Πώς μπαίνει «ταφόπλακα» στη δημόσια επικουρική ασφάλιση

1247
ύφεση

Η πρόσφατη δημοσίευση του πορίσματος της «Επιτροπής για την επεξεργασία προτάσεων αναδιοργάνωσης της επικουρικής ασφάλισης στην Ελλάδα», ουσιαστικά αποδιοργάνωσης και ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης στη χώρα μας, αναδεικνύει, μεταξύ των άλλων, τη διατήρηση ως κέλυφος του ΕΤΕΑΕΠ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας) αλλά χωρίς Πρόνοια (Εφάπαξ), τις γενικές και ασαφείς προτάσεις (η τεκμηρίωση των προτάσεων παραπέμπεται στην Αναλογιστική Αρχή για την εκπόνηση σχετικής αναλογιστικής μελέτης), τις εσωτερικές αντιφάσεις, τον διαχωρισμό παλαιών και νέων ασφαλισμένων από το 2021 και μετά (παραβίαση της αρχής της ισότητας, σύμφωνα και με τις πρόσφατες (4/10/2019) του ΣτΕ, την εμπλοκή της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς κ.λπ.

Παράλληλα, αναδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο, τη στρατηγική της σταδιακής κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα της επικουρικής ασφάλισης και της μετάβασης από ένα σύστημα εγγυήσεων (διανεμητικό σύστημα) σε ένα σύστημα υποσχέσεων (ultra-κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών), το οποίο αποτελεί κίνδυνο για τη μείωση των επικουρικών συντάξεων, την οικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών της χώρας μας.

Τέλος, αναδεικνύει ότι το Πόρισμα της Επιτροπής: α) δεν λαμβάνει υπόψη τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ και β) δεν υπολογίζει το σημαντικότερο πρόβλημα, δηλαδή το κόστος μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, καθώς και τις συνέπειες που θα προκαλέσει τόσο στους συνταξιούχους και τους σημερινούς εργαζομένους όσο και στην ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα στη φάση ανάκαμψης που βρίσκεται σήμερα μετά τη 10ετή (2009-2018) ύφεση που προκάλεσαν οι πολιτικές των Μνημονίων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΣτΕ υπέδειξε ότι η επικουρική ασφάλιση είναι ίδια με την κύρια ασφάλιση και το κράτος εγγυάται για το ύψος των παροχών, την ισότητα μεταξύ των ασφαλισμένων και των γενεών καθώς και την αναλογικότητα των εισφορών και παροχών.

Έτσι, από την άποψη αυτή καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας και αυτό γιατί το κόστος μετάβασης το επωμίζεται η γενιά της μετάβασης και ως εκ τούτου, η γενιά που θα ασφαλισθεί από το 2021 και μετά στο ultra-κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα πρέπει να πληρώσει δύο φορές. Μία φορά για να αποταμιεύσει στον ατομικό της λογαριασμό για τη μελλοντική χρηματοδότηση των δικών της συντάξεων και μία φορά για την άμεση καταβολή των ήδη συνταξιούχων του αναδιανεμητικού συστήματος (Blake, 2006).

Με άλλα λόγια, η γενιά της μετάβασης θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τις άλλες γενιές. Εάν το κράτος αναλάβει να χρηματοδοτήσει αυτό το κόστος, τότε ο κρατικός προϋπολογισμός θα βρεθεί να αντιμετωπίσει δυσβάσταχτα ελλείμματα, τα οποία θα δημιουργήσουν μεγάλο κρατικό χρέος (56 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες και 660 εκατ. ευρώ μέσο ετήσιο κόστος την πρώτη 10ετία, 2021-2031).

Παράλληλα, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μίας τέτοιας μετάβασης από οικονομολόγους της κοινωνικής ασφάλισης και από αναλογιστές, στο πλαίσιο της βελτίωσης κατά Pareto, με την έννοια ότι όλες οι εμπλεκόμενες κοινωνικές ομάδες θα πρέπει να βρεθούν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από ό,τι ήταν πριν και καμία να μη βρεθεί σε χειρότερη οικονομική κατάσταση, είναι αρνητική, αποτυγχάνοντας στο test Pareto (Orszag & Stiglitz 1999).

Επιπρόσθετα, η αρχή της ισότητας θα καταστρατηγηθεί και στην περίπτωση που άλλοι ασφαλισμένοι θα είναι στο νέο ΕΤΕΑΕΠ το οποίο θα είναι ΝΠΔΔ και άλλοι που θα επιλέξουν έναν ιδιωτικό πάροχο, όπως μία ασφαλιστική εταιρεία ή ένα Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης.

Επίσης, το ΣτΕ επισήμανε ότι το κράτος εγγυάται το ύψος των παροχών και το ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα εγγυάται το κράτος, όταν το ύψος της παροχής θα εξαρτάται από την πορεία των χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών, τις οποίες δεν μπορεί να ελέγξει;

Μήπως θα εγγυηθεί το συσσωρευμένο ποσό των καταβαλλόμενων εισφορών λαμβάνοντας υπόψη και τον πληθωρισμό, ώστε να εξασφαλιστεί η αρχή της ανταποδοτικότητας και να μην υπάρξουν φαινόμενα όπως της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όπου οι ασφαλισμένοι έχασαν ακόμα και το σύνολο των καταβαλλόμενων εισφορών τους καθ’ όλο τον εργασιακό τους βίο λόγω της κατάρρευσης των κεφαλαιαγορών;

Κι ακόμη το κράτος θα εγγυηθεί ένα ύψος παροχής, ώστε να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι των κεφαλαιαγορών και οι ασφαλισμένοι που θα έχουν επιλέξει τον ιδιωτικό πάροχο; Ποιος τελικά θα τους εγγυηθεί το ύψος των παροχών προκειμένου να αντιμετωπισθεί η προκύπτουσα, μεταξύ των άλλων, άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων;

Παράλληλα, εάν η δημόσια κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη που θα είναι δημοσίου δικαίου παρέχει και μία εγγύηση στο ύψος των παροχών, τότε με βάση τη θεωρία των προτιμήσεων και της συμπεριφορικής οικονομικής, όλοι οι ασφαλισμένοι θα επιλέξουν τον κρατικό πάροχο, με αποτέλεσμα να απειλείται η βιωσιμότητα των ήδη υπαρχόντων Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.

Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, το κόστος μετάβασης των 56 δισ. είναι δεδομένο, ανεξάρτητα εάν το επωμισθεί η γενιά της μετάβασης ή το κράτος. Κι αυτό, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα των δημόσιων φορέων, το κόστος αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί από έμμεσο (implicit) σε άμεσο (explicit), γεγονός που θα προκαλέσει αναταραχές στις κεφαλαιαγορές, δεδομένου ότι θα αυξηθεί ο κίνδυνος αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, διακόπτοντας, στον βαθμό που την αφορά, την τάση μείωσης των επιτοκίων δανεισμού, τα οποία θα αυξηθούν.

Αντίθετα, στις συνθήκες αυτές της ολιστικής αβεβαιότητας που επιφυλάσσει η λανθασμένη προοπτική μετάβασης της επικουρικής ασφάλισης στο σύστημα της ultra-κεφαλαιοποίησης και των ατομικών λογαριασμών στη χώρα μας, επιβάλλεται ο άμεσος σχεδιασμός της επικουρικής ασφάλισης με βάση τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ, με αναδιανεμητικό χαρακτήρα και συντελεστή αναπλήρωσης που θα υπολογιστεί με βάση τις βασικές αναλογιστικές αρχές, προκειμένου να διασφαλισθούν η μακροχρόνια βιωσιμότητα, η ισότητα, η αναλογικότητα εισφορών και παροχών και η εγγυητική ευθύνη του κράτους.

Μία επικουρική ασφάλιση που η λειτουργία της θα βασίζεται σε πολιτικές και δημοκρατικές αποφάσεις στο πλαίσιο του Συντάγματος και η οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητά της θα εξασφαλίζεται από την ανάπτυξη της οικονομίας και όχι από την αβεβαιότητα και τους κινδύνους των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών.

*Σάββας Γ. Ρομπόλης, Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας