Ο Τζόναθαν Κόου στον «Αριθμό 11» ανατέμνει την Βρετανική ταξική κοινωνία

1834
εργατικού

Τον Τζόναθαν Κόου τον γνωρίσαμε από το πρώτο του μυθιστόρημα που είχε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στην χώρα μας το «Τι ωραίο πλιάτσικο», που ακολουθήθηκε και από άλλα βιβλία που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό. Ενώ το «Πλιάτσικο» το υποτιμήσαμε λιγάκι, γιατί θεωρήσαμε αυτονόητα όσα παρουσιάζονταν για κάποιους ασχολούμενους χρόνια με την πολιτική, το τελευταίο του βιβλίο, το «Αριθμός 11» (εκδ. Πόλις)  μας άρεσε, γιατί ασχολείται με όλα τα φλέγοντα ζητήματα της βρετανικής ταξικής κοινωνίας, που αφορούν  σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της πατρίδας μας.

Σε πέντε κεφάλαια που θα μπορούσαν να νοηθούν και ως ανεξάρτητες νουβέλες, ξετυλίγει την προβληματική του και ο μόνος τρόπος σύνδεσής τους είναι οι ήρωες, που άλλοτε δύο, άλλοτε περισσότεροι,  υπάρχουν σε όλα τα κεφάλαια. Ο τρόπος γραφής του είναι απλός, αλλά ελκυστικός, χιουμοριστικός και στο τέλος καυστικός, κάποτε νοσταλγικός ή με διάχυτη θλίψη. Η όλη συγγραφή μας παρασέρνει με την ροή της αφήγησης και την πλοκή της. Εκείνο όμως που αξίζει περισσότερο στο μυθιστόρημα είναι όλα τα σημαντικά σύγχρονα θέματα (πρώτη έκδοση 2015)  που αναδεικνύει με προοδευτική οπτική. Μπορεί μάλιστα να ξενίζει η παρουσίαση ανόμοιων προβλημάτων συνδεδεμένων μεταξύ τους, αλλά ο Κόου κατορθώνει να τα περιπλέξει χωρίς να διαταράξει την ροή.

Στο πρώτο κεφάλαιο προβάλλει την άθλια ζωή των μεταναστών και τις συνθήκες εργασίας τους στα εργοστάσια παραγωγής τροφίμων, την αντιμετώπιση των μειονοτήτων, αλλά και την απομόνωση της Τέχνης. Στο δεύτερο ο στόχος του είναι τα αγγλικά “survivor”, η ταύτιση του κόσμου με την προσβλητική χρησιμοποίηση των άσημων παικτών σ’ αυτά, σε αντίθεση με την προβολή των αγράμματων διασημοτήτων και της διαβρωτικής αμάθειας και σε αντιπαράθεση με το κλείσιμο των δημοσίων βιβλιοθηκών. Στο τρίτο τονίζεται η εμπορευματοποίηση του τρόμου σε βιβλία, ταινίες και τηλεόραση και από την άλλη η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, όταν ο κόσμος επέλεγε με εμπιστοσύνη αυτούς που έπαιρναν αποφάσεις για το καλό του.  Στο τέταρτο καυτηριάζει τους εκδότες εφημερίδων, τα καλλιτεχνικά βραβεία που δίνονται σε «καλλιτεχνικά» σκουπίδια, τις εταιρείες και ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται χωρίς να κάνουν τίποτα άλλο παρά κερδοσκοπία, την πολιτική σάτιρα που τελικά ακυρώνει την πολιτική δράση, τη πολιτική συζήτηση που αποκλείει ό,τι πολιτικό.

Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο, αναδεικνύει σαφέστερα τον εφιαλτικό κόσμο των ταξικών διαφορών με τους πάμπλουτους Άγγλους κεφαλαιούχους από πηγές εσόδων αδιευκρίνιστες, με σπίτια υπερπολυτελή, με πανάκριβα ταξίδια και φοροτεχνικούς, για να καλύπτουν τα υπέρογκα πλούτη τους και από την άλλη τους «αόρατους» του συστήματος, τα επιδόματα ανεργίας, τις τράπεζες τροφίμων, τα πανάκριβα φάρμακα για τους καρκινοπαθείς. Γι αυτό και ο Κόου μας επισημαίνει ότι η διαλεύκανση των εγκλημάτων χρήζει πολιτικής οπτικής και ότι η λύση θα δοθεί τελικά από αυτούς που σήμερα ζουν θαμμένοι στα υπόγεια της κοινωνίας.

*Η Μυρσίνη Αθανασιάδου είναι εκπαιδευτικός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας