Πριν από περίπου δύο χρόνια η γερμανική εταιρεία δημοσίων σχέσεων και παροχής συμβουλών TLGG προσέγγισε δημοσιογράφους ζητώντας τους να συμμετάσχουν σε ένα νέο ηλεκτρονικό περιοδικό για τις ηθικές και κοινωνικές επιπτώσεις της βιοτεχνολογίας.
Γρήγορα έγινε γνωστό ότι το εγχείρημα, από το οποίο προέκυψε το περιοδικό leapsmag.com, χρηματοδοτούνταν από τη γερμανική φαρμακοβιομηχανία Bayer, η οποία εκείνη την εποχή επανακαθόριζε την επικοινωνιακή στρατηγική της σε θέματα όπως οι γονιδιακές θεραπείες, τα μεταλλαγμένα προϊόντα και τα εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα.
Θεωρητικά ένα περιοδικό με τέτοια θεματολογία θα ήταν γεμάτο από αναφορές στο ερευνητικό έργο και τα προϊόντα εταιρειών όπως η Monsanto, η οποία εξαγοράστηκε από την Bayer. Παρ’ όλα αυτά δεν βρήκαμε ούτε μία αναφορά στις δραστηριότητες της συγκεκριμένης εταιρείας. Υπάρχουν όμως αρκετά τρομολαγνικά κείμενα για τη δραστική αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού, η οποία υποτίθεται θα απαιτήσει τη χρήση γενετικά τροποποιημένων σπόρων προκειμένου να τραφούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
Αν και το Leapsmag αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό των δισεκατομμυρίων δολαρίων που δαπανούν οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες για τον επηρεασμό επιστημόνων και δημοσιογράφων, η δημιουργία του συνιστά ένα ποιοτικό άλμα στην επικοινωνιακή πολιτική των λεγόμενων Big Pharma. Οι φαρμακοβιομηχανίες γίνονται εκδότες, δημοσιογράφοι και γενικότερα αυτό που αποκαλούμε παραγωγοί περιεχομένου.
Εδώ και αιώνες οι φαρμακοβιομηχανίες σκαρφίζονται μεθόδους για να πλασάρουν τα προϊόντα τους στο καταναλωτικό κοινό. Για χρόνια, λόγου χάρη, τηλεθεατές αναρωτιούνταν γιατί η ηθοποιός Μπέτι Ρέινολντς (γνωστή από την ταινία «Χορεύοντας στη βροχή») μιλούσε συνέχεια σε συνεντεύξεις της για το πόσο συχνά πηγαίνει στην τουαλέτα και γιατί η Λορίν Μπακόλ καλούσε τους θαυμαστές της να κάνουν εξετάσεις για εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.
Η απάντηση ήταν ότι η πρώτη πληρωνόταν από την εταιρεία Pharmacia, που ειδικεύεται σε φάρμακα για το σύνδρομο της υπερδραστήριας ουροδόχου κύστης, και η δεύτερη από τη Novartis, η οποία προωθούσε το προϊόν Visudyne για την ωχρά κηλίδα. Τα σχετικά περιστατικά είναι αναρίθμητα. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από τα ΜΜΕ με φαινομενικά ασήμαντες πληροφορίες για τις ευεργετικές ιδιότητες κάποιας χημικής ουσίας ή ενός φυτικού προϊόντος το οποίο τις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες θα παρουσιαστεί σαν συστατικό ενός νέου φαρμάκου.
Σε αυτή τη διαδικασία οι ρόλοι ήταν καθορισμένοι: οι φαρμακοβιομηχανίες χρησιμοποιούσαν δημοσιογράφους και άλλους διαμορφωτές της κοινής γνώμης για να πλασάρουν τα προϊόντα τους. Πλέον, όμως, αρκετές εταιρείες αρχίζουν να κόβουν τους «μεσάζοντες» ελέγχοντας όλη τη ροή της πληροφορίας, από το εμπορικό τμήμα της φαρμακοβιομηχανίας έως τον τελικό καταναλωτή του φαρμάκου και τον γιατρό που θα το συνταγογραφήσει.
Η περίπτωση της νεοσύστατης Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών των ΗΠΑ (AFC-USA), με πρόεδρο τον Θ. Δημάδη, είναι ενδεικτική σ’ αυτόν τον τομέα: H Bayer δεν αρκέστηκε να προσφέρει απλώς 50.000 δολάρια στην ένωση αλλά τοποθέτησε και ένα ανώτατο στέλεχός της, τον Chris Loder, σε θέση συμβούλου της (AFC-USA). Στελέχη της Bayer άρχισαν να ζητούν από τις ενώσεις ανταποκριτών να διοργανώνουν συνέδρια για τα fake news, που θεωρητικά δεν έχουν καμία σχέση με τις δραστηριότητες μιας φαρμακοβιομηχανίας αλλά υπεισέρχονται στην καρδιά του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Τι γίνεται όμως με τους παραδοσιακούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ειδικά όταν αυτοί δεν εξαγοράζονται ή, ακόμη χειρότερα, όταν στρέφονται εναντίον των εταιρειών;
Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τις «μαύρες λίστες» ενοχλητικών δημοσιογράφων που διατηρούσε η Monsanto και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να αποδομήσει τα επιχειρήματά τους είναι ενδεικτικές του βρόμικου πολέμου που παίζεται στο παρασκήνιο. Μόλις τον Μάιο αποκαλύφθηκε ότι υπάλληλος της αμερικανικής εταιρείας συμβούλων FTI consulting προσποιούνταν τη δημοσιογράφο του BBC για να παρακολουθεί και να επηρεάζει δημοσιογράφους που κάλυπταν τη δίκη της Monsanto για το γνωστό παρασιτοκτόνο Roundup. Η FTI εργάζεται για λογαριασμό της Monsanto αλλά και της Bayer.
Ένας δημοσιογράφος που ασχολείται με τις φαρμακοβιομηχανίες έχει πλέον τρεις προοπτικές: να εξαγοραστεί, να σπιλωθεί ή να αντικατασταθεί οριστικά από τα τμήματα επικοινωνίας των Big Pharma.