«Μητέρα όλων των μαχών» για την Τουρκία η δοκιμασία στην Ιντλίμπ

1717
τουρκία
Όλα δείχνουν ότι γύρω από τη σύγκρουση για την επαρχία της Ιντλίμπ, θα κριθούν πολλά όχι μόνο για την έκβαση της συριακής κρίσης, αλλά και για τη συνολική θέση της Τουρκίας στην περιοχή.

Η συριακή κρίση υπήρξε εξαρχής μια μεγάλη δοκιμασία για την Τουρκία και για τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν. Ας μην ξεχνάμε ότι γύρω από το ενδεχόμενο «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία η Τουρκία είχε κάνει τη μεγαλύτερη γεωπολιτική επένδυση στο να αναδειχθεί σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη.

Ωστόσο, η ίδια η εξέλιξη του συριακού εμφυλίου πολέμου, η ανάδυση ακραίων μορφών ένοπλων ισλαμιστικών κινημάτων, το φαινόμενο του «Ισλαμικού Κράτους» και από την άλλη η αντοχή του καθεστώτος Άσαντ στη συνεργασία του τη Ρωσία και το Ιράν διαμόρφωσαν ένα αρκετά διαφορετικό σκηνικό, στο οποίο προστέθηκε και η συνεργασία των ΗΠΑ με τις Κουρδικές δυνάμεις που προσέθεσε και τον «υπαρξιακό» φόβο της Τουρκίας ως προς τη διαμόρφωση μιας δυνάμει κουρδικής κρατικής οντότητας στην περιοχή.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση η Τουρκία βρέθηκε από τη «μεγάλη στρατηγική» στην διαρκή προσπάθεια αποτροπής του χειρότερου. Αυτό εξηγεί την αναγκαστική επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία και το Ιράν και την εμπλοκή στη διαδικασία της Αστάνα, που ολοένα και περισσότερο γινόταν η βασική πολιτική διαδικασία για τη διαχείριση της συριακής κρίσης, ευνοούμενη σε αυτή τη φάση και από την επιδίωξη της Ρωσίας να μη λειτουργήσει μόνο ως στήριγμα της συριακής κυβέρνησης αλλά ως η δύναμη που θα μπορούσε να εγγυηθεί μια λύση μεσοπρόθεσμα.

Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Συρία

Παράλληλα, η Τουρκία σε όλη αυτή την περίοδο προσπάθησε να διατηρήσει μια στρατιωτική παρουσία στη Συρία. Αυτή είχε μια διπλή επιδίωξη: από τη μια να λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι στην προσπάθεια των Κούρδων να κατοχυρώσουν ντε φάκτο κρατική υπόσταση  σε μια ενοποιημένη ζώνη, από την άλλη να στηρίζει συγκεκριμένες μερίδες της αντιπολίτευσης.

Αυτό αποτυπώθηκε πέραν της ενίσχυσης ένοπλων συριακών ομάδων και σε μια σειρά από στρατιωτικές επιχειρήσεις, από την «Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη» στη Βόρεια Συρία που κύριο στόχο είχε να ανακόψει τις κουρδικές κινήσεις και να κατοχυρώσει στρατιωτική παρουσία στη Βόρεια Συρία, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της Αφρίν (εδώ και με ανοχή της Ρωσίας), πάλι με κύριο στόχο τους Κούρδους, και στη στρατιωτική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του κυβερνείου της Ιντλίμπ.

Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία έχει ήδη ένα ντε φάκτο «Τουρκικό προτεκτοράτο» μέσα στο Συριακό έδαφος, μια έκταση περίπου 3460 τετραγωνικών χιλιομέτρων που περιλαμβάνει την Αφρίν, το βόρειο Χαλέπι, την αλ Μπαμπ, την Τζαραμπλούς και την Αζάζ.

Η Τουρκία ταυτόχρονα ελέγχει, χρηματοδοτεί και εξοπλίζει ένα μέρος των ένοπλων οργανώσεων της αντιπολίτευσης και ειδικότερα αυτές που συσπειρώνονται γύρω από την ομπρέλα του «Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση», που ανταγωνίζεται το Ταχρίρ Αλ – Σαμ, το συνασπισμό οργανώσεων στον οποίο κυριαρχεί αυτό που κάποτε ήταν πιο γνωστό ως η Αλ-Κάιντα στη Συρία.

Οι αντιθέσεις με τις ΗΠΑ και τα όρια της τακτικής σύμπραξης με τη Ρωσία

Η Τουρκία σε όλη αυτή την περίοδο αναγκαστικά κινήθηκε μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο τοπίο συμμαχιών. Η αμερικανική στήριξη στις κουρδικές δυνάμεις υπήρξε εξαρχής μια βασική παράμετρος της έντασης ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ και τα πράγματα δεν έκανε καλύτερα η πεποίθηση της τουρκικής κυβέρνησης ότι υπήρξε κάποιου τύπου αμερικανική εμπλοκή στο πραξικόπημα του 2016.

Την ίδια στιγμή η σύμπραξη με τη Ρωσία και το Ιράν δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Προφανώς η αντίθεση στις ακραίες ένοπλες τζιχαντιστικές οργανώσεις (που μέρος της δράσης τους το πλήρωσε ακριβά και η ίδια η Τουρκία και στο έδαφός της) όπως η απροθυμία να δουν ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος και άρα η στήριξη προς την πολιτική και εδαφική ακεραιότητα της Συρίας ήταν παράγοντες που επέτρεπαν την τακτική σύμπραξη και εγγυώντο ότι οι χειρότεροι φόβοι της Τουρκίας δεν υλοποιούνταν. Άλλωστε, η Τουρκία εκτός όλων των άλλων ήθελε μια διαδικασία ειρήνευσης που κάποια στιγμή θα ανέκοπτε και τις μεγάλες προσφυγικές ροές προς το έδαφός της.

Όμως, την ίδια στιγμή υπήρχαν και διάφορα σημεία αντιθέσεων. Η Τουρκία εξακολουθεί να μη θέλει να δει τη μεταπολεμική Συρία να κυριαρχείται από την κυβέρνηση Άσαντ, ενώ την ίδια ώρα ορισμένες από τις ένοπλες ομάδες χρηματοδοτούνται και εξοπλίζονται από την ίδια και τις χρειάζεται ως «διαπραγματευτικό χαρτί» για την επόμενη μέρα και αυτό μπορεί να τη φέρει σε αντίθεση με τις άλλες δυνάμεις της διαδικασίας της Αστάνα.

Η σημασία της Ιντλίμπ

Όλη τώρα αυτή η αντιφατική πραγματικότητα συγκεφαλαιώνεται στην περιοχή του κυβερνείου της Ιντλίμπ. Η σημασία της περιοχής έχει να κάνει με τον τρόπο που διεξήχθη όλο το προηγούμενο διάστημα η μάχη κατά των ένοπλων ισλαμιστικών αντιπολιτευόμενων οργανώσεων.

Τόσο η συριακή κυβέρνηση, όσο και οι δυνάμεις που συνεργάζονταν μαζί της, είτε ρωσικές είτε ιρανικές, όταν πολιορκούσαν θύλακες ισλαμιστές ανταρτών προσπαθούσαν, πέρα των πολεμικών επιθέσεων να διαπραγματεύονται μαζί του την εκκένωση περιοχών, δίνοντας τη δυνατότητα τους αντάρτες είτε να παραδοθούν (και να καταταγούν στις επίσημες ένοπλες δυνάμεις) είτε να μετακινηθούν σε διάφορες «ζώνες αποκλιμάκωσης».

Πλέον, η μόνη κρίσιμη ζώνη αποκλιμάκωσης που έχει απομείνει είναι η Ιντλίμπ και μάλιστα με ιδιαίτερη τουρκική παρουσία, εφόσον η Τουρκία έχει σημαντικές ένοπλες δυνάμεις σε αυτή την περιοχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας «της αποκλιμάκωσης» και ελέγχει 12 σημεία ελέγχου.

Η περιοχή έχει έκταση περίπου 6000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και στο έδαφός της υπάρχουν ανάμεσα στους 30.000 και τους 50.000 μαχητές με τις εκτιμήσεις να διαφέρουν και εξαιτίας της απουσίας αξιόπιστων στοιχείων αλλά και γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο ένας αριθμός των ανταρτών μπορούν να θεωρηθούν ως πλήρως μάχιμοι. Ο κύριος όγκος των ανταρτών πρόσκειται στο Ταχρίρ Αλ-Σαμ, όμως υπάρχουν και φιλοτουρκικές δυνάμεις του «Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση» (ή του «Ελεύθερου Συριακού Στρατού» για να χρησιμοποιήσουμε την άλλη ονομασία τους).

Για την κυβέρνηση Άσαντ, που είχε σημαντικές επιτυχίες το προηγούμενο διάστημα τις υπόλοιπες περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες η κατάληψη της Ιντλίμπ ολοκληρώνει τη νίκη, ενώ για τη Ρωσία αντιπροσωπεύει ένα κρίσιμο βήμα προς την ειρήνευση, ενώ επιπλέον ενδιαφέρει τη Μόσχα γιατί η πλειψηφία των αντι-Ρώσων μαχητών από τον Καύκασο βρίσκονται εκεί, ενώ από την Ιντλίμπ ξεκινούν και οι επιθέσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών κατά ρωσικών θέσεων.

Οι δυσκολίες της μάχης για την Ιντλίμπ

Η κατάληψη της περιοχής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η περιοχή έχει τέτοιο ανάγλυφο που δεν επιτρέπει εύκολες και γρήγορες κινήσεις όποιου θέλει να την καταλάβει και αυτό το γνωρίζουν και οι συριακές και οι ρωσικές δυνάμεις.

Την ίδια στιγμή στην περιοχή, που συνορεύει με την Τουρκία, υπάρχει και μεγάλος αριθμός αμάχων, που εκτιμάται ότι φτάνει έως και τα 2,5 εκατομμύρια. Οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση θα σήμαινε και νέο κύμα προσφύγων προς την Τουρκία που έχει ήδη υποδεχτεί 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία.

Το άγχος της Τουρκίας είναι μεγάλο. Οποιαδήποτε εκκίνηση πολεμική επιχείρηση θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονται εκεί στα 12 σημεία παρατήρησης και οι οποίες θα κινδυνεύουν να βρεθούν εντός των αντιμαχόμενων πυρών.

Την ίδια στιγμή οι αντάρτικες ομάδες που υποστηρίζονται από την Τουρκία επίσης θα κινδυνεύουν να βρεθούν στο στόχαστρο των πολεμικών επιχειρήσεων και τυχόν συντριβή και διάλυσή τους θα είναι μεγάλο πλήγμα για την Τουρκία που τις χρειάζεται ως διαπραγματευτικό χαρτί για την επόμενη μέρα.

Εάν οι κυβερνητικές δυνάμεις, με τη βοήθεια της Ρωσία ανακτήσουν τον έλεγχο της περιοχής της Ιντλίμπ, τότε είναι πιθανό να πιέσουν την Τουρκία να εγκαταλείψει και τις εκτάσεις του «Τουρκικού προτεκτοράτου» και άρα να διακυβεύσουν το σχεδιασμό για την ανακοπή των κινήσεων των Κούρδων (που σύμφωνα με πληροφορίες έχουν διαμηνύσει και τη διάθεσή τους να ενισχύσουν την προσπάθεια για την ανακατάληψη της Ιντλίμπ).

Προσπάθειες διαχείρισης μιας δύσκολης συγκυρίας

Σε αυτό το φόντο η Τουρκία αρχικά προσπάθησε να αποτρέψει το ξεδίπλωμα της επίθεσης αντιπροτείνοντας την κατάπαυση του πυρός και τη συνέχεια της προσπάθειας πολιτικής διαπραγμάτευσης (που κύρια σημαίνει την προσπάθεια αντάρτες να πειστούν να εγκαταλείψουν την Ταχρίρ αλ Σαμ και να προσχωρήσουν στη «μετριοπαθή» αντιπολίτευση που στηρίζει η Τουρκία) και επικαλούμενη τον κίνδυνο ανθρωπιστικής καταστροφής και μαζικού κύματος προσφύγων.

Μέχρι τώρα δεν έχει πείσει τις άλλες δυνάμεις και ιδίως τη Ρωσία, κάτι που φάνηκε και στην πρόσφατη συνάντηση κορυφής στην Τεχεράνη των χωρών της διαδικασίας της Αστάνα, όπου Ερντογάν και Πούτιν διαφώνησαν και δημόσια πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις που υποστηρίζει η Τουρκία, δηλώνουν αποφασισμένες να αντισταθούν σε οποιαδήποτε επίθεση εναντίον τους.

Από την άλλη μεριά, η Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να στηριχτεί στο συγκεκριμένο στις ΗΠΑ, παρότι και οι τελευταίες έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους σε τυχόν επίθεση στην Ιντλίμπ, γιατί έχουν κάνει σαφές ότι θα επέμβουν (με τη μορφή βομβαρδισμών όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις) μόνο σε περίπτωση επίθεσης με χημικά όπλα.

Μάλιστα, η Ρωσία έχει ήδη σπεύσει να καταγγείλει προετοιμασία για –κατά τη ρωσική άποψη– «στημένη» από δυτικές δυνάμεις επίθεση με χημικά που θα αποδοθεί στη συριακή κυβέρνηση ώστε να δικαιολογήσουν νέους βομβαρδισμούς.

Επιπλέον, η συνεχιζόμενη στήριξη των Αμερικανών στους Κούρδους εξακολουθεί να είναι το μεγάλο αγκάθι για την Τουρκία, ιδίως από τη στιγμή που οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι δεν βιάζονται να εγκαταλείψουν το συριακό έδαφος.

Η δύσκολη αναζήτηση ισορροπιών

Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε μια αντιφατική κατάσταση στην περιοχή. Από τη μια οι δυνάμεις της κυβέρνησης αλλά και οι ρωσικές δυνάμεις δείχνουν να προετοιμάζονται για επίθεση, αν και όπως παρατήρησε ο βετεράνος δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ που επισκέφτηκε την περιοχή η περιοχή δεν θυμίζει ακριβώς ότι είμαστε στην «ώρα μηδέν» μιας πολύ μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης.

Αυτό μπορεί να οφείλεται και σε ένα σχεδιασμό για μια σταδιακή κλιμάκωση της επίθεσης που να επιτρέπει ταυτόχρονα την πολιτική διαπραγμάτευση, ένα μοτίβο που έχουμε δει αρκετές φορές στη διάρκεια της συριακής κρίσης.

Από την άλλη, ενώ η κυβέρνηση Άσαντ δηλώνει ότι «έχει ορκιστεί να ανακαταλάβει» την περιοχή, η Ρωσία ακολουθεί μια πιο προσεκτική τακτική.

Η δήλωση στη Γενεύη του ειδικού Ρώσου απεσταλμένου για το Συριακό Αλεξάντερ Λαβρέντιεφ στις 11 Σεπτεμβρίου ήταν από αυτή την άποψη χαρακτηριστική: «Υποστηρίζουμε ότι η κατάσταση στην Ιντλίμπ θα ήταν πολύ προτιμότερο να αντιμετωπιστεί με ειρηνικό τρόπο. Είναι πιθανό να απέχουμε από το να χρησιμοποιήσουμε στρατιωτική ισχύ. Η περιοχή του Ιντλίμπ είναι […] ένα είδος ζώνης ευθύνης της Τουρκίας. Είναι η δική τους ευθύνη να διαχωρίσουν τη μετριοπαθή αντιπολίτευση από τους εξτρεμιστές, από την Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα και άλλες ομάδες, άλλες τρομοκρατικές ομάδες».

Με άλλα λόγια, η Ρωσία θα μπορούσε να δώσει κάποιο χρόνο, αλλά μόνο εάν υπήρχαν πραγματικά αποτελέσματα στο τέλος. Όμως, την ίδια στιγμή ο Ρώσος αξιωματούχος παρατήρησε ότι «είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους Τούρκους να ολοκληρώσουν το δικό τους μέρος της δουλειάς».

Με άλλα λόγια, υπάρχουν όρια στην όποια ρωσική ελαστικότητα και ευελιξία και η Ρωσία θέλει όντως να δει να αντιμετωπίζεται το θέμα και για αυτό το λόγο προετοιμάζεται και για στρατιωτική επίθεση. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωσία θέλει να τελειώσει η πολεμική εμπλοκή, να διακηρύξει μια ειρήνευση και να στηρίξει την πολιτική διαδικασία της «επόμενης μέρας» όπως την διπλωματική πρωτοβουλία να εξασφαλίσει συμμετοχή των δυτικοευρωπαϊκών χωρών στη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Συρίας.

Αυτό αυξάνει την πίεση προς την Τουρκία, που από τη μια βλέπει να μην μπορεί πλήρως να μεταστρέψει τη Ρωσία την ώρα που δεν είναι σαφές μέχρι που θα φτάσει η αμερικανική αντίθεση σε τυχόν επίθεση στην Ιντλίμπ και εάν τα διάφορα μηνύματα που στέλνονται στην Άγκυρα αποτελούν ειλικρινείς προσπάθειες για στήριξη ή απλώς απόπειρες για ρήξη στις ρωσοτουρκικές σχέσεις.

Επιπλέον, η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι οποιαδήποτε πολιτική λύση, μάλλον θα περιλαμβάνει και την κυβέρνηση Άσαντ (κάτι στο οποίο ρητά αντιτίθεται) με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης τις οποίες εκπροσωπεί να εξασφαλίζουν μεν «θέση στο τραπέζι» αλλά όχι τον πλήρη έλεγχο.

Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί κανείς να εκτιμήσει ότι το επόμενο διάστημα ο ιδιότυπος συνδυασμός πολεμικής προετοιμασίας και διαπραγμάτευσης θα συνεχιστεί, μια κλιμακούμενη άσκηση πίεσης προς όλες τις πλευρές και όλα τα επίπεδα, με την Τουρκία να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, αλλά και ταυτόχρονα να διαπιστώνει τα όρια μιας τακτικής που κυρίως προσπάθησε να αποτρέψει τα χειρότερα, παρά να τη φέρει πραγματικά σε καλύτερη θέση για την επόμενη μέρα στη Συρία.

*Πηγή: in.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας