Περί της «μεταδημοκρατίας»

1942
ευρωπαίων

Εκτεταμένη είναι η φιλολογία περί την παγκοσμιοποίηση. Ελάχιστοι όμως είναι οι συγγραφείς και οι αρθρογράφοι εκείνοι που έχουν διασυνδέσει την έννοια της παγκοσμιοποίησης με την έννοια της «μεταδημοκρατίας», παρά την «διεύρυνση» των σχετικών δοκιμίων.

Η έννοια της μεταδημοκρατίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης εστιάζει σε μια βασική διαπίστωση: στο ότι απονέμεται πρωτοκαθεδρία στην οικονομία και μάλιστα στην οικονομία που είναι αντίθετη ή έστω ουδέτερη με την πολιτική. Επίσης απονέμεται νομικοπολιτική υπεροχή στην Αρχή της Αποδοτικότητας.

Η παραπάνω τοποθέτηση εισάγει μια «διχοτομία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας». Αυτή όμως η διχοτόμηση μεταξύ της πολιτικής και της οικονομίας είναι δυνατή μόνο εάν οι δύο αυτοί τομείς ορισθούν και ερμηνευθούν στενώς: εάν δηλαδή η οικονομία περιορισθεί στην τεχνική διαδικασία της παραγωγής και η πολιτική περισταλεί απλώς στη διοίκηση και στη διαχείριση.

Αυτή όμως η στενή ερμηνεία αναιρεί και ακυρώνει την όποια ουσιαστική σχέση και αλληλοεξάρτηση των κοινωνικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, ενώ, από την άλλη πλευρά πάλι, η πλήρης και ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών, των χρηματιστηρίων και του αφηρημένου χρήματος εγκαθιδρύει ένα «οικονομικό ολοκληρωτισμό» ο οποίος δε συστοιχείται με το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, «με ανθρώπινες αξίες και εκτός αγοράς».

Η παραπάνω γενική τοποθέτηση αφορά το πολιτικό κανονιστικό πλαίσιο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι εάν έχει παρέλθει η «μοντέρνα εποχή» (διαφωτισμός) των ιδεολογιών της χειραφέτησης, η «μεταμοντέρνα εποχή» όπως διαμορφώνεται, ειδικώς στις συνθήκες της πληροφορικής, υποτάσσοντας τον άνθρωπο στην Αρχή της Αποδοτικότητας και αντικαθιστώντας πολλές δεξιότητές του μέσω των ηλεκτρονικών εγκεφάλων και της ψηφιακής τεχνολογίας.

Περαιτέρω σαφές είναι ότι η συζήτηση για το «μοντέρνο» και το «μεταμοντέρνο» δεν αφορά μόνο την αισθητική, αλλά εισέρχεται και στην προβληματική της οργάνωσης και της νομιμοποίησης της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.

Έτσι η θεωρία της «μεταδημοκρατίας» εισέρχεται στην προβληματική της οργάνωσης και της νομιμοποίησης με κυρίως αναφορά στην ιδεολογική βάση και στο εποικοδόμημα της κοινωνίας ως συντεταγμένης Πολιτείας (Κράτους). Με βάση δε αυτή τη γενική προσέγγιση υπ’ όψιν τα εξής:

Το δημοκρατικό πολίτευμα νομιμοποιείται με κριτήρια πολιτικά-κοινωνικά και όχι με κριτήρια αμιγώς οικονομικά. Βεβαίως, οι όποιες διαπιστώσεις για να είναι καλοπροαίρετες, πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την κυρίαρχη ιδεολογία που αποτελεί την βάση και το εποικοδόμημα του πολιτεύματος.

Για παράδειγμα (αναφερόμενοι στην ελληνική νομική και πολιτική τάξη) ο συνταγματικός κανόνας της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ελληνικού Συντάγματος που αφορά στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, εισάγει την Αρχή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και «υποδεικνύει» την κατεύθυνση κατά το μέρος που ο ελληνικός νομικός και πολιτικός πολιτισμός «αναγνωρίζει τον άνθρωπο» ως διπλή πολιτική οντότητα: αφενός τον αναγνωρίζει ως ατομική οντότητα και αφετέρου ως μέλος της κοινωνικής οντότητας. Κάθε μια απ’ αυτές τις «πολιτικές» και «νομικές καταστάσεις» του ανθρώπου, δηλαδή της ατομικότητας και της κοινωνικότητας, παραπέμπει σε διαφορετικό κανονιστικό πλαίσιο δικαιωμάτων –και υποχρεώσεων.

Αναμφιβόλως το ελληνικό σύνταγμα (για να επιμείνουμε στα του ελληνικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού) διακρίνει με βάση αυτές τις δύο κατηγορίες τη νομική διάκριση της ανθρώπινης προσωπικότητας: α) σε ιδιώτη ή αστό (bourgeois ή Burgher) και β) σε πολίτη (citoyen ή citizen)».

Σε κάθε περίπτωση, ο Έλληνας Συντακτικός Νομοθέτης με την παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος ιδρύει ιδιαίτερα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ενώ η καθόλου συνταγματική τάξη εντάσσει τον άνθρωπο α) ως μονάδα στα πλαίσια της ομαδικής δράσης και ταυτοχρόνως β) ως φορέα δικαιωμάτων επί των συλλογικών ελευθεριών. Περαιτέρω δε αναγνωρίζει (στον άνθρωπο) και την ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο Έλληνας Συντακτικός Νομοθέτης αναφέρεται βεβαίως και στα πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία ιδρύονται κανονιστικώς και προστατεύονται από τους αυστηρούς κανόνες του Συντάγματος.

