Πάντοτε τα νοσοκομεία ήταν σε κακή κατάσταση και η κατάσταση αυτή έφτασε στο απροχώρητο ως συνέπεια των μνημονιακών περικοπών. Μια σχετική επώνυμη καταγγελία για τον “Ευαγγελισμό” στάλθηκε στο in.gr, απ’ όπου την αναδημοσιεύουμε:
«Αναγκάζομαι να σου στείλω την εμπειρία μου από το νοσοκομείο Ευαγγελισμός διότι αυτό που έζησα δεν παραπέμπει απλώς σε συνθήκες τριτοκοσμικής χώρας αλλά καταργεί κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Εφτασα στον Ευαγγελισμό, ο οποίος εφημέρευε την Παρασκευή 10 Ιανουαρίου, γύρω στις 15.15 με πόνους στο στήθος. Χρειάστηκε να περιμένω περίπου μιάμιση ώρα όρθιος, καθώς τα καθίσματα ήταν ελάχιστα για να καλύψουν τους εκατοντάδες ασθενείς που κατέφθαναν για να εξεταστούν, μέχρι να έρθει η σειρά μου για να με δει ο γιατρός επιλογής. Αφού γνωμάτευσε ότι θα πρέπει να με εξετάσει καρδιολόγος και πνευμονολόγος με παρέπεμψε στα ανάλογα τμήματα.
Σε περίπου δύο ώρες αργότερα, στο καρδιολογικό, είχαν ολοκληρώσει το καρδιογράφημα, το τρίπλεξ καρδιάς και τον αιματολογικό έλεγχο. Μου είπαν ότι θα έπρεπε στη συνέχεια να πάω στο πνευμονολογικό, όπου θα έστελναν τα αποτελέσματα των εξετάσεών μου, και να περιμένω. Περιμένοντας, άκουσα τους προηγούμενους από εμένα να μιλούν για πέντε ώρες αναμονής χωρίς να έχουν ακόμη εξεταστεί.
Ταλαιπωρία
Ημασταν όλοι όρθιοι, καθώς καθίσματα δεν υπήρχαν, εκατοντάδες ασθενείς συνωστισμένοι στους διαδρόμους, από τους οποίους με δυσκολία και ενίοτε διαπληκτισμούς περνούσαν τα φορεία με τα υπερεπείγοντα περιστατικά. Υστερα από περίπου επτά ώρες με εξέτασε πνευμονολόγος. Και λίγο πριν αποφανθεί για την κατάσταση της υγείας μου και το τι μέλλει γενέσθαι μου ζήτησε να περιμένω. Περίμενα πάλι στην ουρά.
Τρεις φορές τον ρώτησα αν ήταν αναγκαίο να νοσηλευτώ ή όχι και τις τρεις πήρα την ίδια απάντηση: Περιμένετε και θα σας πω. Η ώρα είχε πάει 03.30 του Σαββάτου και συνέχιζα να περιμένω με τους υπόλοιπους εκατοντάδες ασθενείς, στριμωγμένοι όλοι μαζί στους διαδρόμους.
Και, βέβαια, δεν μπορούσες να απομακρυνθείς καθώς ήλπιζες ότι θα φωνάξουν το όνομά σου και εάν δεν ήσουν εκεί θα έχανες και τη σειρά σου. Οταν για τέταρτη φορά ρώτησα τον πνευμονολόγο, «Τι να κάνω, Να μείνω ή να φύγω;», μου είπε: «Να σας εξηγήσω. Είμαστε υποστελεχωμένοι και στον χρόνο που θα διαθέσω για εσάς, θα σώσω πέντε άλλους ανθρώπους».
Και είχε δίκιο καθώς είχε ήδη αντιμετωπίσει πέντε περιστατικά ανακοπής. Οταν γύρω στις 04.00 του Σαββάτου ασχολήθηκε ξανά μαζί μου, εξετάζοντάς με και πάλι, με παρέπεμψε στους καρδιολόγους που με είχαν δει το απόγευμα της Παρασκευής προκειμένου να αποφανθούν για την κατάστασή μου αφού έκρινε ότι δεν είχα πνευμονολογικό πρόβλημα. Πήγα στους καρδιολόγους, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από τα επείγοντα και είχαν αντικατασταθεί από γιατρούς της ίδιας ειδικότητας αλλά άλλης κλινικής, και μου ζήτησαν να περιμένω για να έρθει ο γιατρός που με είχε εξετάσει το προηγούμενο απόγευμα.
Ρώτησα, «πότε θα έρθει;» και μου απάντησαν, «δεν γνωρίζουμε διότι βρίσκεται στην εντατική μονάδα». Τους ζήτησα τότε να με εξετάσει ένας από τους γιατρούς που βρίσκονταν στα επείγοντα και μου είπαν ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει διότι ανήκουν στην Α΄ Καρδιολογική Κλινική ενώ «εσάς σας είχε εξετάσει γιατρός της Β΄Καρδιολογικής Κλινικής και θα πρέπει να περιμένετε τον ίδιο ή έναν από αυτούς. Τότε, τους παρακάλεσα να μου βγάλουν την «πεταλούδα» από το χέρι και να φύγω με ευθύνη δική μου, υπογράφοντας όποιο χαρτί ήθελαν.
Μου ξεκαθάρισαν πως και αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο από τους γιατρούς της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής. Δυστυχώς, δηλαδή, δεν μπορούσα ούτε και να φύγω. Η ώρα είχε πάει 05.00 του Σαββάτου.
Τους ρώτησα εάν αυτό έχει κάποια λογική και μου απάντησαν ότι «έτσι είναι το πρωτόκολλο». Ευτυχώς, σε λίγη ώρα ήρθε γιατρός της Β΄Καρδιολογικής Κλινικής. Δεν ήταν εκείνος που με είχε εξετάσει το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας και μου είπε ότι για αυτόν τον λόγο θα έπρεπε να με εξετάσει ξανά. Στο τέλος, ύστερα από ορθοστασία 15 και πλέον ωρών αποφασίστηκε η εισαγωγή μου στο νοσοκομείο αφού μου ξεκαθάρισαν ότι «υπάρχουν κρεβάτια αλλά και ράντζα».
Μπαλώματα
Τελικά, υπήρχε ένα μόνο κρεβάτι διαθέσιμο στο οποίο, κυριολεκτικά, έπεσα εξαντλημένος. Κρύωνα και διαπίστωσα ότι τα τεράστια παράθυρα του δωματίου δεν έκλειναν καλά και τα κενά καλύπτονταν με πλαστικές σακούλες και χαρτιά. Η κλειδαριά της τουαλέτας ξεχαρβαλωμένη με την πόρτα να μην κλείνει ούτε και αυτή καλά. Ανοιγες, έβλεπες ότι υπάρχει άλλος ασθενής μέσα και έκλεινες ξανά. Η λεκάνη χωρίς καπάκια με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς καθαριότητας, το καλάθι αχρήστων χωρίς καπάκι και αυτό και η ντουζιέρα χαλασμένη.
Στο κρεβάτι μου δεν υπήρχε πανωσέντονο και όταν το ανέφερα στη νοσοκόμα μου είπε ότι «δεν έχει σήμερα. Αύριο, πρώτα ο Θεός». Φυσικά, δεν υπήρξε ούτε την επόμενη ούτε τη μεθεπόμενη ημέρα. Ωστόσο, το ισχυρότερο σοκ το έπαθα όταν άκουσα μια από τις νοσοκόμες, τη στιγμή που έβγαινε από τον θάλαμο, να απευθύνεται στην καθαρίστρια που σφουγγάριζε στον διάδρομο και να της λέει: «Καλά, δεν βλέπεις την κατσαρίδα; Είναι και μαύρη και μεγάλη, Πάρ’ την από εκεί να μην φαίνεται».
Στη συνέχεια, άκουσα τους άλλους ασθενείς στον θάλαμο να μιλούν για τις μαύρες και τεράστιες κατσαρίδες που είχαν σκοτώσει στην τουαλέτα. Εφυγα Δευτέρα απόγευμα από το νοσοκομείο.
Ο διάδρομος της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής είχε γεμίσει ράντζα. Οι γιατροί έτρεχαν πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, είχαν γίνει, κυριολεκτικά, λάστιχο. Και στα επείγοντα και στη νοσηλεία. Ευτυχώς, που υπάρχουν και αυτοί… »