Η άνοδος του φασιστικού κόμματος στην Γερμανία πρέπει να προβληματίσει κάθε αριστερό, κάθε προοδευτικό πολίτη, κάθε άνθρωπο που πρεσβεύει ανθρωπιστικές αξίες. Δεν είναι κάτι καινούριο για τον ευρωπαϊκό χώρο, αν αναλογιστεί κανείς την άνοδο του γαλλικού Μετώπου της Μαρί Λεπέν, το κυβερνών κόμμα στην Πολωνία, τις ακροδεξιές κορώνες στις Βαλτικές χώρες, την δημοσκοπική άνοδο της δικής μας Χρυσής Αυγής. Εντούτοις ενώ πολλούς τρομοκρατούν αυτά τα αποτελέσματα, που μας γυρνούν χρόνια πίσω, δεν γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν αναλόγως.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσει η Αριστερά καταρχήν ότι ένας κόσμος ανέργων και χαμηλόμισθων που κανονικά θα έπρεπε να είναι ακροατήριό της και οπαδός της, αποσβολωμένος από τις επαγγελίες των κομμάτων εξουσίας, που αμέσως μόλις την αποκτήσουν, τιμωρούν με τα νεοφιλελεύθερα μέτρα τους όσους τους πίστεψαν, προσπαθεί να αναζητήσει πιο δραστικές λύσεις σε κόμματα ακροδεξιά. Και έχει σημασία πως τα κόμματα αυτά χρησιμοποιούν ένα λόγο πιο εκσυγχρονιστικό και φιλελεύθερο από το παρελθόν, παρόλο που χρησιμοποιούν υπογείως τις ίδιες μεθόδους και πρακτικές αυτού του παρελθόντος. Δεν πρέπει να θεωρηθεί αμελητέο ότι τα κόμματα αυτά συντηρούνται από το μεγάλο κεφάλαιο, που δίνει και δουλειές και κάνει εξυπηρετήσεις σε μία περίοδο ακραίας λιτότητας και ανεργίας. Και στην χώρα μας είναι γνωστή η συμπαιγνία του με τους φασίστες, όπως στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος. Άλλωστε ο κομμουνιστής ηγέτης Δημητρώφ τόνιζε από παλιά ότι ο Φασισμός είναι η σκληρότερη επιβολή του μεγάλου κεφαλαίου, με στόχο να χτυπηθεί το εργατικό κίνημα. Σήμερα βέβαια το εργατικό κίνημα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι σε φθίνουσα πορεία με την συνενοχή των μεγάλων Συνομοσπονδιών. Εντούτοις τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που προσπαθούν να επιβάλουν, κάθε μέρα και πιο επώδυνα, απαιτούν την καταστολή όποιας αντίδρασης και σ’ αυτό συμβάλλει, εκτός από τον τρόμο της ανεργίας και το φόβητρο του φασιστικού μορφώματος.
Η πτώση της Σοσιαλδημοκρατίας και κυρίως η συμβολή της στο πέρασμα νεοφιλελεύθερων και αντιδραστικών πολιτικών και η εξομοίωσή της με τις δεξιές παρατάξεις έβαλλε και το δικό της λιθαράκι στην άνοδο των νεοφασιστών, αφού απογοήτευσε τους ψηφοφόρους της. Την ίδια απογοήτευση έσπειρε φυσικά και στην χώρα μας ο ΣΥΡΙΖΑ, που χωρίς να δώσει καμία μάχη, απεμπόλησε κάθε φιλολαϊκή του εξαγγελία. Έτσι ο αντιφασιστικός του λόγος είναι διάτρητος, αφού με τις πρακτικές του (μακροημέρευση της δίκης της Χρυσής Αυγής, μέτρα καταστολής), αλλά και τα αντιλαϊκά μέτρα που εφαρμόζει, την ενισχύει.
Ένας άλλος λόγος, υποκειμενικός, που αφορά στην ίδια την Αριστερά είναι η πτώση των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων, που και τον ρόλο του αντίπαλου δέους θα έπαιζαν, αλλά και θα μπορούσαν να αποτελούν το όραμα της εργατικής τάξης, που δυστυχώς καταβαραθρώθηκε και κατασυκοφαντήθηκε. Η συρρίκνωση των Αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη είναι επίσης ένα γεγονός που δεν βοηθά στο να υπάρχει σημαντική εναλλακτική λύση. Αντίθετα στην χώρα μας που η Αριστερά στο σύνολό της προσεγγίζει το 10% θα είχε την δυνατότητα να ορθωθεί ως ανάχωμα, αν η δράση της τουλάχιστον ήταν κοινή έναντι της μνημονιακής πολιτικής και των συνεπειών της, αφού δεν μπορεί να επιτευχθεί η κοινή της κάθοδος, που θα ήταν ευχής έργον και θα έδινε ελπίδα στον λαό.
Εκτός όμως από την καταγραφή της κατάστασης και των αιτιών του φαινομένου, απαραίτητο είναι να δει άμεσα η Αριστερά, τις ευθύνες της, αλλά κυρίως την αντιμετώπισή του. Εκτός της αναγκαίας κοινής δράσης της με κέντρο τα προβλήματα του εργαζόμενου κόσμου, όπως η μείωση των μισθών και συντάξεων, η φορολογία, η συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, το ξεπούλημα δημοσίων οργανισμών και εθνικού πλούτου, το κλείσιμο επιχειρήσεων, οφείλει να προτάξει μέτρα για την τεράστια ανεργία, που εξουθενώνει τους πολίτες και τους πετά στο περιθώριο, ως έρμαιο κάθε φασιστικής σειρήνας.
Αν και οι συνθήκες δεν είναι τόσο ευνοϊκές, εντούτοις οι ευρωπαϊκές δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει να συμμαχήσουν και να δουν προγράμματα και κοινές πολιτικές για την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου.
Απαραίτητη είναι επίσης η ανάπτυξη ενός αντιπολεμικού κινήματος δεμένου στιβαρά με το αντιφασιστικό και το αντιρατσιστικό κίνημα, γιατί οι πόλεμοι, όπως και η οικονομική κρίση, είναι οι δύο μεγάλες αιτίες που αναγκάζουν τους ανθρώπους να γίνονται μετανάστες και πρόσφυγες. Αυτές πρέπει να αναδεικνύονται καθημερινά στον αντιρατσιστικό μας λόγο, με την προσθήκη ότι το μεγάλο κεφάλαιο από την μία ανοίγει πολέμους σε διάφορα επωφελή γι αυτό μέρη της γης (Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία) για την κατοχή των ενεργειακών δρόμων και από την άλλη γκετοποιεί σε άθλιες συνθήκες τους πρόσφυγες, τους στοχοποιεί και τους αποδιώχνει.
Πρέπει ακόμη να τονιστεί η αναγκαιότητα της ανάδειξης της ταξικότητας του προσφυγικού ζητήματος. Να κατανοηθεί ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι εργαζόμενοι, που διπλά καταπιέζονται και λόγω της υποβαθμισμένης εργασίας τους και λόγω της ξένης καταγωγής τους και ότι γι αυτό πρέπει το εργατικό κίνημα να τους εντάξει στους κόλπους του και να γίνουν αντικείμενο της φροντίδας και συμπαράστασής του
Καθόλου αμελητέο καθήκον δεν είναι να προσεγγιστεί η νέα γενιά που δεν έχει καμία πείρα πολέμων η δικτατορικών καθεστώτων και ζει σε αδράνεια και παθητικότητα, αναντίστοιχη με τα προβλήματα. Γι αυτό χρειάζεται ποιοτική εκπαίδευση για όλους και όλες, που θα ανάγει την γνώση ως αυταξία, θα μεταγγίζει ανθρωπιστικές αξίες, θα κοινωνικοποιεί και θα πολιτικοποιεί τον νέο άνθρωπο. Απαραίτητη είναι και η συμβολή του Πολιτισμού και της Τέχνης με πρώτο στόχο τον εξανθρωπισμό, την προβολή της αλληλεγγύης, της ανοχής στο διαφορετικό, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου ή χρώματος και της σωστής επιλογής του ποιοτικά καλού από το πλήθος των τηλεοπτικών και δήθεν «πολιτιστικών» σκουπιδιών, που μπορούν να επηρεάσουν.
Τέλος όλα αυτά πρέπει να ζυμωθούν στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, να γίνουν θέσεις του και να κοινοποιηθούν στα μέλη του, στους εργαζόμενους και στην κοινωνία, ώστε να υπάρξει προοπτική πως θα αλλάξει η κοινωνική συνείδηση και θα επέλθουν ελπιδοφόρες αλλαγές. Αθανασιάδου Μυρσίνη, εκπαιδευτικός.
Η εμπειρία μου από τους μετανάστες εργάτες στη Γερμανία είναι,ότι ούτε ήθελαν,ούτε μπορούσαν να ενταχτούν στον κορμό του γερμανικού λαού.Όταν μια κοινωνική ομάδα δεν είναι ενταγμένη σε ένα λαό,πώς είναι δυνατόν,να παλέψει για το λαό και για τη χώρα αυτή;
Αν η κοινωνική ομάδα αντιμετωπίζεται ισάξια με τον γηγενή πληθυσμό γίνεται.