Είναι φανερό, πως μέσα σε μια εποχή που οι επικίνδυνες λογικές ευρύτατου αναθεωρητισμού, απειλούν να πάρουν το πάνω χέρι, και να διαταράξουν με επιπτώσεις απρόβλεπτες την ήδη ασταθή περιφερειακή αρχιτεκτονική…
Η μαχητική μεταστροφή της Ελληνικής διπλωματίας, δεν θα αποτελέσει μονάχα την κατακλείδα της υπεράσπισης των αδιαπραγμάτευτων εθνικών δικαίων, αλλά ταυτόχρονα με αυτό θα ισοδυναμεί και με μια κορυφαία διεθνιστική συνεισφορά για λογαριασμό όλων των λαών της ευρύτερης περιοχής που κινδυνεύουν να συνθλιβούν, υπό την πίεση των κυρίαρχων στρατηγικών που επιδιώκουν να εκφυλίσουν την υφιστάμενη γεωπολιτική συνεκτικότητα, στο πλαίσιο ενός ευρύτατου σχεδίου ανακατανομής των γαιών, των αγορών, των ενεργειακών διαδρόμων, και της πολιτικής γεωγραφίας της επόμενης μέρας.
Όταν οι απερίσκεπτοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν, απολυτοποιώντας με προκλητική επιλεκτικότητα το ειδικό βάρος των απαντήσεων Παυλόπουλου και Τσίπρα στην επιθετικά αναθεωρητική ρητορική Ερντογάν, εμείς είχαμε προειδοποιήσει, πως η επόμενη μέρα για τα απόνερα που άφησε πίσω της αυτή η επίσκεψη, δεν θα ήταν περιοριστικά η 10η Δεκεμβρίου…
Απέναντι σε όλους εκείνους που είχαν αποτιμήσει με τρόπο επιφανειακό το αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης, αξιολογώντας μονομερώς ο γεγονός ότι…
δόθηκαν on camera απαντήσεις στην τουρκική επιθετική ρητορική, εμείς είχαμε προειδοποιήσει πως «για τον κ. Ερντογάν, το στοίχημα μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα, θα είναι να μην περάσει κάτω από τον πήχη που ο ίδιος φρόντισε να υψώσει, και προφανώς να μην υστερήσει έναντι των προσδοκιών που ο ίδιος δημιούργησε ΚΑΙ απέναντι στη διεθνή κοινότητα αλλά ΚΑΙ απέναντι στο εσωτερικό του ακροατήριο, που αν τολμήσει να πισωγυρίσει θα τον καταπιεί».
Υπήρξαμε μάλιστα πέραν του δέοντος σαφείς, όταν φροντίσαμε να θυμίσουμε πως το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό, μπορεί ακόμη να αισθάνεται πως έχει τη δυνατότητα να επενδύει ανενόχλητο σε μια εφήμερη μάχη εντυπώσεων πίσω από τις οποίες επιχειρεί να καλύψει τα σοβαρά πολιτικά και διπλωματικά του ολισθήματα, όμως για τον κ. Ερντογάν τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι μνήμες του Μεντερές τον στοιχειώνουν. Το ίδιο τον στοιχειώνουν – στο επίπεδο των συμβολισμών – και οι μνήμες του Τζελάλ Μπαγιάρ.
Δυστυχώς γι ακόμη μια φορά, η επιβεβαίωση μας υπήρξε άμεση. Ο ίδιος ο Ερντογάν, άμα τη επιστροφή του στην Τουρκία, απέδειξε πως το να καταστεί ο χορογράφος της εμπρηστικής συνέχειας σε όλα τα επίπεδα, είναι μονόδρομος.
Με λαγό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και πιστό φερέφωνο τον Μπιναλί Γιλντιρίμ, η επιθετική ρητορική κλιμακώνεται, οι διεκδικητικές στοχεύσεις γίνονται πολύ πιο εξειδικευμένες, το ευρύ διεκδικητικό πλαίσιο που αποσκοπεί στη διχοτόμηση του Αιγαίου έρχεται να προστεθεί σε εκείνο που αμφισβητεί το κύρος της συνθήκης της Λωζάνης, και επί της ουσίας, η απόπειρα της ντε φάκτο άσκησης κυριαρχίας εντός της Ελληνικής επικράτειας, προσλαμβάνει καθημερινά όλο και πιο επιθετικά χαρακτηριστικά, με τις νήσους, τη θάλασσα αλλά και τη Θράκη, να μπαίνουν στο κόκκινο, μέσα στη συνολική ατζέντα των Τουρκικών γεωστρατηγικών ιεραρχήσεων.
Μετά λοιπόν από αυτή την επίσκεψη, την οποία επιμένουμε να θεωρούμε κορυφαίο στρατηγικό λάθος ακόμη και στο επίπεδο της διπλωματικής διαχείρισης, τα δεδομένα που καταγράφονται είναι αμείλικτα, και ως τέτοια αξίζει τον κόπο να απαριθμηθούν:
Πρώτον: Ο «σκληρός πυρήνας» της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έχει επί της ουσίας καταρρεύσει και τυπικά. Η συμβιβαστική προσεγγιστική διαδικασία, στο βαθμό που επιμένει να συμπυκνώνεται σε ιδεοληπτικές αυταπάτες, και αρνείται την ανάγκη της επιθετικής διπλωματικά μεταστροφής της, αποδεικνύεται κόλαφος, στην περιδίνηση του οποίου βαλτώνουν και αποδυναμώνονται στο σύνολό τους οι στρατηγικοί της πυλώνες.
Δεύτερον: Το αφήγημα περί της δήθεν αποτελεσματικότητας του «άσσου» για την «Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας», αναγορεύεται πλέον σε «μαύρη τρύπα» που καταπίνει και τις τελευταίες προσδοκίες πάνω στις οποίες επιχειρείται να οικοδομηθεί ένας γεωστρατηγικός εφιάλτης που επιμένουν κάποιοι με τρόπο εμμονικό να τον βαφτίζουν «όνειρο».
Τρίτον: Τα επικοινωνιακά ταρατατζούμ των συγκυβερνώντων που οργάνωσαν αυτή την επίσκεψη, αλλά και οι κάθε λογής κορώνες των καιροσκοπούντων που αναζητούν εναγωνίως μια πειστική αντιπολιτευτική περπατησιά, οδηγήθηκαν στην απόλυτη κατάρρευση. Έτσι… Λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά από την ολοκλήρωση αυτής της επίσκεψης…
- Η Ελλάδα συνεχίζει να δολοφονεί τα παιδιά της υλοποιώντας πολιτικές δολοφονικής δήμευσης κατοικιών, κάποιων ελάχιστων «καταθέσεων», ακόμη και των ίδιων των αυταπατών όσων επιμένουν να τις διαθέτουν…
- Το πολιτικό της προσωπικό, όταν πλήττει από τον τραγικό τρόπο με τον οποίο ομονοεί στην κλιμάκωση αυτής της ανέντιμης και γενιτσαρικού τύπου επίθεσης,καταπιάνεται και με δήθεν αντιπαραθέσεις για την διαχείριση αυτού του διπλωματικού Βατερλώ, χωρίς ωστόσο να αποτολμά την αναγκαία υπέρβαση της φοβικής και ηττοπαθούς διαχείρισης. Και…
- Η εμμονική προσκόλληση σε αδιέξοδες αυταπάτες, επιμένει να αναζητεί δικαίωση, στον στρεβλό τρόπο με τον οποίο επιχειρείται να αποτιμηθεί το αποτέλεσμα μιας διπλωματικής πρωτοβουλίας, έξω από τους αυστηρούς κώδικες της γεωστρατηγικής, και μακριά από τους απαραίτητα ψυχρούς και ξεκάθαρους κανόνες, στο πλαίσιο μιας μαχόμενης διπλωματίας.
Τέταρτον: Η διαχειριστική επιλογή Ερντογάν, η πρόδρομη δημοσιογραφική «προβοκάτσια» με την οποία επενδύθηκε, αλλά και το σύνολο των υποστηρικτικών παρεμβάσεων που κλιμακώνονται στην Τουρκική πολιτική πασαρέλα, δεν αποτελούν κινήσεις αποσπασματικές. Είναι μέρος ενός συνολικότερου σχεδιασμού, μέσα από τον οποίο η τουρκική εξωτερική πολιτική και οι διπλωματικοί «νευρώνες» που αναπαράγουν τις στρατηγικές της προτεραιότητες, καταφέρνουν να ενσωματώσουν μια ρητορική αμφισβήτησης στη διεθνή διπλωματική ατζέντα, και αυτό συνιστά μακροπρόθεσμη στρατηγική επένδυση, την οποία σύντομα θα την βρούμε μπροστά μας ως νέο δυσκολοξεπέραστο πρόβλημα.
Έννοιες όπως: «Ομοεθνείς» στη Θράκη, «Ελληνική κατοχή» σε νησιά του Αιγαίου, «132 βράχοι» που δεν εντάσσονται στα προβλεπόμενα των συνθηκών, είναι μερικοί μόνο γεωστρατηγικοί «νεολογισμοί» που μια επιθετική διπλωματία, κατάφερε ήδη να εντάξει στο διεθνές διπλωματικό λεξιλόγιο, με τον πλέον επίσημο τρόπο.
Την ίδια στιγμή, η σαφέστατη προειδοποίηση Γιλντιρίμ, ότι «Η Τουρκία δεν είναι μια χώρα που θα αφήσει κάτι αναπάντητο. Αυτό ας το γνωρίζουν όλοι», συνιστά μια απόπειρα άμεσης αποκαθήλωσης του συνόλου των αυταπατών και της – για εσωτερική κατανάλωση – επιχειρηματολογίας, που επιστρατεύουν οι πολιτικοί διαχειριστές της δουλοπρέπειας και οι επικοινωνιακοί αβανταδόροι τους.
Μετά απ όλα τούτα λοιπόν, το ερώτημα είναι αμείλικτο: Στη βάση ποιάς μακροπρόθεσμης στόχευσης, οργάνωσε, σχεδίασε και εν τέλει υλοποίησε η Ελληνική κυβέρνηση, αυτήν την «κατ ανάθεσην» διπλωματική πρωτοβουλία;;; Αλλά αυτό το ερώτημα δεν είναι το μοναδικό…
Θα επαναλάβουμε πως τόσο κατά τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση αυτής της επίσκεψης, όσο και μετά από την ολοκλήρωσή της, υπάρχει μια ακόμη σειρά από ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, και για τα οποία οφείλει αυτή η κυβέρνηση να παραθέσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τις απαντήσεις.
- Τι περιμέναμε να προκύψει από αυτή τη συνάντηση, πέρα βεβαίως από το νεφέλωμα σύμφωνα με το οποίο «όταν συναντώνται οι άνθρωποι, γενικώς προκύπτει κάτι καλό». Από τη λαγνεία αυτού του νεφελώματος, δεν δικαιούται να διακατέχεται η Ελληνική εξωτερική πολιτική, ειδικά απέναντι στην επιθετικά αναθεωρητική Τουρκία, η οποία στο πλαίσιο των επιθετικών της διεκδικήσεων, στοχοποιεί τη χώρα μας ΚΑΙ ευθέως ΚΑΙ απροκάλυπτα.
- Με ποια ατζέντα οδηγηθήκαμε σε αυτή τη συνάντηση, διότι αυτό που φάνηκε, ήταν ότι η Ελληνική εξωτερική πολιτική σύρθηκε σε μια ατζέντα την οποία επέβαλε ο Ερντογάν, και την επέβαλε πριν καν πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, συνεπικουρούμενος από έναν Έλληνα δημοσιογράφο, για τον οποίο προσωπικά αδυνατώ να διακρίνω που τελειώνουν τα όρια της δημοσιογραφικής του αποστολής, και που αρχίζουν εκείνα της όποιας ενδεχόμενης “εντεταλμένης” (κατά τους ισχυρισμούς πολλών) υπηρεσίας.
Προφανώς και δεν ήταν κακό που δόθηκαν απαντήσεις που στοχεύουν στην αποδυνάμωση της αναθεωρητικής ατζέντας του Ερντογάν. Το κακό είναι που αυτές οι απαντήσεις δεν επενδύθηκαν στο έπακρο με την αναγκαία εθνική αυτοπεποίθηση, αλλά και πέραν αυτού, ανακύπτουν και εδώ συγκεκριμένα ερωτηματικά:
- Με αυτόν τον τρόπο έπρεπε να δοθούν οι απαντήσεις στον Ερντογάν;;; Το Προεδρικό Μέγαρο και μετά την επίσκεψη είναι ο χώρος για να δίνονται οι απαντήσεις, ή τα διεθνή φόρα, με υπεύθυνο και στοιχειοθετημένο τρόπο, έτσι ώστε οι απαντήσεις να επανεπενδύονται με το κύρος ΚΑΙ νέων διεθνών αποφάσεων;;;
- Το κυνηγητό απαντήσεων ήταν το κίνητρο που επέβαλε τη διοργάνωση αυτής της επίσκεψης, ή κάποιος σοβαρός στρατηγικός σχεδιασμός – μακράς πνοής – σε μια περίοδο και σε ένα περιβάλλον ιδιαιτέρως περιπεπλεγμένα;;;
- Υπάρχει απόφαση, θέληση και σχεδιασμός συγκεκριμένος, έτσι ώστε να αναπροσανατολιστεί η εξωτερική πολιτική της χώρας σε πολιτικά επιθετική κατεύθυνση, αφού εν πολλοίς ήταν αναμενόμενο το που θα κατέληγε η επίσκεψη Ερντογάν;;;
Με δυο λόγια, δρομολογήθηκε αυτή η επίσκεψη στο πλαίσιο ενός γενικότερου στρατηγικού σχεδιασμού ή μήπως τον καλέσαμε και …βλέποντας που θα κάτσει η μπίλια;;;
- Ποιο ήταν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, και ποια η αντιστοίχισή του με αυτό που μας προέκυψε τελικά, διότι αν την ατζέντα τη διαμορφώνει η αμφιλεγόμενη σκοπιμότητα ενός δημοσιογράφου, και η Ελληνική διπλωματία δεν καταφέρνει να την επαναφέρει στις αρχικές στοχεύσεις της ούτε πίσω από την κάμερα, τότε πραγματικά υπάρχει ένα πολύ σοβαρό θέμα εδώ.
- Ποιος είναι ο βαθμός ετοιμότητας στη διαχείριση της επόμενης μέρας, διότι μπορεί μεν ο κ. Παυλόπουλος να επιδόθηκε σε μια ορθολογικά αποτυπωμένη συλλογιστική μεθοδολογία απέναντι στον κ. Ερντογάν, αλλά δυστυχώς ο Τούρκος πρόεδρος ΟΥΤΕ μαθητής του κ. Παυλόπουλου είναι… ΟΥΤΕ ως μαθητής πρόκειται να αξιολογηθεί… ΟΥΤΕ φανατικός στην τήρηση των πρωτοκόλλων δηλώνει, και ήδη αυτό αποδεικνύεται από τη διαχείριση της επόμενης μέρας .
Για τον κ. Ερντογάν αλλά και για το Τουρκικό βαθύ κράτος συνολικότερα, το δόγμα στην εξωτερική πολιτική είναι «ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΦΗΝΩ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΟΥΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥΣ». Έναντι αυτού του δόγματος, ποια είναι η εθνική και διεθνώς ισχυροποιημένη απάντηση της χώρας μας, όχι γενικώς και αορίστως, αλλά ως επόμενο βήμα στον απόηχο αυτής της συνάντησης;;;
Επίλογος…
Ένας επίλογος που για να μην είναι δραματικός για τη χώρα, θα πρέπει ν αποτελέσει το έναυσμα για τον εκ βάθρων αναπροσανατολισμό της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στη λογική μια μαχόμενης και επιθετικής διπλωματίας.
Η Ελλάδα οφείλει να πάψει να συμπεριφέρεται ως απολογητής σε ατζέντα τρίτων, και να καταστήσει απολογητές τους πραγματικούς βιαστές του διεθνούς δικαίου, και όλους όσους επιβουλεύονται τα θεμελιωμένα της δικαιώματα.
Η ολιγωρία, η ατολμία, η αναποφασισικότητα πάνω στην οποία θεμελιώνεται τυπικές αλλά και άτυπες «Μαδρίτες» πρέπει να σταματήσει άμεσα. Και ο καλύτερος τρόπος για να είναι το μήνυμα σαφές και ξεκάθαρο προς όλους και πρωτίστως απέναντι στη Διεθνή κοινότητα, είναι να πεταχτεί άμεσα στο καλάθι των αχρήστων η υπάρχουσα Μαδρίτη… Αυτό το όνειδος των Σημίτη – Πάγκαλου, μέσω του οποίου αναγνωρίζονται «ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο»δηλαδή ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ.
Η Ελλάδα οφείλει με δύο λόγια, να διεκδικεί, σταθερά, ασυμβίβαστα, χωρίς ολιγωρία, αυταπάτες και φοβικά σύνδρομα, τα αυτονόητα δίκαιά της. Να τα διεκδικεί και να τα επιβάλει με εργαλείο το Διεθνές Δίκαιο, και με αδιαπραγμάτευτη απαίτηση από τη Διεθνή κοινότητα, να λειτουργεί ως θεματοφύλακας και εγγυητής του.
Είναι φανερό, πως μέσα σε μια εποχή που οι επικίνδυνες λογικές ευρύτατου αναθεωρητισμού, απειλούν να πάρουν το πάνω χέρι, και να διαταράξουν με επιπτώσεις απρόβλεπτες την ήδη ασταθή περιφερειακή αρχιτεκτονική, η μαχητική μεταστροφή της Ελληνικής διπλωματίας, δεν θα αποτελέσει μονάχα την κατακλείδα της υπεράσπισης των αδιαπραγμάτευτων εθνικών δικαίων, αλλά ταυτόχρονα με αυτό θα ισοδυναμεί και με μια κορυφαία διεθνιστική συνεισφορά για λογαριασμό όλων των λαών της ευρύτερης περιοχής που κινδυνεύουν να συνθλιβούν, υπό την πίεση των κυρίαρχων στρατηγικών που επιδιώκουν να εκφυλίσουν την υφιστάμενη γεωπολιτική συνεκτικότητα, στο πλαίσιο ενός ευρύτατου σχεδίου ανακατανομής των γαιών, των αγορών, των ενεργειακών διαδρόμων, και της πολιτικής γεωγραφίας της επόμενης μέρας.