Βρε μπας και εκείνη η Θάτσερ ήταν κρυπτο-λαϊκίστρια;
Πρώην βουλευτής του Ποταμιού, νυν –προφανώς και «αεί»– πρωταθλήτρια στις πισίνες του νεοφιλελευθερισμού, η Αντιγόνη Λυμπεράκη παρέδωσε προσφάτως χρήσιμο τηλεοπτικό (Σκάι) μάθημα, μιλώντας για τους συνταξιούχους: «Πριν από την κρίση οι ηλικιωμένοι πραγματικά ήταν η ομάδα του πληθυσμού που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας. Στην διάρκεια της κρίσης άλλαξε αυτό. Οι ηλικιωμένοι συγκράτησαν κάπως τα εισοδήματά τους και η φτώχεια έπεσε στις οικογένειες με παιδιά και ανεργία». Το συμπέρασμα: Οι άνω των 65 (σ.σ: έτσι, γενικώς…) απαρτίζουν μια μερίδα του πληθυσμού «που έχει βελτιώσει την θέση της τα τελευταία χρόνια»…
Όχι, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε εάν πήρε χαμπάρι πόσες και ποιες περικοπές συντάξεων έγιναν τα τελευταία έξι χρόνια η κυρία Λυμπεράκη, η αξέχαστη και για την παλαιότερη ατάκα της περί του «ασυμβίβαστου» ανάμεσα στην ιδιότητα του φτωχού και του …σωστού ψηφοφόρου. Πιθανότατα τα λόγια της δεν προδίδουν προσωπική ασχετοσύνη, αλλά το απόσταγμα όσων αντιλήψεων συνθέτουν –και ταυτοχρόνως «νομιμοποιούν»– τον κοινωνικό δαρβινισμό, που βασιλεύει στη μονεταριστική ψυχούλα της. Δύο είναι, εν προκειμένω, τα «μαγικά ραβδιά» των «φιλελέδων»: Πρώτο, η ανακήρυξη της συγκριτικά μικρότερης (μέχρι νεωτέρας…) απώλειας σε «βελτίωση». Δεύτερο, ο κατακερματισμός, ο εγκλεισμός των ανθρώπων σε εικονικά «κουτάκια», ανύπαρκτα στην πραγματική ζωή.
Χάρη στο πρώτο «ραβδί», πχ και ο άνεργος που ακόμη λαμβάνει κάποιο επίδομα είναι «προνομιούχος», αν ληφθεί υπόψη πόσοι δεν παίρνουν ευρώ τσακιστό. Υπερβολή; Καθόλου. Απλή κατάληξη της «λογικής», με την οποία βαφτίζεται «κερδισμένος» εκείνος που μπορεί σήμερα να καλύψει το 50 ή 60% των βασικών αναγκών του, διότι ο γείτονας περιορίζεται στο 30%. Αλλά ας μην ανησυχεί και ο γείτονας… Ο κώδικας …κοινωνιολογικών αναλύσεων της Αντιγόνης Λυμπεράκη κι αυτόν θα τον τιμήσει, θα του βρει κάποια «προνομιακή» θέση. Θα τον συγκρίνει λχ με τον παντελώς άπορο ή τον άστεγο του διπλανού τετραγώνου και θα τον βρει «ΟΚ».
Το δεύτερο «μαγικό ραβδί» κάνει τη σημαντικότερη δουλειά. Πώς το έλεγε η Θάτσερ; «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνον άτομα και οικογένειες». Άσε Μάργκαρετ, πολύ πίσω ήσουν. Οι ιδεολογικοί σου απόγονοι βλέπουν μόνον άτομα, ούτε καν οικογένειες…
Διότι, σύμφωνοι, όταν νουθετούνταν επαγγελματίες, έμποροι, βιοτέχνες και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να επιδοκιμάσουν χαιρέκακα την κατάργηση των μισθών-«δώρων» και τις περικοπές αποδοχών στο δημόσιο, είχαμε σπορά «κοινωνικού αυτοματισμού» μιας κάποιας «πρώτης ταχύτητας». Περισσότερο λογικοφανούς.
Ο επαγγελματίας πιθανόν δεν σκεπτόταν αμέσως ότι ο πελάτης του δημόσιος υπάλληλος θα τον επισκεπτόταν κατά πολύ αραιότερα, ελλείψει επαρκών χρημάτων. Συνοικίες έχαναν σχολεία και νοσοκομεία, αλλά ο κόσμος «έπρεπε» να επιδοκιμάσει την «εξοικονόμηση». Η σταδιακή κατάργηση της έννοιας του δημόσιου αγαθού ονομαζόταν «νοικοκύρεμα». Όπως γρήγορα αποδείχθηκε, η αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων και η δραματική μείωση των μισθών σε όλο το οικονομικό φάσμα, προς εξασφάλιση «ανταγωνιστικότητας», ήταν φυσικά εξ αρχής αυτοτελής, θεμελιώδης στόχος της πολιτικής, την οποία επέβαλαν τα μνημόνια. Θα ίσχυε, ακόμη κι αν απολύονταν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι της χώρας… Για μεγάλο χρονικό διάστημα, βεβαίως, άλλα νόμιζαν οι πολλοί –και αρκετοί ακόμη αρνούνται να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει. Εν πάση περιπτώσει, όμως, να εύχεσαι την πτώση του άλλου επειδή νομίζεις, εσφαλμένα έστω, ότι έτσι θα διασωθείς εσύ, είναι μια έκφανση «κοινωνικού αυτοματισμού», απαράδεκτη μεν, κατανοητή δε. Παραδίπλα όμως ελλοχεύει η πλήρης παράνοια…
Κι είναι αυτή ακριβώς η παράνοια που απειλεί να κάνει τη Θάτσερ να φαίνεται «σοφτ» νεοσυντηρητική! Διότι τα νοερά διαφορετικά «κουτάκια» δεν διαχώρισαν μόνο τον τζίρο του επαγγελματία από την οικονομική ευχέρεια που έχουν ή δεν έχουν πολλοί πελάτες του. Ούτε μόνο τον χαμένο 13ο και 14ο μισθό στο δημόσιο τομέα από τη –διαρκώς υψωμένη– δαμόκλειο σπάθη για «κάτι ανάλογο» και στον ιδιωτικό. Τα νοερά «κουτάκια» έπλασαν μια ψεύτικη κοινωνία, στην οποία –ξέρετε– δεν υπάρχουν νοικοκυριά, ας πούμε, με έναν πατέρα δημόσιο υπάλληλο και μια μητέρα λογίστρια σε ιδιωτική εταιρεία. Απολύθηκε εκείνη; Ε, μια ακόμη περικοπή αποδοχών εκείνου, αν όχι και η απόλυσή του, θα …αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Για «να μοιραστούν δικαιότερα τα βάρη της κρίσης». Ω, ναι, έτσι ζούμε, χωριστά όλοι. Από εδώ οι Τούτσι, από εκεί οι Χούτου. Δίπλα σιίτες, πέρα σουνίτες. Ουδεμία μείξη…
Έρχεται λοιπόν τώρα η αξιότιμη κυρία Λυμπεράκη και απαλλάσσει τα «κουτάκια» κι από αυτήν ακόμη την υποχρέωση να ορίζονται με κριτήριο τον εργασιακό τομέα. Βρε δεν πα να δούλεψε ο παππούς επί σαράντα χρόνια σε ότι πιο …ιδιωτικό υπήρχε; Τώρα, ακόμη κι αν η σύνταξή του έχει περικοπεί κατά πολύ, αυτός είναι ο «προνομιούχος», συγκρινόμενος με τον άνεργο εγγονό ή την εγγονή που δουλεύει για 250 ευρώ «μαύρα». Δεν είναι ο τροφοδότης, «πληγωμένος» έστω, ενός σπιτικού. Είναι απλώς «άτομο». Χωρίς καν τον οικογενειακό του περίγυρο, τον οποίο μνημόνευε εκείνη η …κρυπτο-λαϊκίστρια, η Θάτσερ. Μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ να τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση, επειδή υπάρχουν Αντιγόνες και Κούληδες. Μπορεί να προσδοκούν ότι η σύγκριση με αυτούς θα καταδείξει πως «υπάρχουν και χειρότερα», θα προσδώσει κάποια ψήγματα πειστικότητας στα διάφορα «αναγκαζόμαστε να κάνουμε πράγματα που δεν θέλουμε-οι άλλοι που τα θέλουν, να δείτε τι θα κάνουν». Το επαναλαμβάνουμε, όμως: Τα όποια οφέλη θα είναι πρόσκαιρα. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, δικαιώνοντας εμπράκτως το «There Is Not Alternative», είτε το κατανοεί είτε όχι υποβοηθά τη διεισδυτικότητα της πεμπτουσίας των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων.
Έτσι όπως πάει το πράγμα, είναι άμεσος ο κίνδυνος να κατασταλάξει στη συλλογική συνείδηση ως ισχυρό συμπέρασμα η ιδέα πως το κακό με το ΣΥΡΙΖΑ δεν έγκειται στην ανυπαρξία σχεδίου ρήξης με το ευρω-ιερατείο, ούτε στην ευρω-λαγνεία του, αλλά στις …νεανικές αποκοτιές και τα «τσαλιμάκια» μερικών μηνών. Και τότε, ακόμη και οι …παλαβές «αναλύσεις» της κυρίας Λυμπεράκη, ακόμη και ο ασυγκράτητος μονεταρισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενδέχεται να φαντάζουν ως πταίσματα μπροστά στον «κίνδυνο» να διαταραχτεί το στάτους της «ήρεμης υποταγής»… Διότι αν «δεν υπάρχει άλλος δρόμος», τότε είναι προτιμότεροι εκείνοι που ουδέποτε καμώθηκαν πως έψαξαν λοξές ατραπούς. Απλά πράγματα. Και άκρως ζοφερά.
Φυσικά υπάρχει και το τμήμα της κοινωνίας που δεν θα αναγνωρίσει άλλοθι ή ελαφρυντικά σε κανέναν και το οποίο είναι πολύ πιθανό να αναζητήσει εκπροσώπηση στην ακροδεξιά οποιασδήποτε μορφής. Και στη Χρυσή Αυγή, φυσικά. Εάν από τις δυνάμεις που κινούνται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπηδήσει άμεσα κάτι, αν δεν ακουστεί –δυνατά αλλά και πειστικά– μια συνεκτική πρόταση πραγματικής διεξόδου, τότε η ροή των πραγμάτων φαντάζει μάλλον προδιαγεγραμμένη. Κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ επωμισθεί την ιστορική ευθύνη για την αμαύρωση της Αριστεράς, σε ορίζοντα δεκαετιών, η ιστορική αδυναμία ημών των άλλων δεν θα είναι απλός αστερίσκος. Αν διαρκέσει.
Κατά τα άλλα, ο ΣΥΡΙΖΑ το χαβά του… Τώρα θεωρεί «προοδευτικούς συμμάχους» τον Σουλτς και τον Ολάντ. Τον Φρανσουά, του οποίου η πολιτική οδήγησε …μια χαρά στο δίλλημα «Λεπέν ή Φιγιόν». Η Ευρώπη αλλάζει, μην ξεχνιόμαστε…
Πρώην βουλευτής του Ποταμιού, νυν –προφανώς και «αεί»– πρωταθλήτρια στις πισίνες του νεοφιλελευθερισμού, η Αντιγόνη Λυμπεράκη παρέδωσε προσφάτως χρήσιμο τηλεοπτικό (Σκάι) μάθημα, μιλώντας για τους συνταξιούχους: «Πριν από την κρίση οι ηλικιωμένοι πραγματικά ήταν η ομάδα του πληθυσμού που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας. Στην διάρκεια της κρίσης άλλαξε αυτό. Οι ηλικιωμένοι συγκράτησαν κάπως τα εισοδήματά τους και η φτώχεια έπεσε στις οικογένειες με παιδιά και ανεργία». Το συμπέρασμα: Οι άνω των 65 (σ.σ: έτσι, γενικώς…) απαρτίζουν μια μερίδα του πληθυσμού «που έχει βελτιώσει την θέση της τα τελευταία χρόνια»…
Όχι, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε εάν πήρε χαμπάρι πόσες και ποιες περικοπές συντάξεων έγιναν τα τελευταία έξι χρόνια η κυρία Λυμπεράκη, η αξέχαστη και για την παλαιότερη ατάκα της περί του «ασυμβίβαστου» ανάμεσα στην ιδιότητα του φτωχού και του …σωστού ψηφοφόρου. Πιθανότατα τα λόγια της δεν προδίδουν προσωπική ασχετοσύνη, αλλά το απόσταγμα όσων αντιλήψεων συνθέτουν –και ταυτοχρόνως «νομιμοποιούν»– τον κοινωνικό δαρβινισμό, που βασιλεύει στη μονεταριστική ψυχούλα της. Δύο είναι, εν προκειμένω, τα «μαγικά ραβδιά» των «φιλελέδων»: Πρώτο, η ανακήρυξη της συγκριτικά μικρότερης (μέχρι νεωτέρας…) απώλειας σε «βελτίωση». Δεύτερο, ο κατακερματισμός, ο εγκλεισμός των ανθρώπων σε εικονικά «κουτάκια», ανύπαρκτα στην πραγματική ζωή.
Χάρη στο πρώτο «ραβδί», πχ και ο άνεργος που ακόμη λαμβάνει κάποιο επίδομα είναι «προνομιούχος», αν ληφθεί υπόψη πόσοι δεν παίρνουν ευρώ τσακιστό. Υπερβολή; Καθόλου. Απλή κατάληξη της «λογικής», με την οποία βαφτίζεται «κερδισμένος» εκείνος που μπορεί σήμερα να καλύψει το 50 ή 60% των βασικών αναγκών του, διότι ο γείτονας περιορίζεται στο 30%. Αλλά ας μην ανησυχεί και ο γείτονας… Ο κώδικας …κοινωνιολογικών αναλύσεων της Αντιγόνης Λυμπεράκη κι αυτόν θα τον τιμήσει, θα του βρει κάποια «προνομιακή» θέση. Θα τον συγκρίνει λχ με τον παντελώς άπορο ή τον άστεγο του διπλανού τετραγώνου και θα τον βρει «ΟΚ».
Το δεύτερο «μαγικό ραβδί» κάνει τη σημαντικότερη δουλειά. Πώς το έλεγε η Θάτσερ; «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνον άτομα και οικογένειες». Άσε Μάργκαρετ, πολύ πίσω ήσουν. Οι ιδεολογικοί σου απόγονοι βλέπουν μόνον άτομα, ούτε καν οικογένειες…
Διότι, σύμφωνοι, όταν νουθετούνταν επαγγελματίες, έμποροι, βιοτέχνες και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να επιδοκιμάσουν χαιρέκακα την κατάργηση των μισθών-«δώρων» και τις περικοπές αποδοχών στο δημόσιο, είχαμε σπορά «κοινωνικού αυτοματισμού» μιας κάποιας «πρώτης ταχύτητας». Περισσότερο λογικοφανούς.
Ο επαγγελματίας πιθανόν δεν σκεπτόταν αμέσως ότι ο πελάτης του δημόσιος υπάλληλος θα τον επισκεπτόταν κατά πολύ αραιότερα, ελλείψει επαρκών χρημάτων. Συνοικίες έχαναν σχολεία και νοσοκομεία, αλλά ο κόσμος «έπρεπε» να επιδοκιμάσει την «εξοικονόμηση». Η σταδιακή κατάργηση της έννοιας του δημόσιου αγαθού ονομαζόταν «νοικοκύρεμα». Όπως γρήγορα αποδείχθηκε, η αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων και η δραματική μείωση των μισθών σε όλο το οικονομικό φάσμα, προς εξασφάλιση «ανταγωνιστικότητας», ήταν φυσικά εξ αρχής αυτοτελής, θεμελιώδης στόχος της πολιτικής, την οποία επέβαλαν τα μνημόνια. Θα ίσχυε, ακόμη κι αν απολύονταν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι της χώρας… Για μεγάλο χρονικό διάστημα, βεβαίως, άλλα νόμιζαν οι πολλοί –και αρκετοί ακόμη αρνούνται να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει. Εν πάση περιπτώσει, όμως, να εύχεσαι την πτώση του άλλου επειδή νομίζεις, εσφαλμένα έστω, ότι έτσι θα διασωθείς εσύ, είναι μια έκφανση «κοινωνικού αυτοματισμού», απαράδεκτη μεν, κατανοητή δε. Παραδίπλα όμως ελλοχεύει η πλήρης παράνοια…
Κι είναι αυτή ακριβώς η παράνοια που απειλεί να κάνει τη Θάτσερ να φαίνεται «σοφτ» νεοσυντηρητική! Διότι τα νοερά διαφορετικά «κουτάκια» δεν διαχώρισαν μόνο τον τζίρο του επαγγελματία από την οικονομική ευχέρεια που έχουν ή δεν έχουν πολλοί πελάτες του. Ούτε μόνο τον χαμένο 13ο και 14ο μισθό στο δημόσιο τομέα από τη –διαρκώς υψωμένη– δαμόκλειο σπάθη για «κάτι ανάλογο» και στον ιδιωτικό. Τα νοερά «κουτάκια» έπλασαν μια ψεύτικη κοινωνία, στην οποία –ξέρετε– δεν υπάρχουν νοικοκυριά, ας πούμε, με έναν πατέρα δημόσιο υπάλληλο και μια μητέρα λογίστρια σε ιδιωτική εταιρεία. Απολύθηκε εκείνη; Ε, μια ακόμη περικοπή αποδοχών εκείνου, αν όχι και η απόλυσή του, θα …αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Για «να μοιραστούν δικαιότερα τα βάρη της κρίσης». Ω, ναι, έτσι ζούμε, χωριστά όλοι. Από εδώ οι Τούτσι, από εκεί οι Χούτου. Δίπλα σιίτες, πέρα σουνίτες. Ουδεμία μείξη…
Έρχεται λοιπόν τώρα η αξιότιμη κυρία Λυμπεράκη και απαλλάσσει τα «κουτάκια» κι από αυτήν ακόμη την υποχρέωση να ορίζονται με κριτήριο τον εργασιακό τομέα. Βρε δεν πα να δούλεψε ο παππούς επί σαράντα χρόνια σε ότι πιο …ιδιωτικό υπήρχε; Τώρα, ακόμη κι αν η σύνταξή του έχει περικοπεί κατά πολύ, αυτός είναι ο «προνομιούχος», συγκρινόμενος με τον άνεργο εγγονό ή την εγγονή που δουλεύει για 250 ευρώ «μαύρα». Δεν είναι ο τροφοδότης, «πληγωμένος» έστω, ενός σπιτικού. Είναι απλώς «άτομο». Χωρίς καν τον οικογενειακό του περίγυρο, τον οποίο μνημόνευε εκείνη η …κρυπτο-λαϊκίστρια, η Θάτσερ. Μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ να τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση, επειδή υπάρχουν Αντιγόνες και Κούληδες. Μπορεί να προσδοκούν ότι η σύγκριση με αυτούς θα καταδείξει πως «υπάρχουν και χειρότερα», θα προσδώσει κάποια ψήγματα πειστικότητας στα διάφορα «αναγκαζόμαστε να κάνουμε πράγματα που δεν θέλουμε-οι άλλοι που τα θέλουν, να δείτε τι θα κάνουν». Το επαναλαμβάνουμε, όμως: Τα όποια οφέλη θα είναι πρόσκαιρα. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, δικαιώνοντας εμπράκτως το «There Is Not Alternative», είτε το κατανοεί είτε όχι υποβοηθά τη διεισδυτικότητα της πεμπτουσίας των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων.
Έτσι όπως πάει το πράγμα, είναι άμεσος ο κίνδυνος να κατασταλάξει στη συλλογική συνείδηση ως ισχυρό συμπέρασμα η ιδέα πως το κακό με το ΣΥΡΙΖΑ δεν έγκειται στην ανυπαρξία σχεδίου ρήξης με το ευρω-ιερατείο, ούτε στην ευρω-λαγνεία του, αλλά στις …νεανικές αποκοτιές και τα «τσαλιμάκια» μερικών μηνών. Και τότε, ακόμη και οι …παλαβές «αναλύσεις» της κυρίας Λυμπεράκη, ακόμη και ο ασυγκράτητος μονεταρισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενδέχεται να φαντάζουν ως πταίσματα μπροστά στον «κίνδυνο» να διαταραχτεί το στάτους της «ήρεμης υποταγής»… Διότι αν «δεν υπάρχει άλλος δρόμος», τότε είναι προτιμότεροι εκείνοι που ουδέποτε καμώθηκαν πως έψαξαν λοξές ατραπούς. Απλά πράγματα. Και άκρως ζοφερά.
Φυσικά υπάρχει και το τμήμα της κοινωνίας που δεν θα αναγνωρίσει άλλοθι ή ελαφρυντικά σε κανέναν και το οποίο είναι πολύ πιθανό να αναζητήσει εκπροσώπηση στην ακροδεξιά οποιασδήποτε μορφής. Και στη Χρυσή Αυγή, φυσικά. Εάν από τις δυνάμεις που κινούνται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπηδήσει άμεσα κάτι, αν δεν ακουστεί –δυνατά αλλά και πειστικά– μια συνεκτική πρόταση πραγματικής διεξόδου, τότε η ροή των πραγμάτων φαντάζει μάλλον προδιαγεγραμμένη. Κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ επωμισθεί την ιστορική ευθύνη για την αμαύρωση της Αριστεράς, σε ορίζοντα δεκαετιών, η ιστορική αδυναμία ημών των άλλων δεν θα είναι απλός αστερίσκος. Αν διαρκέσει.
Κατά τα άλλα, ο ΣΥΡΙΖΑ το χαβά του… Τώρα θεωρεί «προοδευτικούς συμμάχους» τον Σουλτς και τον Ολάντ. Τον Φρανσουά, του οποίου η πολιτική οδήγησε …μια χαρά στο δίλλημα «Λεπέν ή Φιγιόν». Η Ευρώπη αλλάζει, μην ξεχνιόμαστε…