Πίσω από τα ψέματα και τις δημαγωγίες του Τσίπρα
Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης Τσίπρα είναι ένας από τους λίγους προϋπολογισμούς των χωρών μελών της ΕΕ που η Κομισιόν αναμένεται να εγκρίνει «μετά πολλών επαίνων», σε αντίθεση με το κλίμα που επικρατεί σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Ιταλίας, αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Και όχι τυχαία. Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης Τσίπρα είναι προϋπολογισμός σκληρής λιτότητας, είναι ένα «σχέδιο» οικονομικής πολιτικής που αποτυπώνει τη μνημονιακή συμφωνία με τους δανειστές για όλα τα επόμενα χρόνια.
Είναι κωμικοτραγικό, αλλά αυτό το «σχέδιο» διαρκούς λιτότητας η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει ως «φιλολαϊκή στροφή».
Βασικό επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο ισχυρισμός περί προστασίας των συντάξεων. Επειδή σε αυτό το θέμα κάθε λέξη έχει τη σημασία της, επειδή η κυβέρνηση σε αυτό το θέμα έχει εξασφαλίσει μια σκανδαλώδη ανοχή των ΜΜΕ, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε τα εξής:
α) Με το νόμο Κατρούγκαλου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε ό,τι και όλες οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις: Περιέκοψε δραστικά τις συντάξεις. Όλοι οι ασφαλισμένοι που βγήκαν στη σύνταξη μετά το 2016, όπως και όλοι όσοι θα βγουν στο μέλλον, παίρνουν σύνταξη δραματικά μικρότερη απ’ ό,τι προσδοκούσαν, απ’ ό,τι ίσχυε μέχρι τότε. Με αυτή την έννοια η περικοπή των συντάξεων έχει ήδη συντελεστεί.
β) Με το νόμο Κατρούγκαλου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα βήμα παραπέρα: Επέκτεινε την περικοπή των συντάξεων αναδρομικά, «επανυπολογίζοντας» τη σύνταξη των παλαιών συνταξιούχων και εισάγοντας στο σύστημα το διαβόητο όρο της «προσωπικής διαφοράς». Με αυτή την έννοια και για τους παλαιούς συνταξιούχους η μείωση της σύνταξης έχει συντελεστεί, ενώ το παραπάνω εισόδημα που συνέχισαν να εισπράττουν (για να γλυκάνει, τότε, το χάπι του ν. Κατρούγκαλου), είναι η επισφαλής και προσωρινή «προσωπική διαφορά», που το μνημόνιο 3 προέβλεπε ότι θα καταργηθεί από την 1/1/2019. Αυτό που σήμερα διαπραγματεύεται η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι η κατάργηση αυτής της αντιδραστικής υπονόμευσης του στοιχειοθετημένου εισοδήματος (μέσω των εισφορών επί 14μηνης ετήσιας βάσης, για 35 ή 37 ή 40 χρόνια ασφάλισης), αλλά η αναβολή της εφαρμογής του για το 2020, προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ να μπορέσει να κάνει εκλογές μέσα στο 2019. Αυτό είναι το μάξιμουμ όριο, αυτό είναι το ταβάνι των φιλολαϊκών προθέσεων του Τσίπρα και της παρέας του.
γ) Δυστυχώς, ο νόμος Κατρούγκαλου έκανε ένα ακόμα βήμα παραπέρα στον αντιασφαλιστικό κατήφορο. Με δεδομένη τη μνημονιακή κατάργηση της κρατικής εγγύησης των συντάξιμων αποδοχών και προσδοκιών (όπως όριζε το σύνταγμα για ένα υποχρεωτικό ασφαλιστικό σύστημα) θεσμοθέτησε ότι στο μέλλον τα Ταμεία θα πληρώνουν συντάξεις με αποκλειστικό κριτήριο τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους (που προηγουμένως έχουν ήδη καταληστευτεί), απαγορεύοντας την κρατική χρηματοδότησή τους ή την ενίσχυσή τους με άλλους κοινωνικούς πόρους. Όταν ο Τσίπρας κατηγορεί το Μητσοτάκη για πορεία προς ασφαλιστικό σύστημα «τύπου Πινοσέτ», θα πρέπει να αποφεύγει να κοιτάζει σε καθρέφτη, γιατί η πορεία προς το ιδιωτικοποιημένο «σύστημα Πινοσέτ» έχει ήδη δρομολογηθεί από το νόμο Κατρούγκαλου, από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Απέναντι στις κυβερνητικές δημαγωγίες για τις συντάξεις οφείλουμε όλοι, οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι, να απαιτήσουμε την κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου, την επαναφορά της σταθερότητας και της νομιμότητας στις συντάξεις, την αύξηση των συντάξεων με την κατάργηση των μνημονιακών περικοπών και τη δραστική ενίσχυση των Ταμείων μετά τη ληστεία των αποθεματικών τους.
Στις μέρες αυτές χιλιάδες συνταξιούχοι καταφεύγουν στις αγωγές, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να αποκαταστήσουν τις βαριές απώλειες στο εισόδημά τους. Η τάση αυτή, εμμέσως, αναδεικνύει μια επιστροφή του κλίματος διεκδίκησης, μια προσπάθεια παρέμβασης λαϊκών ανθρώπων με στόχο να δώσουν το δικό τους περιεχόμενο στη δημαγωγία περί «εξόδου» από τα μνημόνια. Μόνο που δρόμος αυτός δεν είναι ο καλύτερος. Άλλωστε, ο Τ. Πετρόπουλος αλαζονικά δήλωσε ότι κάποιες θετικές υπέρ των συνταξιούχων αποφάσεις δικαστηρίων θα στοιχειοθετήσουν για την κυβέρνηση υποχρέωση καταβολής εάν και μόνο εγκριθούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Να γιατί ο Τσίπρας εξήγγειλε στη ΔΕΘ την κατάργηση των μνημονιακών περικοπών για τους μεγαλοδικαστές, τους στρατιωτικούς και τους αστυνομικούς.
Αντίθετα, η τάση για διεκδίκηση ξανά πρέπει να εκφραστεί κυρίαρχα με τη συλλογική πάλη. Και αυτό δημιουργεί ειδικές υποχρεώσεις για αγωνιστικές πρωτοβουλίες σε όλους τους συνδικαλισμένους στη βάση των εργατικών οργανώσεων, για όλους τους αγωνιστές-στριες της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να διασωθεί ισχυριζόμενη ότι μέσω των πλεονασμάτων θα μπορέσει να μοιράσει «κοινωνικό μέρισμα». Ο προϋπολογισμός δίνει μια πιο πραγματική εικόνα και γι’ αυτόν τον ισχυρισμό.
Είναι γνωστό ότι η άμεση φορολόγηση, η φορολόγηση του εισοδήματος, έγινε στα χρόνια των μνημονίων ένα όπλο λεηλασίας του εισοδήματος των εργαζομένων και των λαϊκών νοικοκυριών. Οι επιχειρήσεις και η κυρίαρχη τάξη έχουν κατορθώσει, με πολλούς τρόπους, να προστατεύουν τα κέρδη τους από την υποχρέωση καταβολής φόρου. Και όμως σήμερα, τόσο ο Αλ. Τσίπρας όσο και ο Κυρ. Μητσοτάκης αναδεικνύουν ως κοινωνική προτεραιότητα τη μείωση(!) της φορολόγησης επί των κερδών των επιχειρήσεων και επί των μερισμάτων που αυτές διανέμουν στους μετόχους τους…
Την ίδια στιγμή, η έμμεση φορολόγηση, η πιο άδικη και αντιδραστική φορολόγηση της κατανάλωσης ανεξάρτητα από το εισόδημα του καταναλωτή, τσακίζει κόκαλα: οι ειδικοί φόροι επί της κατανάλωσης και ο ΦΠΑ αντιστοιχούν στην Ελλάδα –επί μιας κυβέρνησης τάχα μου Αριστεράς– στο απίστευτο ποσοστό του 17,3% του ΑΕΠ, στο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των χωρών της ευρωζώνης! Και αξίζει να σημειωθεί ότι από τα προσδοκώμενα έσοδα από τον ΦΠΑ –δηλαδή φόρους που έχουν πληρωθεί από τη λαϊκή κατανάλωση– το 29%, δηλαδή κάτι παραπάνω από 6 δισ. ετησίως, παραμένει τελικά στα ταμεία των επιχειρήσεων σαν μια άτυπη, παράνομη, αλλά διαρκής πρόσθετη χρηματοδότησή τους. Σε αυτή τη «μαύρη» χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, στο λεγόμενο «κενό» εισπραξιμότητας του ΦΠΑ, η Ελλάδα του Τσίπρα παραμένει στην κορυφή των ευρωπαϊκών «επιδόσεων», συγκρινόμενη μόνο με τη Ρουμανία. Έτσι φτιάχνονται τα «πλεονάσματα» και γι’ αυτό είναι ακραία υποκρισία η απόπειρα της κυβέρνησης να κάνει λόγο για φιλολαϊκή στροφή.
Μια άλλη ένδειξη για τον ταξικό χαρακτήρα του προϋπολογισμού είναι οι δαπάνες. Κάθε λαϊκός άνθρωπος που έχει ανάγκη τις υπηρεσίες του λεγόμενου κοινωνικού κράτους, έχει εμπειρίες για την πραγματική κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία και τα σχολεία. Στον κρίσιμης κοινωνικής σημασίας δείκτη των δαπανών για τη στήριξη των ανέργων, σε μια χώρα με μαζική ανεργία, ο προϋπολογισμός του Τσίπρα προβλέπει το γελοίο ποσοστό του 0,6% του ΑΕΠ, την ώρα που χώρες του «κέντρου» της ευρωζώνης, με αισθητά μικρότερη ανεργία, προβλέπουν ποσοστά από 1,5% του ΑΕΠ (Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία) ως πάνω από 2% (Φιλανδία). Ακραία φιλελεύθερες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, ακόμα και δεξιές κυβερνήσεις, δείχνουν μεγαλύτερη «ευαισθησία» απέναντι στους ανέργους απ’ ό,τι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Μπροστά στον προϋπολογισμό και το «μίγμα» οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που αυτός προδιαγράφει, οφείλουμε να αντιτάξουμε τη συγκεκριμένη εργατική και λαϊκή πάλη, με στόχο να πάρουμε πίσω όλα τα κλεμμένα. Να πάρουμε πίσω τις κατακτήσεις μας, ανατρέποντας την πραγματική μνημονιακή πολιτική, την πολιτική της βάρβαρης λιτότητας.
Πηγή: rproject.gr