Πρωτίστως, όμως, το Ελληνικό Σύνταγμα αναδεικνύει τον άνθρωπο ως πολίτη και αναγνωρίζει την πολιτική του δράση ως δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της Χώρας, με τον σκληρό πυρήνα του Συνταγματικού Δικαίου, δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος.

Πρέπει όμως να καταστεί σαφές ότι η έννοια του ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου δεν αντικαθιστά την ιδιότητα του πολίτη. Η «διάκριση» της ατομικής και της κοινωνικής οντότητας μπορεί μεν να προϋποθέτει τη διάσπαση της κοινωνίας σε πολιτική και ιδιωτική, αλλά τούτη η «διάσπαση» δεν είναι αυτοτελώς δομική. Απλώς αφορά το χωρισμό της κοινωνίας σε δύο καταστάσεις: α) αφορά την οργάνωση της συντεταγμένης Πολιτείας και β) αφορά την ιδιωτική λειτουργία του συνόλου των πολιτών.

Ο χωρισμός αυτός αναπαράγεται στην ίδια την κοινωνική ύπαρξη. Η προσωπικότητα του ατόμου είναι «διαφοροποιημένη» σε ιδιωτική και δημόσια, σε άτομο που είναι ιδιώτης (σε ατομικό αλλά και συλλογικό-κοινωνικό επίπεδο) και σε άτομο που είναι πολίτης.

Η «διάκριση» συνεπώς των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων στηρίχθηκε στη «διάσπαση» της κοινωνικής ολότητας σε ιδιωτική και πολιτική. Έτσι: α) στην ιδιωτική σφαίρα ανήκει κατά τεκμήριο η παραγωγή και η ανταλλαγή των αγαθών, η οικονομία και β) στη δημόσια σφαίρα ανήκει θεσμικώς η άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η «διάσπαση» δε αυτής της ενότητας και ο διαχωρισμός της πολιτικής από την οικονομία προδιαθέτουν στη θεωρία που «εισάγει» την έννοια της «μεταδημοκρατίας».

Σε κάθε περίπτωση όμως η παραγωγή της πολιτικής στο κοινωνικό πεδίο και η πολιτική ως ιδεολογικό εποικοδόμημα, δεν μπορούν να είναι πράγματα ανεξάρτητα, εφόσον δεν είναι πράγματα αποκομμένα από την οικονομική και κοινωνική βάση του πολιτεύματος. Άλλωστε το νεότερο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα διαμορφώθηκε ιστορικώς ως αντικείμενο κοινωνικής διαπραγμάτευσης.

Η μετεξέλιξη του δημοκρατικού συστήματος προς ένα γενικευμένο δημοκρατικό πρότυπο, ο «μετασχηματισμός» του ιδιώτη σε πολίτη, συσσωμάτωσε την οικονομία στην πολιτική στα πλαίσια όμως της συνύπαρξης της κοινωνικής και οικονομικής ενσωμάτωσης εντός του καθόλου συστήματος (βάσης και εποικοδομήματος) στη διαλεκτική σχέση αλληλεξάρτησης οικονομίας και πολιτικής, αν και κατά κανόνα η οικονομική βάση καθορίζει το πολιτικό εποικοδόμημα.

Στη νεότερη εποχή η έννοια της πολιτικής δημοκρατίας ήταν και είναι πάντοτε συμπλήρωμα της έννοιας της κοινωνίας και της οικονομίας και ουδέποτε αυτοσκοπός. Ο γενικός λοιπόν λόγος ότι η πολιτική και η οικονομία αφορούν εξίσου συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και συγκεκριμένων ατόμων, είναι έννοιες προφανώς αδιαχώριστες. Οι οικονομικοί σκοποί ούτε επιδιώκονται αλλά ούτε και επιτυγχάνονται μέσα από ένα κοινωνικό κενό.

Η Δημοκρατία κατά το τυπικό κριτήριο, είναι το πολίτευμα όπου κυρίαρχος είναι ο Λαός, ως η μόνη πηγή εξουσίας. Στην Δημοκρατία το τεκμήριο της αρμοδιότητας υφίσταται υπέρ του Λαού. Όποιο συνεπώς, εγχείρημα ανάδειξης «της οικονομίας» ως ρυθμιστικού παράγοντα των δημοκρατικών διαδικασιών, άγει στην φαλκίδευση του χαρακτήρα του δημοκρατικού πολιτεύματος στο οποίο Ανώτατο Όργανο εξουσίας είναι μόνο ο Λαός. Από την «προσέγγιση» δε των οργανωτικών βάσεων του δημοκρατικού πολιτεύματος ασφαλώς και αναγνωρίζεται το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο των εγγυήσεων του κράτους Δικαίου με νομικό (κατά βάση συνταγματικό) αυτοπεριορισμό της κρατικής εξουσίας. Ασφαλώς δε, είναι σαφές ότι η οικονομία της αγοράς και η διεθνής ανάπτυξη του καπιταλισμού είχαν ως αποτέλεσμα την «αναδιαμόρφωση της ίδιας της κοινωνικής δομής».

Στο σύγχρονο δημοκρατικό πλαίσιο η πολιτική αναμφιβόλως διεισδύει στην οικονομία. Διεισδύει όμως όχι τόσο μέσω των διαδικασιών της παραγωγής και της επικοινωνίας, όσο μέσω της όλης προβληματικής της κατανομής και της ανάπτυξης όλων των τομέων της οικονομίας.

Πάρα ταύτα, στο «χώρο της φιλολογίας» περί την παγκοσμιοποίηση, επιχειρείται ο διαχωρισμός της οικονομίας από την πολιτική στο πλαίσιο της «θεωρίας της μεταδημοκρατίας».

*Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας