Που οδηγεί η Βρεττανική κρίση;

1523
κρίση

Το Βρεττανικό κοινοβούλιο άρχισε να συζητά το κείμενο (585 σελίδες και ένα πρωτόκολο για τη Β. Ιρλανδία) της αποχώρησης της Βρεττανίας από την ΕΕ. Συζητά ακόμα ένα εφτασέλιδο κείμενο, που αποτελεί ένα είδος πολιτικής διακήρυξης, για τη μελλοντική σχέση ΕΕ-Βρεττανίας. Ήδη δύο Υπουργοί έχουν παραιτηθεί και η Συντηρητική κυβέρνηση της Μέϋ είναι σε ανοιχτή κρίση. Πράγματι, ποιοι είναι αυτοί και αυτές που, αν έχουν σώας τας φρένας, θα δεχτούν να υπογράψουν ένα κείμενο το οποίο είναι τρεις φορές χειρότερο από τη σημερινή πραγματικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου ως μέλους της ΕΕ; Ιδού το φτωχό, εν περιλήψει, αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων σχεδόν δύο χρόνια τώρα.

  1. Από τη στιγμή που το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) αφήνει την ΕΕ και αφού οι διαπραγματεύσεις κλείσουν (αν ποτέ κλείσουν – δες παρακάτω), δεν θα υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση ή εκπροσώπηση μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Οι παχυλοί μισθοί αυτών των αξιωμάτων για μερικούς Βρεττανούς πολιτικούς, μαζί με τους γραμματείς τους, δεν είναι η μεγάλη χασούρα για το ΗΒ. Η μεγάλη χασούρα είναι η πολιτική επιρροή που πιθανά θα μπορούσαν να ασκήσουν σε σημαντικά θέματα αν το ΗΒ ήταν μέλος της ΕΕ, πιθανά σε συμμαχία με άλλες δυνάμεις της ΕΕ, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία.
  2. Ως «ανεξάρτητο μέλος», το ΗΒ εισέρχεται σε μία Τελωνειακή Ένωση, προσωρινά μέχρι το Δεκέμβριο του 2020, όπως λέει η συμφωνία, αλλά που μπορεί να φύγει μόνο με τη σύμφωνη γνώμη και μετά από αμοιβαία συμφωνία με την ΕΕ και με διευθέτηση του ζητήματος της Βόρειας Ιρλανδίας.
  3. Από τη στιγμή που δέχεται αυτούς τους διακανονισμούς, το ΗΒ πρέπει να ακολουθήσει όλους τους Ευρωπαϊκούς κανόνενες για τον ανταγωνισμό, κρατική βοήθεια, περιβάλλον και ρυθμίσεις που αφορούν την εργασία, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης για τον εργασιακό χρόνο.
  4. Το ΗΒ συνεχίζει να συμβάλλει στον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό (με περίπου 40 δις Ευρώ ετησίως) και συνεχίζει να υπάγεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ειδικά σε θέματα που αφορούν τη κοινή Ευρωπαϊκή αγορά, έως την εξεύρεση οριστικής λύσης.
  5. Πραγματικές διαπραγματεύσεις για όλα τα θέματα (ασφάλεια, εμπόριο, μεταναστευτικό κλπ.), όπως προβλέπει το ολιγοσέλιδο κείμενο της πολιτικής διακήρυξης, θα αρχίσουν μόνο μετά τις 29 Μαρτίου 2019. Η ελεύθερη διακίνηση θα σταματήσει αλλά, μάλλον, οι Ευρωπαίοι πολίτες θα έχουν ειδικά προνόμια εισόδου, εγκατάστασης και εγασίας στο ΗΒ (και το ίδιο θα ισχύει και για Βρεττανούς πολίτες στην ΕΕ).

Μ’ άλλα λόγια, τίποτε δεν έχει συμφωνηθεί έως ότου τα πάντα συμφωνηθούν. Η ΕΕ-Γερμανία ήθελε την Βόρεια Ιρλανδία στη Τελωνειακή Ένωση, αλλά η κυβέρνηση της Μέϋ, τόσο υπό την επιρροή του συμμάχου συγκυβερνώντος κόμματος της Ιρλανδικής Δημοκρατικής Ένωσης, αλλά και λόγω απέχθειας στη σκέψη ότι μπορεί να υπάρξει Τελωνειακό σύνορο στην Ιρλανδική θάλασσα, απέκρουσε τη πρόταση της ΕΕ, εξού και το λεγόμενο backstop, που κρατά το ΗΒ στη Τελωνειακή Ένωση έως να βρεθεί λύση.

Υπάρχει κάποια σοβαρότητα σ’ αυτά που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια όλων των Βρεττανών πολιτών, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν υπάρχει καμμία αντιστοιχία των παραπάνω με τους ανακυρηχθέντες στόχους ττων δυνάμεων που κέρδισαν το δημοψηφισμα δύο χρόνια πριν (ανάκτηση του ελέγχου των συνόρων, τέλος της μετανάστευσης, ουδεμία υπαγωγή στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, ανεξάρτητη εμπορευματική πολιτική κλπ); Να σημειωθεί ότι η Βρεττανική ιδιοτυπία έγκειται στο γεγονός ότι κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα (Εργατικό, Συντηρητικό) δεν τάχθηκαν υπέρ της εξόδου της Βρεττανίας από την ΕΕ, απλά ήρθαν κατόπιν εορτής να υιοθετήσουν τη θέση περί εξόδου λόγω πίεσης της κοινής γνώμης. Ακόμα κι αν κάποιος/α, από νεο-συντηρητική/νεο-φιλελεύθερη σκοπιά, συμφωνεί με την έξοδο του ΗΒ από την ΕΕ, τότε θα πρέπει να αποδεχτεί ότι το δημοψήφισμα κατάφερε κάτι το πραγματικά προφανές: να οδηγήσει τη χώρα από μία άσχημη κατάσταση μέσα στην ΕΕ σε μία πολύ χειρότερη κατάσταση μετά το δημοψήφισμα. Οι δυσκολίες της Μέϋ είναι δύο ειδών. Η πρώτη και σοβαρώτερη αφορά τη τύχη του χρηματιστηριακού κέντρου της χώρας και του κόσμου, το Σίτυ: έξοδος με συμφωνία αντίθετη στα συμφέροντα των τραπεζών θα σήμαινε και μετανάστευση μεγάλων μερίδων του χρηματιστηριακού κεφαλαίου στο Παρίσι, τη Φραγκφούρτη ή και το Δουβλίνο. Η δεύτερη αφορά αυτή τη μεγαλειώδη αντίφαση που μόλις περιγράψαμε, η οποία και έχει μετενσαρκωθεί σε ανοιχτή σύγκρουση μέσα στο κόμμα της μεταξύ των στόχων του δημοψηφίσματος και αυτών που συμφωνήθηκαν.

Βέβαια, η ηγετική μερίδα της νεο-συντηριτικής κυβέρνησης προσπαθεί να «κερδίσει χρόνο». Προσπαθεί δηλαδή να δει πως θα τελειώσει, αν ποτέ τελειώσει, η κρίση της ΕΕ/Ευρωζώνης, πως θα εξελιχθεί η ίδια η φυσιογνωμία του Ευρωπαϊκού χώρου και πως θα κατασταλάξει, αν ποτέ κατασταλλάξει, η Ιταλική κρίση. Ωστόσο, τα περιγράμματα της παρούσας συμφωνίας δείχνουν για άλλη μια φορά τη διαπραγματευτική δύναμη της Γερμανίας να επιβάλλει τη θέλησή της και την πολιτική της χρησιμοποιώντας το νεο—φιλελεύθερο/ορντολίμπεραλ θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ. Το ΗΒ φάνηκε πραγματικά αδύναμο μπροστά στον όγκο των θεσμικών απαιτήσεων και δεσμεύσεων που είχε προς την ΕΕ ως κράτος-μέλος και, λόγω ακόμα και εσωτερικών προβλημάτων, όπως το Ιρλανδικό ζήτημα, κατέληξε σε ένα προσωρινό συμβιβασμό που αφήνει εντελώς ανεκπλήρωτεςς τις επιθυμίες του λαού που ψήφισε, σαφώς σε λάθος βάση και πρόγραμμα, έξοδο από την ΕΕ.

Έτσι, μία μεγάλη ευκαιρία ανοίγεται για το Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμυ Κόρμπυν: ουσιαστικά, και με δεδομένο ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν θα καταστεί ανατρέψιμο με ένα νέο δημοψήφισμα, πράγμα πιθανό, θα πρέπει να καταφέρει αυτό που κατάφερε και η Μάργκαρετ Θάτσερ από το 1979 και δώθε, αλλά απ’ την ανάποδη: ν’ αλλάξει παντελώς τους άξονες της πολιτικής οικονομίας της χώρας και, ταυτόχρονα, τους πολιτισμικούς άξονες, περνώντας σε μία σοσιαλιστική οικονομία με άξονα τις δημόσιες επενδύσεις και τις εθνικοποιήσεις, και μία κουλτούρα εργατικής αλληλεγγύης και ισονομίας, ανοίγοντας δρόμους σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και το Δυτικό κόσμο καταδείχνοντας μια παρόμοια σε μέγεθος και σημασία μετάβαση, τη μετάβαση από το κοσμοπολιτισμό και ψευτο-διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης και Ευρωπαϊκής «ενοποίησης», στο διεθνισμό των λαών μέσω της ανατροπής των σχέσεων εξουσίας μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου υπέρ της εγασίας σε εθνικο-λαϊκό πρώτα επίπεδο. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει τώρα να κερδηθεί. Αν ο Κόρμπυν μπορέσει και ανοίξει έναν τέτοιο δρόμο, τότε και τα πράγματα για την αντι-μνημονιακή και σοσιαλιστική Αριστερά στην Ελλάδα θα γίνουν κάπως ευκολώτερα. Το πως συγκεκριμένα θα γίνει αυτό στα πλαίσια της Ελληνικής και Βαλκανικής πολιτικής, θα είναι το μέλημα ενός ξεχωριστού πονήματος.

*Ο Βασίλης Κων/νου Φούσκας είναι συγγραφέας, μαζί με τον Μπουλέντ Γκοκάϋ, του Global PowerShift. The Disintegration of EuroAtlanticism and New Authoritarianism (Palgrave, 2019)

1 σχόλιο

  1. Ενδιαφέρουσα και χρήσιμη η ανάλυση του κ. Φούσκα.
    Έχω όμως μια απορία. Οι Εργατικοί είναι τελικά υπέρ ή κατά της παραμονής στην ΕΕ ;
    Διότι αν είναι υπέρ της παραμονής στην ΕΕ όλες οι αλλαγές που ευαγγελίζονται ( εθνικοποιήσεις, βελτίωση των εργατικών εισοδημάτων κλπ ) απλά και μόνο δεν μπορούν γίνουν μέσα σε αυτή.
    Ας είμαστε λοιπόν επιφυλακτικοί

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας