Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει «παγώσει» εξαιτίας της κρίσης, όμως έχει ανοίξει ήδη ζήτημα αναθεώρησής του, κυρίως από τη Γαλλία. Η Γερμανία, ωστόσο, διαφωνεί και αυτό αποτυπώθηκε ευκρινώς στην κοινή συνέντευξη των δύο υπουργών Οικονομικών στην Die Zeit.
Το ένα μετά το άλλο, τα κράτη-μέλη της ΕΕ εγκρίνουν το Ταμείο Ανάκαμψης και καταθέτουν στις Βρυξέλλες τα εθνικά τους σχέδια για την αξιοποίηση των κονδυλίων που τους αναλογούν. Ακόμη και με τους θεωρούμενους «αντάρτες», όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, αναμένεται πως τελικά θα βρεθεί ο αναγκαίος συμβιβασμός, έτσι ώστε να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει όλα τα σχέδια να έχουν κατατεθεί ως την ερχόμενη Παρασκευή, 30 Απριλίου.
Ο στόχος δεν είναι άλλος από το να δοθεί το συντομότερο δυνατό το πράσινο φως για την εκταμίευση των πρώτων δόσεων από τα συνολικά 750 δισ. του Ταμείου. Πρόκειται, άλλωστε, για χρήματα τα οποία, για πολλές χώρες, αποτελούν κυριολεκτικά μάννα εξ’ ουρανού, καθώς χωρίς αυτά δύσκολα θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τις συνέπειες της πρωτόγνωρης κρίσης.
Σε αυτό το φόντο, οι υπουργοί Οικονομικών των δύο ισχυρών της ΕΕ, Γερμανίας και Γαλλίας, προγραμματίζουν να δώσουν σήμερα κοινή συνέντευξη Τύπου. Στέλνοντας, ανάμεσα στα άλλα, το μήνυμα ότι είναι οι δύο χώρες που πρακτικά αποφασίζουν τι θα γίνει, ενώ οι άλλες ακολουθούν – έστω και μισό βήμα πιο πίσω, όπως συμβαίνει με την Ιταλία του Μάριο Ντράγκι, που διεκδικεί να γίνει το τρίτο μέλος του «άξονα».
Σημαντικό βήμα το Ταμείο Ανάκαμψης
Ωστόσο, Όλαφ Σολτς και Μπιν όλε Μερ διατύπωσαν ήδη τις βασικές θέσεις τους μιλώντας στην ιστοσελίδα της γερμανικής εφημερίδας Die Zeit. Από τα όσα είπαν δε, μπορεί κανείς να διακρίνει τόσο τα σημεία στα οποία Παρίσι και Βερολίνο συμφωνούν όσο και εκείνα στα οποία οι θέσεις τους συνεχίζουν να μην συγκλίνουν – τα οποία δεν είναι ούτε λίγα ούτε ασήμαντα.
Οι δύο υπουργοί ξεκίνησαν, όχι τυχαία φυσικά, από τη διαπίστωση ότι η ύπαρξη του Ταμείου Ανάκαμψης και η απόφαση το «οπλοστάσιό» του να προέλθει από τον κοινό δανεισμό των «27» αποτελεί «ένα καλό νέο για τη Γαλλία, τη Γερμανία και όλα τα κράτη-μέλη», καθώς και «η αρχή μιας νέας φάσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», με στόχο στο τέλος να προκύψει μια «πιο ισχυρή Ένωση».
Αμφότεροι συμφώνησαν, επίσης, ότι αυτή τη φορά η ΕΕ (προφανώς και οι χώρες τους) δεν υπέπεσαν στα ίδια λάθη με το παρελθόν και άλλαξαν τακτική σε σύγκριση με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-’09. «Τότε προχωρήσαμε πολύ νωρίς στον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών και, έτσι, φρενάραμε την ανάκαμψη», δήλωσε χαρακτηριστικά ο λε Μερ.
Ο δε Σολτς σημείωσε από την πλευρά του ότι «από το παρελθόν αντλήσαμε ξεκάθαρα διδάγματα». Φρόντισε, πάντως, να προσθέσει κάτι που καθιστά σαφές ότι δεν δίνεται λευκή επιταγή: «Όλοι οι εταίροι επεξεργάστηκαν συγκεκριμένα προγράμματα ανοικοδόμησης, τα οποία στη συνέχεια θα συζητήσουν με την Κομισιόν».
«Μας αρκεί η ευελιξία» – «Θέλουμε αλλαγή»
Κάπου εδώ αναδύθηκε το πρώτο σημαντικό σημείο διαφωνίας ανάμεσά τους, που έχει να κάνει με την αναθεώρηση των στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (το οποίο για την ώρα έχει «παγώσει», κάτι που πιθανώς θα ισχύσει και για το μεγαλύτερο μέρος του 2022) για το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα.
«Ένα κοινό νόμισμα απαιτεί ενιαίους κανόνες. Οι κανόνες μας αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευέλικτοι και λειτουργικοί (…) Σήμερα το σημαντικό είναι να είμαστε σε θέση να κάνουμε αυτό που πρέπει. Είναι κάτι που το έχουμε καταφέρει και πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και στο μέλλον», ήταν η απάντηση που έδωσε ο Γερμανός υπουργός στο ερώτημα που αφορούσε ενδεχόμενη αλλαγή των Συνθηκών – απορρίπτοντας, πρακτικά, τη σχετική πρόταση.
Το πρόβλημα είναι ότι η πρόταση αυτή στηρίζεται κυρίως από τη Γαλλία, όπως έχει φανεί σε αλλεπάλληλες παρεμβάσεις που έχουν κάνει τόσο κορυφαίοι υπουργοί της όσο και οι «σοφοί» της οικονομίας. Γι’ αυτό και ο λε Μερ προτίμησε μια μάλλον διπλωματική απάντηση, μεταθέτοντας την (αναπόφευκτη) αντιπαράθεση για το μέλλον: «Για την ώρα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ευελιξία που προσφέρει το Σύμφωνο. Όσον αφορά στο μέλλον, οφείλουμε να συζητήσουμε από κοινού για το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο».
Ποιος πληρώνει την ολοκλήρωση;
Απόσταση ανάμεσα στους δύο υπουργούς αποτυπώθηκε και όσον αφορά τα περαιτέρω βήματα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έτσι ώστε να πάρει σάρκα και οστά η κοινή πρόταση που είχαν καταθέσει πριν δύο χρόνια για ένα «κοινό προϋπολογισμό της Ευρώπης».
Ο λε Μερ, για του λόγου το αληθές, φάνηκε να βιάζεται ώστε να προχωρήσει η τραπεζική ένωση, η δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς και, τέλος, το ψηφιακό ευρώ. Ο Σολτς, από την άλλη, γνωρίζει πως όλα αυτά, στην πράξη, αναιρούν την πάγια θέση της Γερμανίας ότι δεν πρόκειται να πληρώσει για τα χρέη των εταίρων της – κάτι που προφανώς δεν προτίθεται να αλλάξει ενόψει και των εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Όμως, είναι προφανές ότι η μεν τραπεζική ένωση προϋποθέτει, ανάμεσα στα άλλα, την κοινή εγγύηση των καταθέσεων, ενώ το ψηφιακό ευρώ αντιμετωπίζεται με έντονο σκεπτικισμό από πολλούς Γερμανούς και από την Bundesbank, καθώς φοβούνται πως είναι ένας τρόπος να υπονομευτεί η γερμανική ηγεμονία στην ευρωζώνη.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί πως και οι δύο έδειξαν να συμφωνούν με την πρόταση του Τζο Μπάιντεν για καθιέρωση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φόρου για τις επιχειρήσεις, της τάξης του 21%. Όπως επίσης, για την ανάγκη να καθιερωθεί ένας ψηφιακός φόρος για τους γίγαντες του Διαδικτύου – κάτι που η Γαλλία έχει ήδη προχωρήσει μονομερώς, ενώ η Γερμανία εμφανίζεται πιο επιφυλακτική.
Αυτά, όμως, δεν αρκούν. Η απόσταση ανάμεσα στις καλές προθέσεις και το απτό αποτέλεσμα παραμένει μεγάλη για την ΕΕ των «27».