Ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτικός εγγυητής μιας αιματηρής καπιταλιστικής ανάκαμψης

1422

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, διόμιση χρόνια μετά την άνοδό της στην διακυβέρνηση της χώρας, αφού αποποιήθηκε τον ίδιο της τον εαυτό (καταστατική συνθήκη ύπαρξής του ήταν η κατάργηση των μνημονίων και έγινε ο ίδιος ακραιφνής μνημονιακή δύναμη), αφού πρόσθεσε δύο νέα μνημόνια στα δύο προϋπάρχοντα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αφού ολοκλήρωσε την δεύτερη αξιολόγηση με τις κατά κράτος υποχωρήσεις του, έρχεται σήμερα να κάνει λόγο για την είσοδο στην καινούρια εποχή της «δίκαιης και βιώσιμης» ανάπτυξης, σχεδιάζοντας το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας στην εποχή μετά τον Αύγουστο 2018 του τέλους της μνημονιακής επιτροπείας. [ Πολιτική Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Αυγή 5-Αυγούστου-2017 ]. Συγκαταλέγοντας τον εαυτό του στις αριστερές και σοσιαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης (sic), προετοιμάζει την έξοδο από τα μνημόνια, σχεδιάζει την εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, την συστηματική στήριξη του μικρομεσαίου επιχειρηματικού κεφαλαίου, επικαλείται την διαμόρφωση ενός δημοκρατικού πλαισίου σεβασμού και προστασίας της εργασίας, και φτάνει ακόμη να κάνει λόγο για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και «αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας». Εξ αυτού (για να γελάσουν και τα πικραμένα χείλη) η μεγάλη «αναταραχή» στους κόλπους της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας του ΣΕΒ και στους κυρίαρχους ευρωπαϊκούς κύκλους, μπροστά στον κίνδυνο που έρχεται στην επιφάνεια για την επιβολή δημοκρατίας των εργατικών συμβουλίων, επικείμενες κοινωνικοποιήσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων, δραστική αναδιανομή του εισοδήματος κλπ. μέτρα «σοσιαλιστικής» αναδιοργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας, μια και ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδιάζει τον μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής…

«Δίκαιη ανάπτυξη» με συνέχιση εφαρμογής των μνημονίων;

Ως ενδείξεις μιας τέτοιας πορείας η κυβερνητική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει ορισμένους δείκτες οι οποίοι όμως χαρακτηρίζονται από μια πλήρη αμφισημία : Η δυνατότητα εξόδου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές για την συνέχιση του δανεισμού εξυπηρέτησης του εθνικού χρέους σε καμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί το τέλος της «επιτροπείας», εφόσον αυτή θα ασκείται, και μάλιστα με όρους πολύ σκληρότερους, από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο [ Γ. Μηλιός «Επιτήρηση από τους θεσμούς ή επιτήρηση από τις αγορές ;»]. – Η διατυμπανιζόμενη μείωση της ανεργίας από το 27% στο 22% στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στη μερική απασχόληση που έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθώς και στην συνεχιζόμενη εντατικά μετανάστευση της επιστημονικής νεολαίας στις καπιταλιστικές οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης (ο ίδιος ρόλος της μετανάστευσης ως κοινωνικού «αμορτισέρ» όπως και στην δεκαετία του 1960, με την μόνη διαφορά ότι τότε επρόκειτο κυρίως για ειδικευμένο ή μη εργατικό και όχι επιστημονικό δυναμικό). – Η αύξηση της κίνησης στην τουριστική βιομηχανία με την άφιξη των 30 εκατομμυρίων τουριστών και την πραγματοποίηση τζίρου περί τα 14 δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που προφανώς προέρχεται από την διακοπή της ευρωπαϊκής τουριστικής κίνησης προς την Τουρκία εξ αιτίας της ισλαμικής τρομοκρατίας και του ανώμαλου αντιδημοκρατικού καθεστώτος του Ερντογάν. – Η σχετική ανάκαμψη της μεταποιητικής βιομηχανίας, η οποία προέρχεται από μια ορισμένη είσοδο του επιχειρηματικού κεφαλαίου στην τροχιά της κερδοφόρου δραστηριότητας, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών, και όχι από κάποια οικονομική αναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης, η οποία με τον Αναπτυξιακό Νόμο που έχει θέσει σε εφαρμογή το μόνον που κάνει είναι να παρέχει φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις στο επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας προφανώς επίγνωση του γεγονότος ότι εγκατέλειψε τον ίδιο του τον εαυτό και μεταλλάχθηκε από πολέμιος των μνημονίων σε υποστηρικτή της μνημονιακής πολιτικής, επιστράτευσε ευθύς εξ αρχής την επίκληση του «παράλληλου προγράμματος», ως σχετικό αντιστάθμισμα στην υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Αυτό γιατί εν αντιθέσει προς τη ΝΔ που εκφράζει μια συμπαγή συμμαχία αστικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της μικροαστικής ηγεμονίας είχε ανάγκη την διασφάλιση της κοινωνικής υποστήριξης εργατικών λαϊκών στρωμάτων, εφόσον από αυτά επιδιώκει να αντλήσει την πολιτική του νομιμοποίηση. Εντούτοις τα αποτελέσματα αυτού του πολιτικού δυισμού (ψήφιση δύο νέων μνημονίων Μαίου 2016 και 2017 και περιθωριακά μέτρα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης) υπήρξαν απογοητευτικά, εφόσον το κυρίαρχο στοιχείο στην πολιτική του στάθηκε η πιστή και ευλαβική τήρηση των εφαρμοστικών νόμων τόσο των δύο πρώτων μνημονίων όσο και των δικών του μνημονιακών επιταγών.

Μπροστά σ’ αυτή την αναποτελεσματικότητα να καταγραφεί ως λαϊκή σοσιαλδημοκρατική δύναμη, που προάγει την καπιταλιστική ανάπτυξη και εξυπηρετεί τις δυσβάσταχτες δανειακές ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, ενώ παράλληλα ικανοποιεί στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες, επιχειρεί σήμερα εκ νέου να σχεδιάσει μια προοπτική επιχειρηματικής ανάπτυξης (προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων, φορολογικά κίνητρα καπιταλιστικής παραγωγής κλπ.), επενδύοντάς την με την αναφορά σε μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης. Εφόσον η εισοδηματική πίτα υποτίθεται αυξηθεί από αναπτυξιακές επιχειρηματικές επενδύσεις και δραστηριότητες, ευελπιστεί ότι θα καταστεί δυνατή και μια στοιχειακή αναδιανεμητική πολιτική προς όφελος των κοινωνικά «αδυνάμων».
Από την Αριστερά στη σοσιαλδημοκρατία και από εκεί στο νεοφιλελευθερισμό

Είναι παραδεκτό σήμερα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εγκαταλείψει την καταστατική πολιτική συνθήκη ύπαρξής του (κατάργηση των μνημονίων και λαϊκά μέτρα μεταρρυθμιστικής πολιτικής), και έχει πάρει οριστικό διαζύγιο με την Αριστερά. Εντούτοις διακαής του πόθος είναι, πράγμα που προκύπτει και από τις ευρωπαϊκές του συμμαχίες που δεν είναι με τους σχηματισμούς της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά με τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, να κατορθώσει να συνδυάσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του με μέτρα σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα, γεγονός που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει τη διατήρηση ορισμένων λαϊκών εκπροσωπήσεων. Εντούτοις το ζήτημα είναι ότι μια τέτοια επιδίωξη αποδεικνύεται ανέφικτη, και χρησιμοποιείται μόνον ως φύλο συκής προκειμένου να αποκρύψει τον αυθεντικά αστικό χαρακτήρα της οικονομικής του πολιτικής.

Ωστόσο η κυρίαρχη προτεραιότητα του ΣΥΡΙΖΑ που είναι η υπηρέτηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, παράλληλα με την άνευ όρων εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων (που όμως μετακυλίονται στους ώμους των λαϊκών τάξεων) προς το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, απαιτεί κατά τρόπο άτεγκτο την πιστή εφαρμογή των ρυθμίσεων και των τεσσάρων ισχυόντων μνημονίων, εφόσον έξοδος από το μνημονιακό καθεστώς της «επιτροπείας» για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει κατάργηση των εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων, αλλά αποφυγή , στην καλύτερη των περιπτώσεων, της σύναψης ενός καινούριου πέμπτου μνημονίου. Άρα διατήρηση και εφαρμογή όλων των μέτρων αποψίλωσης των λαϊκών εισοδημάτων και δικαιωμάτων της περιόδου 2010 – 17, αφού άλλωστε πάμπολλα εξ αυτών ο ίδιος εισήγαγε, ψήφισε και εφαρμόζει. Αυτές είναι οι επιταγές της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και των ευρωπαϊκών οικονομικών κέντρων, και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αφίσταται ούτε μιας κεραίας από αυτές. Η όποια ανάπτυξη και αν δρομολογηθεί θα εδράζεται πάνω στους όρους εξαθλίωσης που έχουν θεσμοθετήσει τα τέσσερα μνημόνια, και μάλιστα κατά τρόπο αθροιστικό.

Μια «δίκαιη και βιώσιμη» ανάπτυξη θα απαιτούσε μεταξύ των άλλων : Την αποκατάσταση του βασικού μισθού της ΕΓΣΣΕ των 750 ευρώ που μειώθηκε τον Φεβρουάριο του 2012, καθώς και των αποδοχών των ΣΣΕ των εργαζομένων στους διαφόρους κλάδους της κοινωνικής παραγωγής, κι’ ακόμη περισσότερο την αύξησή τους με βάση την αύξηση των φορολογικών βαρών των εργαζομένων, την άνοδο της επιχειρηματικής κερδοφορίας κλπ. – Την χορήγηση επιδομάτων ανεργίας στο σύνολο του άνεργου εργατικού δυναμικού που έχει απομακρυνθεί βίαια και μακροχρόνια από την εργασία, και μάλιστα αναπροσαρμοσμένων με τους κατώτερους μισθούς και τις κλαδικές συμβάσεις, σε σχέση με το ένα δέκατο μόνον των ανέργων που επιδοτείται με το επίδομα των 350 ευρώ. – Την ανακοπή της πορείας αποψίλωσης των συντάξεων των μισθωτών εργαζομένων με την κατάργηση των νόμων Κατρούγκαλου και Αχτσιόγλου που αφενός μειώνουν τις νέες συντάξεις κατά 12% με 16% και μέχρι 30% σε πολλές περιπτώσεις, με τον νέο τρόπο υπολογισμού, και την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς που εξισώνει τις συντάξεις προς τα κάτω, προς τα επίπεδα συνταξιοδοτικής εξαθλίωσης. – Την κατάργηση του αβάσταχτου φορολογικού βάρους που βαρύνει τον λαϊκό κόσμο, είτε με τον ΕΝΦΙΑ στις κατοικίες των εργαζομένων, είτε με την απροσμέτρητη άνοδο του ΦΠΑ της έμμεσης φορολογίας, είτε με την κατακόρυφη μείωση του αφορολογήτου ορίου στα κατώτατα δυνατά επίπεδα. – Την κατάργηση του επαίσχυντου άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα που αφήνει απλήρωτους και χωρίς καμία προστασία των μισθών τους εργαζόμενους εταιριών που δεν καταβάλουν τις αποδοχές και δεν ανταποκρίνονται στις δανειακές τους υποχρεώσεις κλπ.

Η πολιτική εγγύηση μιας ανάπτυξης με αιματηρό πρόσημο

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ανάπτυξης της ελληνικής τουριστικής «βιομηχανίας», η οποία βέβαια δεν προέρχεται από την αντίστοιχη πολιτική των μνημονιακών κυβερνήσεων (είτε του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ είτε του ΣΥΡΙΖΑ). Μια τουριστική κίνηση που ξεκινάει από ένα επίπεδο 16,4 εκατομ. τουριστών το 2011 με συνολικά έσοδα 10,5 δισεκατομ. ευρώ, για να φτάσει στην τρέχουσα χρονιά στα 28,5 εκατομ. τουριστών με έναν τζίρο της τάξης των 14,0 δισεκατ. ευρώ, και με μια προοπτική παραπέρα αύξησης για το 2021 με προϋπολογιζόμενες αφίξεις τουριστών τα 35 εκατομ. και καταγραφή κύκλου εργασιών του επιπέδου των 20,0 δισεκατομ. ευρώ. [ Σχετικά στοιχεία στην Αυγή της 13-Αυγούστου – 2017 του Θ. Παναγόπουλου «Σπάει τα κοντέρ η τουριστική κίνηση» και στην Καθημερινή της 13-Αυγούστου-2017του Γ. Παλαιολόγου «Η τουριστική έκρηξη έχει πολλούς …αστερίσκους»]. Πρόκειται για έναν οικονομικό τομέα που περιλαμβάνει αφενός μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες με κλασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, αλλά και μια πανσπερμία δεκάδων χιλιάδων μικρομεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων στέγασης, εστίασης, αναψυχής που ουσιαστικά συγκροτούν την κερδοφόρα βάση του τουριστικού καπιταλισμού (και οι οποίες όχι μόνον δεν «χύνουν μαύρο δάκρυ», αλλά κυριολεκτικά θησαυρίζουν από την εκμετάλλευση της μαζικής τουριστικής κίνησης).

Και προφανώς αυτή η οικονομική πραγματικότητα είναι που οδηγεί στον σχεδιασμό τουριστικών επενδύσεων όπως του ομίλου της TUI με σχετική ξενοδοχειακή επένδυση 408 εκατομ. ευρώ στην Κρήτη. Εντούτοις, ενώ καταγράφεται αυτή η οφθαλμοφανώς κερδοφόρα δραστηριότητα του μεγάλου και μικρομεσαίου τουριστικού κεφαλαίου, οι συνθήκες απασχόλησης του αντίστοιχου εργατικού δυναμικού παραπέμπουν σε όρους πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου : Ανεξάντλητα ωράρια εργασίας, πέραν κάθε ρύθμισης, αυθαίρετος προσδιορισμός των αμοιβών στα κατώτατα επίπεδα, άθλιες συνθήκες διαμονής (διαμονή πολλών εργαζομένων ξενοδοχοϋπαλλήλων σε ένα κοινό δωμάτιο) κλπ. Και πέραν αυτού η απασχόληση των εργαζομένων στον τουριστικό τομέα εξαντλείται κυρίως στην εργασία των σερβιτόρων, που συνήθως καλύπτεται από πτυχιούχους ΤΕΙ ή πανεπιστημίου, εντελώς διαφορετικών ειδικοτήτων, σε απασχολήσεις εντελώς αποστερητικές από την άποψη του περιεχομένου, και μακριά από τα παραγωγικά αντικείμενα της ελληνικής οικονομίας. Αυτή την καπιταλιστική ανάπτυξη που γίνεται αποκλειστικά προς όφελος του τουριστικού κεφαλαίου, με αιματηρούς όρους για τον εργαζόμενο κόσμο, επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία κινούνται μέσα σε ένα συνολικό πλαίσιο που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από μια καταστροφική πορεία της τελευταίας επταετίας, που εκδηλώνεται δειγματοληπτικά : Στην συνεχή πτώση του ΑΕΠ από τα 237 δισεκατ. ευρώ το 2009 στα 176 δισεκατ. ευρώ το 2016. – Στην ραγδαία πτώση των αμοιβών της μισθωτής εργασίας από τα 85 δισεκατ. ευρώ το 2009 στα 59 δισεκατ. ευρώ το 2016. – Στην ισχυρή μείωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών στην ίδια περίοδο από τα 217 δισεκατ. ευρώ στα 159 δισεκατ. ευρώ. – Από την σαφέστατη μείωση των επενδύσεων στην ίδια περίοδο από το επίπεδο των 40 δισεκατ. ευρώ ετησίως στα 20 δισεκατ. ευρώ. – Από την αύξηση του ποσοστού ανεργίας από το 10% του 2009 στο 24% το 2016. – Από την δρακόντεια βίαιη περικοπή των δημόσιων δαπανών από τα 128 δισεκατ. ευρώ το 2009 στα 86 δισεκατ. ευρώ το 2016. – Τέλος από την διατήρηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, το οποίο εμφάνισε μια σχετική βελτίωση από – 35 δισεκατ. ευρώ σε -19 δισεκατ. ευρώ [ Γ. Παλαιτσάκης «Βαρύτατες ζημιές από τα μνημόνια στην ελληνική οικονομία», Ναυτεμπορική 7-Αυγούστου-2017 ]. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα είναι προϊόν της παρατεταμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και της εφαρμογής των τεσσάρων μνημονίων, μεταξύ των οποίων τα δύο τελευταία του ΣΥΡΙΖΑ. Το μοναδικό μέγεθος που εμφάνισε καταφανή βελτίωση, περνώντας από τα ζημιογόνα στα κερδοφόρα αποτελέσματα είναι ο εταιρικός τομέας της καπιταλιστικής οικονομίας, κι’ αυτό ακριβώς λόγω των μνημονιακών πολιτικών τις οποίες συνέχισε το κόμμα των μικροαστών εκσυγχρονιστών, βεβαίως «παρά την θέλησή του»…

Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζοντας να εφαρμόζει το σύνολο των μνημονιακών νόμων, μέτρων και ρυθμίσεων, αναδεικνύεται πραγματικά σε θεματοφύλακα και εγγυητή μιας καπιταλιστικής ανάκαμψης η οποία όμως όχι μόνον στερείται χαρακτηριστικών κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά εμφανίζει μια αιματηρή φυσιογνωμία, όπως προκύπτει και από τους δείκτες που παρατίθενται. Οι όποιες ενδείξεις μιας ορισμένης ανάκαμψης που επικαλείται (έξοδος στις ιδιωτικές χρηματαγορές, στοιχειακή άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής, ταπείνωση του ποσοστού ανεργίας λόγω μερικής απασχόλησης και μεταναστευτικού ρεύματος κλπ.), δεν αποβαίνουν προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, στο μέτρο που οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι στα κατώτατα επίπεδα, οι συντάξεις συνεχίζουν να μειώνονται με νόμους που εφαρμόζουν την λογική Λοβέρδου – Κουτρουμάνη και συνεχίζουν οι νόμοι Κατρούγκαλου – Αχτσιόγλου, η φορολόγηση να αγγίζει την οροφή της φοροδοτικής δυνατότητας των εργαζομένων, ο άνεργος κόσμος να παραμένει χωρίς αξιοπρεπή επιδόματα ανεργίας κλπ. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας εγκαταλείψει το πεδίο της Αριστεράς (αντιμνημονιακό Πρόγραμμα του Πρώτου Συνεδρίου του), και έχοντας εξίσου δραπετεύσει από τον χώρο μιας ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας (Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης), συγκαταλέγει πλέον τον εαυτό του στην ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία ( νεοφιλελεύθερες εμπειρίες προεδρίας Ολάντ στη Γαλλία, αντίστοιχα της συγκυβέρνησης στη Γερμανία), με την οποία ανοιχτά συντάσσεται, εφόσον τα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς αποστρέφουν μακριά το βλέμμα τους από τον ΣΥΡΙΖΑ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας