Πώς αντιμετωπίζουν Ρωσία και Κίνα την αποχώρηση των ΗΠΑ από Αφγανιστάν

422
και πάλι αναστατώνει την Ευρώπη

Υπάρχουν όσοι διατηρούν από την περιοχή του Ινδοκαυκάσου πικράν πείραν. Και υπάρχουν και όσοι προτίθενται να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Ο λόγος αντιστοίχως για την Ρωσία και την Κίνα, τους ευρασιατικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ, τους οποίους κατεξοχήν αφορά, μαζί με το Ιράν και το Πακιστάν, το μέλλον του Αφγανιστάν την επαύριο της σχεδιαζόμενης αμερικανικής αποχώρησης.

Η εικοσαετής πολεμική περιπέτεια των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, η μακρότερης διάρκειας σε όλη την αμερικανική ιστορία, οδεύει προς το τέλος της, δεδομένης της απόφασης του Τζο Μπάιντεν για ολοκλήρωση της αποχώρησης των στρατιωτικών δυνάμεων πριν από την επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου. Μια αποχώρηση, όμως, που θα πρέπει να σχετικοποιηθεί, καθώς μοιάζει περισσότερο με αναδιάταξη και οιονεί ιδιωτικοποίηση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, που στηρίζονται πλέον περισσότερο στην ανάπτυξη ιδιωτών υπεργολάβων ασφαλείας και σχεδιάζουν την δημιουργία νέων εγκαταστάσεων σε χώρες πέριξ του Αφγανιστάν.

Η Ρωσία εξέφρασε ήδη την αντίθεσή της στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Το ίδιο και το Πακιστάν, το οποίο παρά την παραδοσιακή του συμμαχία με τις ΗΠΑ ενδυναμώνει ολοένα τις σχέσεις του, ιδίως τις οικονομικές, με την Κίνα και πάντως δεν παραιτείται από την φιλοδοξία να ελέγχει τα αφγανικά πράγματα δια των διαύλων που έχει στους Ταλιμπάν, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποτρέψει την αποσταθεροποίηση των δικών του παραμεθόριων περιοχών, όπου κατοικεί ικανό τμήμα της (πλειοψηφούσας στο Αφγανιστάν) κοινότητας των Παστούν.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις επιταχύνονται, ενίοτε με τρόπο σουρρεαλιστικό.

Τα ξημερώματα της Δευτέρας, οι αμερικανικές δυνάμεις κατέβασαν τους διακόπτες του ηλεκτρικού ρεύματος και εγκατάλειψαν την βάση του Μπαγκράμ, που απέχει περίπου μία ώρα από την Καμπούλ, χωρίς καν να ειδοποιήσουν τις αφγανικές κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις που θα αναλάμβαναν τον έλεγχο και κατέφθασαν δύο ώρες μετά, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί πλιατσικολόγοι.

Την ίδια στιγμή, στο βόρειο Αφγανιστάν, περιοχή κατοικούμενη από Τατζίκους και Ουζμπέκους παραδοσιακά αντίπαλους προς τους Ταλιμπάν, η κυβέρνηση χάνει τον έλεγχο της μίας επαρχίας μετά την άλλη, ενώ 1.500 κυβερνητικοί στρατιώτες πέρασαν τα σύνορα για να καταφύγουν στο Τατζικιστάν, οι αρχές του οποίου συνεργάζονται με τη Ρωσία για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η ευκολία με την οποία προελαύνουν οι Ταλιμπάν στο πεδίο αυτό υποψιάζει για συμφωνημένη παράδοση των περιοχών από πτέρυγες του φιλοκυβερνητικού μετώπου που έχουν αποθαρρυνθεί και αναζητούν νέους συμβιβασμούς, αντί για τη συνέχιση των εχθροπραξιών.

Σε κάθε περίπτωση, Ρωσία και Κίνα παρακολουθούν εντατικά τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, που βρίσκεται στα “πλευρά” τους.

Μιλώντας σήμερα Πέμπτη στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο Άπω Ανατολής του Βλαδιβοστόκ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σργκέι Λαβρόφ χαρακτηριστικά υποστήριξε ότι “οι ΗΠΑ δεν αποχωρούν απλώς από το Αφγανιστάν, αλλά αναγνωρίζουν την αποτυχία της εικοσάχρονης αποστολής τους” και πρόσθεσε ότι οι κίνδυνοι από την τρομοκρατία και το ναρκεμπόριο έχουν δραματικά αυξηθεί μετά το 2001, με έγγραφα που εμφανίστηκαν στη Δύση να υποδεικνύουν την πιθανότητα εμπλοκής Αμερικανών ενστόλων στη διακίνηση ναρκωτικών, όπως υποστήριξε, και το Ισλαμικό Κράτος να καταφθάνει σε περιοχές του βόρειου Αφγανιστάν που συνορεύουν με χώρες σύμμαχες προς τη Ρωσία.

Την κατάσταση επιδεινώνει, σύμφωνα με τον Λαφρόφ, το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της Καμπούλ υπαναχωρούν, υπό τον φόβο της περιθωριοποίησής τους μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, από τις συμφωνίες για τη δημιουργία μιας ευρείας προσωρινής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα και οι Ταλιμπάν να γίνονται περισσότερο επιθετικοί.

Στην Κίνα, πάλι, το αγγλόφωνο ανεπίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Global Times, δημοσίευσε άρθρο του καθηγητή του Κέντρου Αμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φουντάν, Ζανγκ Τζιαντόνγκ, στο οποίο υποστηρίζεται ότι ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης της περιοχής επιβάλλει στην Κίνα να ασχοληθεί με το Αφγανιστάν χωρίς να πέσει (όπως το έπαθαν παλαιότερα άλλες δυνάμεις) στην “παγίδα” της άμεσης εμπλοκής. Ιστορικά το Αφγανιστάν υπήρξε αντικείμενο ανταγωνισμού, λ.χ. μεταξύ Ρωσίας και Βρετανίας, κατά το ότι ελέγχει τον κατακόρυφο άξονα από την Κεντρική Ασία στην ινδική υποήπειρο. Γεωγραφικά, ο άξονας αυτός δεν παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στην κινεζική γεωπολιτική.

Η ίδια η αμερικανική εμπλοκή προέκυψε κατά τον Ζανγκ από “ατύχημα”, καθώς λόγοι γοήτρου επέβαλαν την ανάληψη τιμωρητικής δράσης μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, μολονότι η περιοχή είχε μεταψυχροπολεμικά εγκαταλειφθεί από την Ουάσιγκτον, ως μη απτόμενη θεμελιωδών συμφερόντων των ΗΠΑ.

Η Κίνα, από την πλευρά της, οφείλει, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, να εμμείνει στις αρχές της μη ανάμιξης στα εσωτερικά τρίτων, του πραγματισμού και της ευελιξίας. Αυτό δεν σημαίνει πάντως αδιαφορία για τα αφγανικά πράγματα, γιατί κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με την εικόνα της Κίνας ως υπεύθυνης μεγάλης δύναμης που εργάζεται για την διεθνή σταθερότητα (πόσω μάλλον σε μια γειτονική της χώρα), αλλά και με την κρισιμότητα που αποκτούν στις μέρες μας μη-παραδοσιακές απειλές ασφαλείας, όπως αυτές που αντιπροσωπεύει η τρομοκρατία και το ναρκεμπόριο.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας