Πέντε οσπίτια έχτισα κι ασ’ όλα ξεσπιτούμαι
Πρόσφυγας είμ’ ασο κουνί μ’, Θε μ’ θα παλαλούμαι.
Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος
Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος.
Ο στίχος από ένα ποντιακό τραγούδι που αποδίδει ο Στέλιος Καζαντζίδης ο οποίος υπήρξε σήμα κατατεθέν των απανταχού προσφύγων, χρησιμοποιείται ως τίτλος στο θεατρικού έργου, του Θ. Σκρούμπελου που παίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Χώρα, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουξέ με πρωταγωνιστή τον Λευτέρη Ελευθερίου.
Το ιστορικό κοινωνικό και πολιτικό φόντο του έργου είναι η μετεμφυλιακή Ελλάδα. H Ελλάδα της πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης για τους ηττημένους, η Ελλάδα των «κοινωνικών φρονημάτων», της φτώχειας, της ερήμωσης της υπαίθρου, της θρησκοληψίας και της καθυστέρησης. Στις πόλεις επικρατεί ο φόβος του χαφιέ κι η ανεργία, ενώ η επιβίωση με κάποια αξιοπρέπεια για τους ηττημένους και τις οικογένειες τους καθίσταται από δύσκολη έως αδύνατη, εκτός αν άλλαζες πλευρό πηγαίνοντας με τους νοικοκυραίους της εποχής. Πολλοί είναι στις φυλακές και στην εξορία και ακόμα περισσότεροι οι κυνηγημένοι και οι αυτοεξόριστοι φυγάδες.
Το παραπάνω χρονικό πλαίσιο της ιστορίας τοποθετείται ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα, όπου ο απόηχος του ελληνικού εμφυλίου εξακολουθεί να σφραγίζει τις ζωές των ανθρώπων. Όπου το αίμα είναι ακόμα ζεστό και οι μνήμες στοιχειώνουν τον ύπνο των καταδιωγμένων. Χωρίς να λείπουν τα ιστορικά μπρος-πίσω στη μεσοπολεμική περίοδο, όπου Μικρασιάτες και Πόντιοι γνωρίζουν τον ξεριζωμό και την προσφυγιά που είναι στην πραγματικότητα η αρχή μιας πορείας πολιτικής και κοινωνικής αφύπνισης μεγάλων τμημάτων του λαού.
Η παραπάνω πραγματικότητα στέλνει μετανάστη τον Στάμο στη Γερμανία. Φεύγει για τη Γερμανία γιατί θέλει να γλυτώσει από την φτώχεια και την καταπίεση. Φεύγει όμως και για να ζήσει μια ζωή με αξιοπρέπεια, για τα όνειρα που δεν του επιτρέπουν να έχει. Φεύγει ακόμα για να βοηθήσει οικονομικά την μάνα και την αδελφή του που ονειρεύεται να περάσει στη Νομική, «για να υπερασπιστεί» τον φυλακισμένο πατέρα της.
Ο Στάμος θα βρει δουλειά στις «μίνες» της Γερμανίας και η μόνη επαφή του πια με την πατρίδα θα είναι το ραδιόφωνο, η φωνή και η φωτογραφία του «Στέλιου» που άλλοτε χάνεται μέσα στα παράσιτα των βραχέων και άλλοτε επανέρχεται με τραγούδια, που ουσιαστικά χωρίζουν σε ενότητες τον θεατρικό λόγο του έργου. Έτσι η κάμαρα του Στάμου μετατρέπεται σε σκοτεινό θάλαμο όπου εμφανίζονται σαν σε αρνητικό φιλμ, οι χαμένες ελπίδες και τα οράματα για μια άλλη κοινωνία, οι προδομένοι αγώνες , αλλά κι εκείνα τα τοπία της ψυχής, της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης που μόνο οι κατατρεγμένοι μπορούν να νοιώσουν.
Ο Καζαντζίδης είναι ο Στέλιος, ο πατέρας, ο αδερφός, ο θείος, ο φίλος του Στάμου και του κάθε ξενιτεμένου ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας και γλώσσας. Με τα τραγούδια του, ο Στέλιος γίνεται το κλειδί που θα ξεκλειδώσει τις ιστορίες των άλλων «Αιώνιων ξένων» που παρά τις διαφορετικές κοινωνικές και θρησκευτικές ταυτότητες και πολιτισμούς θα καταλάβουν ότι είναι τόσο τραγικά όμοιοι μεταξύ τους. Κι έτσι, τα τραγούδια του Στέλιου γίνονται και δικά τους, γίνονται η γέφυρα που θα τους συνδέσει, θα τους βοηθήσει να γνωριστούν, να μάθει ο ένας την ιστορία του άλλου και να δουν πόσο ίδιοι είναι τελικά.
Ο Στάμος συνομιλεί με τον Στέλιο για την κοινή μοίρα των μεταναστών.
Για την Ιταλίδα από την Σικελία, που 16 χρονών οι δικοί της την πούλησαν στην Μαφία που έστελνε κορίτσια στα εργοστάσια της Γερμανίας παίρνοντας το μισό μεροκάματο για δύο χρόνια.
Για τον Αφρικανό που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την αγαπημένη του ενάντια στα θρησκευτικά και κοινωνικά ήθη του χωριού της όπου αυτό έγινε η αιτία να δολοφονηθεί από την ίδια την οικογένεια της. «Για δυο πράγματα λέει τώρα ανέκδοτα ο Μαχμούτ: για το θεό και για τις γυναίκες. Γι’ αυτά που είχε αγαπήσει».
Για τον Ηπειρώτη φίλο του που δεν θέλει να ξανακούσει για Ελλάδα. «Ποια Ελλάδα μωρέ; Ποια πατρίδα; Ποιοι άνθρωποι; Χώρα ρουφιάνων χαφιέδων και υποκριτών. Ξέρεις τι έκαναν στον πατέρα μου που ήταν ο παπάς του χωριού; Τον κατέδωσε η ίδια η αδελφή του στους ταγματασφαλίτες ότι πήγαινε εφόδια στους αντάρτες και τον κρέμασαν στον πλάτανο του χωριού, πέντε χρόνων παιδάκι ήμουν. Για ένα χωράφι μωρέ, για ένα ξεροροχώραφο με πέτρες και ξερολιθιές, που είχαν μαζί και ήθελε να του το φάει. Ποια Ελλάδα μωρέ; Ποια Πατρίδα; Εδώ είναι η πατρίδα μας όπου γης είναι πατρίδα που λέει και Στέλιος». Για να του απαντήσει η Ιταλίδα: «Από χώμα είμαστε πλασμένοι. Από το χώμα της γης που γεννηθήκαμε. Κι από τις εικόνες της και τις μυρωδιές της. Κι εκεί πρέπει να επιστρέψουμε. Στη γη που μας γέννησε».
Ο Στάμος στέκεται επικριτικά απέναντι στον φυλακισμένο πατέρα του που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν αποδέχεται την ήττα και εξακολουθεί όχι απλά να μην υπογράφει, αλλά ακόμα και να ζητήσει να βγει με «ανήκεστο» βλάβη λόγω της φυματίωσης. «Μα την δικαιούται» οδυρόταν η μάνα του «δεν κάνει καμιά δήλωση δεν αποκηρύσσει τίποτα».
Ο Στάμος εγκαλεί τον πατέρα του όταν πηγαίνει να τον δει στην φυλακή πριν φύγει ότι δεν κάνει τίποτα για την οικογένεια τού αλλά μιλά για «πανανθρώπινα δίκια», για ένα άλλο μέλλον που πρέπει να έχει ο κόσμος και ότι αν όλοι οι καταπιεσμένοι το καταλάβουν αυτό, τότε όλα αυτά δεν θα είναι μια ακόμη ουτοπία, θα γίνουν όχι στο μακρινό μέλλον. «Ποιοι όλοι ρε πατέρα έξι δισεκατομμύρια είναι εκεί έξω και όλοι αυτοί είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, εσύ θα τούς κανείς να δεχτούν τα πανανθρώπινα δίκια σου;» Τι κερδίζεις με το να σε λένε «γρανίτη» και «αλύγιστο;» Όμως είναι πατέρας του και τον θαυμάζει παράλληλα για την περηφάνια και τη λεβεντιά του προσπαθώντας να εξηγήσει «Ήταν πιστός. Κι αυτή η πίστη μετά γύρισε σε ανάθεμα. Μια και όσα περίμενε δεν ήρθαν, κι όσα είχε αγαπήσει τα είχε χάσει».
Τις απαντήσεις αυτές στα ερωτήματα του θα τις δώσει ο ίδιος στην περίοδο της χούντας όταν ένας νέος γύρος διωγμών θα στείλουν την μητέρα του στην ανεργία ξανά και η αδερφή του θα διαγραφεί από την Νομική σχολή λόγω …φρονημάτων. Ο Στάμος τότε θα κλέψει κάποια μασούρια δυναμίτη από το ορυχείο και θα κατέβει στην Ελλάδα μαζί με τον φίλο τού τον Ηπειρώτη, έτσι καταλαβαίνει την αντίσταση η γενιά τού πού η Βάρκιζα την έχει στοιχειώσει.
Ο Στάμος θα συλληφθεί και θα βασανιστεί άγρια για να δώσει τον φίλο του τον Ηπειρώτη που γλύτωσε την σύλληψη, στο διπλανό κελί και πάλι ο Στέλιος Καζαντζίδης να τού δίνει κουράγιο με τραγούδια από την «Καταχνιά» για να αντέξει τα βασανιστήρια. Και αντέχει, γιατί οι άλλοι είναι απλά σκιές που θα χαθούν γιατί δεν θα γράψει τίποτα για αυτούς η ιστορία, όπως μονολογεί ο αφηγητής. Γιατί ακριβώς η ιστορία γράφεται από «γρανίτες» και «αλύγιστους».
Υγ. 1 Πάντως είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι σε μια περίοδο πού η μόδα της αναθεώρησης της ιστορίας κερδίζει έδαφος, έργα σαν αυτό του Θ. Σκρούμπελου και του Δ. Χαριτόπουλου «Αυγά μαύρα» από τον θίασο του Α. Αντωνίου κάνουν τέτοια επιτυχία και παίζονται τρεις και τέσσερις σεζόν. Ακόμα πιο ελπιδοφόρο είναι ότι οι θεατές στο μισό και παραπάνω θέατρο ήταν νέοι. Αυτό κάτι λέει…
ΥΓ2. Δεν είμαι ο κατάλληλος για να μιλήσω για την σκηνοθετική ματιά και την ερμηνεία με καλλιτεχνικούς όρους. Έχουν γραφτεί έξαλλου εξαιρετικές κριτικές για το έργο και τους συντελεστές του. Θέλω να σταθώ όμως στην αίσθηση που μου δημιουργήθηκε από την σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Σουξέ, όπου σε ένα κατά βάση μονόλογο κατόρθωσε να κρατήσει σε διαρκή εγρήγορση τον θεατή με τις συνεχείς εναλλαγές και τα φλας μπακ σε μνήμες και στον χωροχρόνο, ανάμεσα στην κορύφωση των δραματικών στιγμών και τις κωμικές εναλλαγές που αποφόρτιζαν σωτήρια το κλίμα. Τέλος η ερμηνεία του Λευτέρη Ελευθερίου απέπνεε μια αύρα που την συναντάμε σε μεγάλους ερμηνευτές.
πηγή: kommon.gr