψει την αποστολή μισθοφόρων), αλλά και τη μεγαλύτερη τουρκική εμπλοκή, με την Τουρκία να διευκολύνει την αποστολή μισθοφόρων από τη Συρία, με σκοπό να βοηθήσουν τις πιστές στον Σάρατζ πολιτοφυλακές και να μην πέσει η Τρίπολη. Αφορούσε, όμως, και τη διάθεση της Ρωσίας να εκμεταλλευτεί το δίαυλο με την Τουρκία και παρότι τυπικά υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές να μεθοδεύσουν μια ανακωχή και την ειρηνευτική διαδικασία, με την Τουρκία να επιδιώκει να διατηρήσει και το κεκτημένο του μνημονίου που είχε υπογράψει ως προς την αμοιβαία χάραξη ΑΟΖ.

Σε αυτή τη συνθήκη ήταν προφανές ότι τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την ΕΕ έμπαινε το θέμα να αναλάβουν πρωτοβουλία που να εγγυάται την ειρήνευση. Και καθώς οι ΗΠΑ δεν έχουν μια τόσο μεγάλη εμπλοκή, το βάρος έπεσε πολύ περισσότερο στη Γερμανία. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι πλευρά της λιβυκής κρίσης είναι και ο ανταγωνισμός των δύο βασικών ευρωπαϊκών χωρών που εμπλέκονται στη σύγκρουση, δηλαδή της Ιταλίας και της Γαλλίας.

Ουσιαστικά, η Γερμανία, που έχει κατηγορηθεί συχνά ότι ενώ κυριαρχεί στην ΕΕ δεν επιδιώκει ανάλογο «ηγετικό» ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, θεώρησε ότι μπορούσε να κατοχυρώσει και τέτοιο ρόλο, ιδίως από τη στιγμή που η κατάρρευση των συνομιλιών στη Μόσχα είχε καταδείξει ότι ένα φάσμα δυνάμεων, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, δεν επεδίωκαν να επαναληφθεί ο καθοριστικά εγγυητικός ρόλος της Ρωσίας που έχει καταγραφεί στη Συρία.

Το δύσκολο κουβάρι των εσωτερικών και διεθνών σχέσεων

Είναι προφανές ότι η μεγάλη δυσκολία της λιβυκής κρίσης παραμένει το γεγονός ότι δεν είναι εύκολο να περιγραφεί το περίγραμμα μιας πολιτικής διεξόδου που να μπορεί να συνενώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές. Ο στρατηγός Χαφτάρ έχει δείξει σε αρκετές περιπτώσεις ότι κυρίως διεκδικεί την πλήρη κατίσχυση, την ώρα που η κυβέρνηση της Τρίπολης επιμένει να παραμείνει μέρος της επόμενης μέρας.

Την ίδια στιγμή ας μην υποτιμούμε και τον ευρύτερο γεωπολιτικό ανταγωνισμό που υπάρχει γύρω από αυτή τη σύγκρουση. Η Τουρκία και το Κατάρ, που με έναν τρόπο εκπροσωπούν και την κατεύθυνση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, προφανώς και θα θελήσουν να διατηρήσουν παρουσία και στη μεταπολεμική Λιβύη, απέναντι στην προσπάθεια των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Σαουδικής Αραβίας και φυσικά της Αιγύπτου, έστω και εάν είναι ερώτημα σε ποια κλίμακα επιθυμεί η τελευταία να εμπλακεί άμεσα στην αντιπαράθεση. Ωστόσο, είναι ακριβώς η κίνηση της Αιγύπτου, μέσα από τη στήριξη στον στρατηγό Χαφτάρ, που προκαλεί ανησυχία και στην Αλγερία και στην Τυνησία που δεν θα ήθελαν να δουν μια ιδιαίτερα ενισχυμένη Αίγυπτο, έστω και εάν δεν μπορούν να εμπλακούν άμεσα στην αντιπαράθεση, με βάση την εσωτερική τους κατάσταση.

Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι η τήρηση της εκεχειρίας, που είναι πιθανό κατά περίπτωση να διακόπτεται, να εξαρτηθεί και από το προς τα πού θα κατατείνει η όποια διαπραγμάτευση.

Τα δύσκολα επόμενα βήματα

Όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή, το πραγματικά δύσκολο βήμα είναι το επόμενο. Αυτό που αφορά την εφαρμογή των όρων της κατάπαυσης του πυρός και που θα μπορούσαν να την κάνουν μια διαρκή εκεχειρία και αφετηρία μιας επανεκκίνησης της πολιτικής διαδικασίας.

Τυπικά η συμφωνία του Βερολίνου παραπέμπει σε μια σειρά από «τεχνικές επιτροπές» υπό την αιγίδα του ΟΗΕ την επίβλεψη των διαφόρων πλευρών της συμφωνίας, όπως και στην επιτροπή όπου θα συμμετέχουν εκπρόσωποι από τις αντιμαχόμενες πλευρές και που θα ξεκινήσει συζητήσεις στη Ζυρίχη. Ωστόσο, σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι αυτό της τήρησης του εμπάργκο όπλων και της αποφυγής εμπλοκής ξένων δυνάμεων δεν έχουν προσδιοριστεί κάποιες σαφείς κυρώσεις.

Κυρίως, όμως, δεν έχει περιγραφεί κάποιος μηχανισμός άμεσης παρουσίας στο ίδιο το έδαφος που να εξασφαλίζει την τήρηση της συμφωνίας, με τη μορφή μιας πολυεθνικής ειρηνευτικής δύναμης. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας ad hoc συνάντησης εμπλεκόμενων μερών, αλλά μιας εντολής διεθνούς οργάνου με σχετική δικαιοδοσία, όπως είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, πάλι υπάρχουν δυσκολίες, τόσο σε σχέση με ποιοι θα την αποτελέσουν όσο και για τα όρια της παρέμβασης σε μια δύσκολη σύγκρουση, ιδίως όταν χώρες όπως π.χ. η Ιταλία που επιμένει ιδιαίτερα σε αυτό έχουν αποικιακό παρελθόν. Αυτή η δυστοκία στην ανάληψη του κόστους της τήρησης της συμφωνίας συνιστά και το πραγματικό όριο της γερμανικής πρωτοβουλίας.

Οι προκλήσεις για την ελληνική πλευρά

Όλα αυτά διαμορφώνουν και το πεδίο στο οποίο καλείται να κινηθεί η ελληνική πλευρά. Παρότι έγινε προσπάθεια να δικαιολογηθεί η μη πρόσκληση της Ελλάδας, που το είχε ζητήσει με ρητό τρόπο, στη βάση ότι οι ελληνικές ενστάσεις δεν αφορούσαν το άμεσο επίδικο της συνόδου, είναι σαφές ότι ιδίως η γερμανική πλευρά, που είχε όλη την άνεση να προσθέσει άλλη μια χώρα στην ούτως ή άλλως πολυμερή σύνοδο που διοργάνωσε, επέλεξε σε αυτή τη φορά να περιφρονήσει το ελληνικό αίτημα.

Αυτό βέβαια δεν θα σήμαινε ότι θα ήταν και εύκολο για την ελληνική πλευρά να θέσει τις ελληνικές ενστάσεις για το τουρκολιβυκό μνημόνιο σε ένα φόρουμ που είχε άλλα –και κατά τη γνώμη των συμμετεχόντων πιο επείγοντα – θέματα να επιλύσει. Όμως, θα είχε τη δυνατότητα να θέσει το πραγματικό ζήτημα ότι ειρηνευτική διαδικασία στη Λιβύη δεν μπορεί παρά να σημαίνει και ακύρωση ενεργειών των αντιμαχόμενων πλευρών που δημιουργούν προβλήματα σε μια ευρύτερη περιοχή.

Από την άλλη, η δήλωση περί βέτο, μπορεί να αποτέλεσε μια έως και οργισμένη αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτό τον έως και ανοίκειο αποκλεισμό της χώρας από μια σημαντική διαδικασία, ωστόσο είναι σαφές ότι στις τρέχουσες πρωτοβουλίες στη Λιβύη δεν έχει κάποιο πρακτικό αντίκρισμα.

Ωστόσο, η δήλωση ότι στις «τεχνικές επιτροπές» μπορεί να συμμετέχουν και άλλες χώρες ανοίγει ένα δρόμο ώστε η Ελλάδα να αποτελέσει τμήμα της ειρηνευτικής διαδικασίας και άρα να μπορέσει να θέσει εκεί το ζήτημα της ακύρωσης του τουρκολιβυκού μνημονίου ως πλευρά μιας συνολικής πολιτικής λύσης.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας