Η καπιταλιστική εκπαιδευτική επιλογή και η λαϊκή μορφωτική χειραφέτηση

1644

Με αφορμή το κυβερνητικό εκπαιδευτικό νομοσχέδιο

Η επιλογή ακλόνητη σταθερά της αστικής πολιτικής

Για μια καινούρια φορά, εδώ και δεκαετίες, η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί με το σχετικό νομοσχέδιο που καταθέτει, να επιφέρει μεταρρυθμιστικές αλλαγές στο λύκειο και στο κομβικό ζήτημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση [ Συνοπτική αναφορά των προτάσεων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής στην Αυγή της 7-Ιουλίου-2017]. Επιδιώκονται αλλαγές στο ίδιο το περιεχόμενο των μαθημάτων, στην διάρθρωσή τους, στην υποκίνηση του ενδιαφέροντος των μαθητών, καθώς και στον τρόπο εισόδου στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Προβλέπεται έτσι η αντικατάσταση του ισχύοντος μέχρι σήμερα πανελλαδικού διαγωνισμού για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια και στα τεχνολογικά ιδρύματα, η διεξαγωγή αυτού του διαγωνισμού σε δύο φάσεις : Μία στο πρώτο τετράμηνο της τρίτης λυκείου και μία στο τέλος του δεύτερου τετράμηνου, έτσι ώστε με τον βαθμό που θα προκύπτει από τους δύο αυτούς διαγωνισμούς, (με το κύριο βάρος στον δεύτερο), να διαμορφώνονται οι βαθμολογικοί όροι της πρόσβασης στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Είναι ευθύς εξ αρχής ηλίου φαεινότερο ότι δεν πρόκειται για την ελεύθερη πρόσβαση για την οποία γινόταν λόγος στις τάξεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά για μια καινούρια μορφή του πανελλαδικού διαγωνισμού, που θα πραγματοποιείται στο εξής σε ενδοσχολικό επίπεδο. Ενός διαγωνισμού που θέτει τη νεολαία σε μια ξέφρενη κούρσα ανταγωνισμού, που αποτελεί άλλωστε την αντανάκλαση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα της «ελεύθερης» καπιταλιστικής αγοράς (homo homini lupus).

Από εκεί και πέρα η πρόσβαση στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα γίνεται με βάση τον βαθμό που θα επιτυγχάνεται στον διαγωνισμό του δευτέρου τετραμήνου της τρίτης λυκείου, πράγμα που δεν έχει καμία διαφορά με την ισχύουσα σήμερα επιλεκτική εκπαιδευτική διαδικασία του πανελλαδικού διαγωνισμού (και όχι εξετάσεων), παρά μόνον στην μορφή πραγματοποίησής της. Έτσι, για μια καινούρια φορά οι βαθμοί «αριστείας» που θα προκύπτουν θα δίνουν τη δυνατότητα εισαγωγής στις νευραλγικές πανεπιστημιακές σχολές, ενώ οι βαθμοί που ακολουθούν θα διασφαλίζουν την είσοδο σε σχολές μορφωτικής «εκτόνωσης» καθώς και στις σχολές των ΤΕΙ, που εκ των πραγμάτων είναι «υποδεέστερες» των αντίστοιχων πανεπιστημιακών τμημάτων. Διατηρείται μ’ άλλες λέξεις αναλλοίωτο το σύστημα επιλογής και κατανομής που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό σχολείο ως μηχανισμού αναπαραγωγής του ιεραρχικού καταμερισμού της γνώσης, της εργασίας και της εξουσίας. Ήδη από το 1980 ο Γ. Μηλιός είχε αναλύσει με επάρκεια αυτόν τον επιλεκτικό και κατανεμητικό ρόλο του καπιταλιστικού σχολείου [ Εκπαίδευση και εξουσία : Κριτική της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, 1981 ]. Οι βαθμοί «αριστείας» θα οδηγούν εκ νέου σε ιατρικές, πολυτεχνικές, νομικές κλπ. πανεπιστημιακές σχολές, ενώ οι επόμενοι βαθμοί είτε σε σχολές γενικής αναφοράς χωρίς κοινωνική επαγγελματική διέξοδο, είτε σε ανώτερες τεχνικές σχολές, που ορίζουν κατώτερες βαθμίδες του καταμερισμού της εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν ιατρικά επαγγέλματα, μηχανικοί κλπ., ενώ στη δεύτερη περίπτωση επαγγέλματα νοσηλευτών, εργοδηγών κ.ά.

Μαρξιστική κριτική λειτουργίας του καπιταλιστικού σχολείου

Για να θεμελιωθεί μια κριτική από την σκοπιά του μαρξισμού και της Αριστεράς, είναι αναγκαίο να αντιμετωπισθεί ο εκπαιδευτικός μηχανισμός ως επιλεκτικός και κατανεμητικός μηχανισμός που αναπαράγει τις θέσεις εργασίας στα πλαίσια του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, που αντιπροσωπεύει μια δομική διάσταση των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης, η αστική εκπαιδευτική πολιτική επιστρατεύει τις θεωρίες της «αξιοκρατίας», της «αριστείας», των φυσικών ανισοτήτων μεταξύ των ατόμων, σε μια λογική μορφωτικού και κοινωνικού μανδαρινισμού. Πρόκειται για μια αντίληψη που ηγεμονεύει και στις ίδιες τις λαϊκές συνειδήσεις, που νομιμοποιεί τον ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας τον οποίο αναπαράγει το καπιταλιστικό σχολείο, μια και το αριστερό κίνημα δεν έχει προχωρήσει μέχρι τώρα σε μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση αυτής της λειτουργίας των εκπαιδευτικών μηχανισμών, πέρα από ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις ιδεολογικής κριτικής, που δεν αντιστοιχούνται με τις μαζικές πρακτικές των αριστερών πολιτικών σχηματισμών. Η γονυκλισία και της Αριστεράς απέναντι στην «αριστεία – αξιοκρατία» αποτέλεσε βασικό θεωρητικό της συστατικό, παρόλη την ιστορική κομμουνιστική επιδίωξη του μαρξιστικού κινήματος για την κατάργηση του διαχωρισμού διανοητικής – διευθυντικής και εκτελεστικής – χειρωνακτικής εργασίας.

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βασίζεται θεμελιωδώς στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και στην ιδιωτική ιδιοποίηση της παραγόμενης υπεραξίας, όσο και εξίσου στον ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας που είναι δομικό στοιχείο των αστικών παραγωγικών σχέσεων. Η ιεραρχική πυραμίδα στην εργοστασιακή παραγωγή μηχανικός – τεχνολόγος – εργοδηγός – τεχνίτης – χειριστής – εργάτης, με την κατάλληλη κατανομή των εξουσιών και αρμοδιοτήτων δεν είναι προϊόν των φυσικών ανισοτήτων μεταξύ των ατόμων, αλλά είναι καταναγκαστική επιβολή της αστικής κυριαρχίας, η οποία αναπαράγεται από την λειτουργία του καπιταλιστικού σχολείου. Η επιβολή της ιεραρχικής διαφοροποίησης σε μηχανικό μηχανολόγο, τεχνολόγο μηχανολόγο, εργοδηγό μηχανολόγο κλπ. φτάνει στα όρια της κοινωνικής ηλιθιότητας. Αυτός είναι ο μηχανισμός μέσα από τον οποίο γίνεται η αναπαραγωγή των ιεραρχικών διαβαθμίσεων του «συλλογικού εργάτη», η επιλογή και κατανομή των ατόμων στις θέσεις που παράγει ο ιεραρχικός καταμερισμός της γνώσης και της εξουσίας. Κύριο εργαλείο νομιμοποίησης αυτού του ταξικού διαχωρισμού η επιβολή της «αξιοκρατίας – αριστείας» που επιτρέπει σε ένα στρώμα «μανδαρίνων» (μηχανικοί, γιατροί, νομικοί, οικονομολόγοι κλπ.) να έχουν κυρίαρχη θέση στην παραγωγή, ενώ η πλειοψηφία ωθείται σε σπουδές που προορίζουν τα υποκείμενα για τα κατώτερα στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας. Η ανάλυση των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς σχετικά με αυτή την καπιταλιστική δομή των παραγωγικών δυνάμεων είναι καθοριστική, θεωρώντας ότι η εργατική απελευθέρωση δεν μπορεί να προέλθει παρά από την κατάργηση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας [ Ιδιαίτερες αναπτύξεις τους στον Αντι-Ντύρινγκ καθώς και στην Γερμανική Ιδεολογία ].

Κάθε ιστορικό επαναστατικό εγχείρημα, και πρωτίστως αυτά της σοβιετικής και της κινεζικής οικονομίας, κατήργησαν σε μια πρώτη φάση την τάξη των καπιταλιστών, ως ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και ως φορέων ιδιοποίησης της εξαγωγής υπεραξίας. Εντούτοις στην πορεία ανάπτυξής τους αναπαρήγαν στις επαναστατικές συνθήκες τον ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας, δηλαδή της γνώσης και της εξουσίας, στη νέα δομή των παραγωγικών σχέσεων με αποτέλεσμα την αντικατάσταση των παλιών καπιταλιστών από την διευθυντική εξουσία της τεχνοκρατικής – επιστημονικής γραφειοκρατίας. Αυτό το γεγονός στάθηκε η βαθύτερη αιτία του εκφυλισμού αυτών των εγχειρημάτων και της εκ νέου ανάδειξης των κλασικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η μεγάλη πλειονότητα του εργαζόμενου πληθυσμού απομακρύνονταν δια μέσου ενός ισχυρού numerus clausus από την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, και κατευθύνονταν σε θέσεις και επαγγέλματα στα κατώτερα στρώματα της ιεραρχικής πυραμίδας, ενώ οι λίγοι εκλεκτοί που διασφάλιζαν το εισιτήριο για την πανεπιστημιακή γνώση συγκροτούσαν το διευθυντικό στην παραγωγή, στο κόμμα και στο κράτος, στρώμα της νέας κυρίαρχης τάξης των σύγχρονων μανδαρίνων. Πώς η μαγείρισσα θα συμμετέχει στην διαχείριση του κράτους, εφόσον συνεχίζει να παραμένει μαγείρισσα, βρίσκεται δηλαδή κυριολεκτικά στον πυθμένα της ιεραρχικής κοινωνικής πυραμίδας ; Η μαρξιστική ανάλυση του Ρ. Μπάρο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 διαφώτισε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο αυτή την αναπαραγωγή του αστικού τρόπου παραγωγής στα κοινωνικά καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» [ Η εναλλακτική λύση : Για μια κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού, 1979].

Παρόλα αυτά η ελληνική Αριστερά συνεχίζει να βρίσκεται δέσμια της λατρείας της «αξιοκρατίας – αριστείας», και στην καλύτερη των περιπτώσεων διεκδικεί την δωδεκάχρονη εκπαίδευση (δημοτικό – γυμνάσιο – λύκειο), πράγμα το οποίο σήμερα είναι σχεδόν γενικευμένο σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Απέναντι έτσι στο ζήτημα της πρόσβασης στην τεχνολογική και πανεπιστημιακή εκπαίδευση η αφωνία της είναι πλήρης, αποδεχόμενη ντε φάκτο τις διαδικασίες της επιλογής, του διαχωρισμού διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας, ενώ η κατάργηση αυτού του διαχωρισμού είναι θεμελιακός όρος της μαρξιστικής επαγγελίας για την καθολική λαϊκή χειραφέτηση. Η Α. Φραγκουδάκη ήδη εύστοχα ανέλυσε το νομιμοποιητικό ρόλο της «αξιοκρατίας» ως βάση αποδοχής του αστικού καταμερισμού εργασίας [ Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης: Θεωρίες για την κοινωνική ανισότητα στο σχολείο, 1985]. Πώς όμως θα μπορεί να ασκηθεί η «εργατική εξουσία» εφόσον συνεχίσει να αναπαράγεται ο διχασμός διανοητικής και εκτελεστικής εργασίας, και με το δεδομένο ότι η εργατική τάξη ανήκει στην μεγάλη της πλειονότητα στη σφαίρα της εκτελεστικής εργασίας ; Πώς ο χειριστής, ο εργοδηγός, ο τεχνίτης κλπ. θα μπορούν να ασκούν την εξουσία, όταν στην σύγχρονη αναπτυγμένη τεχνολογικά παραγωγή, στερούνται της πανεπιστημιακής γνώσης, και άρα θα είναι έρμαια της επιστημονικής τεχνοκρατίας που προκύπτει από τον επιλεκτικό μηχανισμό του εκπαιδευτικού συστήματος (numerus clausus), μιας γραφειοκρατίας που θα είναι η νέα διευθυντική τάξη μετά την κατάργηση των τάξης των καπιταλιστών ; Και η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η κοινωνική και πολιτική εξουσία αυτών των «μανδαρίνων» δεν είναι λιγότερο αυταρχική και εκμεταλλευτική από την κλασική ιδιωτική καπιταλιστική εξουσία.

Η καθολική λαϊκή μορφωτική χειραφέτηση

Η Αριστερά, εφόσον λειτουργεί ως φορέας της γενικευμένης λαϊκής χειραφέτησης, δεν μπορεί παρά να επιδιώκει, παράλληλα με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, την κατάργηση του παλιού καταμερισμού της εργασίας και την καθιέρωση του οριζόντιου καταμερισμού της γνώσης και της εξουσίας. Μ’ άλλες λέξεις της ισότιμης και καθολικής συμμετοχής των εργαζομένων και στις θεωρητικές επιστημονικές γνώσεις, και στις τεχνολογικές τους εφαρμογές, και στον πρακτικό χειρισμό των παραγωγικών μηχανών. Ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να είναι κατηγορηματικά αντίθετη στο σύστημα επιλεκτικού διαγωνισμού που τοποθετείται μεταξύ του λυκείου και της ανώτερης – ανώτατης εκπαίδευσης, και να επιδιώκει την ελεύθερη πρόσβαση της νεολαίας και των εργαζομένων στην πανεπιστημιακή γνώση, τουλάχιστον όσων συμπληρώνουν την βάση του 10 έναντι του άριστα του 20, σε μια κατάλληλη εξεταστική, και ουδόλως διαγωνιστική, διαδικασία. Και βέβαια μια τέτοια ρηξικέλευθη ανατροπή που θέλει να υπηρετήσει τον στόχο της κατάργησης του διαχωρισμού διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας, απαιτεί τον εκ βάθρων μετασχηματισμό του πανεπιστημίου και των ΤΕΙ.

Για να γίνει εφικτός ο οριζόντιος καταμερισμός της εργασίας, για να επιτευχθεί η ελεύθερη πρόσβαση εργαζομένων και νεολαίας στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, για να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο μια εργατική εξουσία, απαιτούνται επαναστατικές αλλαγές στην ίδια την ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση, που μεταξύ των άλλων είναι :

Η πλήρης και ολοσχερής κατάργηση των ΤΕΙ και η ενσωμάτωσή τους στις αντίστοιχες πανεπιστημιακές σχολές, π.χ. οι σχολές τεχνολόγων μηχανολόγων, δομικών έργων, τοπογράφων κλπ. στις αντίστοιχες σχολές των πολυτεχνικών ιδρυμάτων. Η κατάργηση του διαχωρισμού μιας ιεραρχίας σχολών όπως πολυτεχνεία, τεχνολογικά ιδρύματα και επαγγελματικά λύκεια (μηχανικών – τεχνολόγων – εργοδηγών – χειριστών κλπ.) είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την καθολική πρόσβαση στην γνώση του αντίστοιχου τεχνικού κλάδου παραγωγής.

Η δόμηση των μεγάλων πανεπιστημιακών σχολών νευραλγικής σημασίας στη βάση του αναγκαίου τρίπτυχου : Θεωρητικές γνώσεις στο αντίστοιχο αντικείμενο, τεχνολογικές εφαρμογές, πρακτικός χειρισμός των μηχανών υλοποίησης της αντίστοιχης παραγωγής. Οι τρεις αυτές εκπαιδευτικές διαστάσεις συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο που δεν μπορεί να διαχωρίζεται και να διασπάται σε διαφορετικά ιεραρχικά επίπεδα, που αναπαράγουν την διάκριση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας.

Λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας με την θεσμοθετημένη ισότιμη συμμετοχή όλων των εργαζομένων τόσο στη θεωρητική επεξεργασία, όσο και στις τεχνολογικές εφαρμογές καθώς και στην υλική διεκπεραίωση της παραγωγικής διαδικασίας. Κατάργηση δηλαδή των εσωτερικών ταξικών διαχωρισμών του «συλλογικού εργάτη», έτσι ώστε να μπορεί και η καθαρίστρια να συμμετέχει στην διαχείριση του κράτους. Ενιαία δηλαδή συμμετοχή των εργαζομένων τόσο στις δικαιοδοσίες της διευθυντικής εργασίας, όσο και της πρακτικής εκτέλεσης της παραγωγής.

Να ποια μπορεί να είναι η αντιμετώπιση της σημερινής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του ΣΥΡΙΖΑ, που αναπαράγει τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού σχολείου (διαίρεση των λυκείων σε γενικά και επαγγελματικά, επιλεκτικός διαγωνισμός στο δεύτερο τετράμηνο της τρίτης λυκείου). Να ποια μπορεί να είναι η εναλλακτική πρόταση των όποιων δυνάμεων επιχειρούν να προσδιορίζονται στο πεδίο της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Κι’ αυτά δεν μπορεί να είναι παρά πρακτικές και στόχοι στο ιστορικό παρόν, και να μην παραπέμπονται στο βάθος του ορίζοντα του μέλλοντος, έτσι ώστε ουσιαστικά να ακυρώνονται.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας