Πού τελειώνει το πολιτικο-επικοινωνιακό παιχνίδι και πού αρχίζουν τα πραγματικά παιχνίδια πολέμου; Το ερώτημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο αφότου οι εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αναζωπυρώθηκαν κατά τρόπο τέτοιο, ώστε μια γενικευμένη θερμή σύγκρουση εντός των επόμενων ημερών να μην μπορεί να αποκλεισθεί.
Σταθμοί αυτής της κλιμάκωσης υπήρξαν η υπογραφή στις 24 Μαρτίου από τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι διατάγματος με το οποίο το δόγμα ασφαλείας της χώρας του δομείται γύρω από τον στόχο της ανάκτησης της (προσαρτηθείσας στη Ρωσία το 2014 κατόπιν δημοψηφίσματος) Κριμαίας και την αναγόρευση της Μόσχας ως κύριου εχθρού, ο πολλαπλασιασμός των αψιμαχιών στη γραμμή αντιπαράταξης με τις δυνάμεις των ρωσόφωνων αυτονομιστών στο Ντονμπάς, η ανάπτυξη ισχυρών ρωσικών δυνάμεων από την άλλη πλευρά των συνόρων, η οποία καταγγέλθηκε ομόθυμα στη Δύση ως προετοιμασία εισβολής, καθώς και η ενίσχυση της αποστολής αμερικανικού στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία. Σημαντικότερη όλων, η πρωτοβουλία του Ζελένσκι να επικοινωνήσει με τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ αλλά και με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν ο οποίος διαβεβαίωσε το Κίεβο ότι έχει τη στήριξη της Ουάσιγκτον.
Είναι η ερμηνεία αυτής της τελευταίας διαβεβαίωσης που θα κρίνει την έκβαση των πραγμάτων. Πιεζόμενος από την ένοπλη ακροδεξιά εντός της χώρας του να “επιδείξει πυγμή” και καλυπτόμενος από το ότι η Δύση έχει πλήρη έλεγχο του αφηγήματος, που θα επιτρέψει να παρουσιαστεί ακόμη και μια ουκρανική επιθετική πρωτοβουλία ως ρωσική εισβολή (όπως συνέβη με την απόπειρα ανάκτησης της Βόρειας Οσετίας από τον τότε πρόεδρο της Γεωργίας Σαακασβίλι το 2008), ο εκλεγείς υπό τη σημαία της μετριοπάθειας Ζελένσκι νιώθει ισχυρό τον πειρασμό να κινηθεί στρατιωτικά. Όμως ταυτόχρονα γνωρίζει ότι ο συσχετισμός στο πεδίο των μαχών θα είναι εξαιρετικά αρνητικός: αν η ουκρανική πλευρά αναμετρηθεί όχι απλώς με τους αυτονομιστές του Ντονμπάς, αλλά απευθείας με τις ρωσικές δυνάμεις, πράγμα που μετά βεβαιότητας θα συμβεί, αν οι ρωσόφωνοι απειληθούν με ήττα, πόσω μάλλον αν υπάρξουν ενέργειες κατά της προσαρτηθείσας Κριμαίας, τότε μόνο η εξωτερική βοήθεια θα προφυλάξει το Κίεβο. Θα έρθει; Και με ποια μορφή, όταν κάτι τέτοιο θα ανοίγει το ενδεχόμενο αναμέτρησης πυρηνικών δυνάμεων;
Είναι αυτή η ανησυχία που υπογείως τροφοδοτεί προσπάθειες εκτόνωσης, ή έστω αλληλοαναγνώρισης “κόκκινων γραμμών”, όπως η επικοινωνία των Αρχηγών Γενικών Επιτελείων ΗΠΑ και Ρωσίας, καθώς και των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας, ως συνεγγυητών της συμφωνίας του Μινσκ, με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Και είναι τα ίδια ρίσκα στα οποία ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν διακρίνει άλλη μία ευκαιρία προβολής των φιλοδοξιών του, σε υλοποίηση της πρόσφατης τουρκο-ουκρανικής συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας. Χαρακτηριστικά, ο Ζελένσκι θα συναντηθεί με τον Ερντογάν τη Δευτέρα, ενώ έχει ήδη επισκεφθεί το Κατάρ, στενό σύμμαχο της Άγκυρας, με τις πληροφορίες να θέλουν ισλαμιστές αντάρτες της βόρειας Συρίας να έχουν λάβει από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες οδηγίες να προετοιμάζονται για ενδεχόμενη μεταφορά στην Ουκρανία, όπως ακριβώς είχαν αξιοποιηθεί και στη σύγκρουση της Λιβύης.
Το γιατί πίσω από την πρόσοψη της ρωσο-τουρκικής συνεργασίας κυοφορούνται συγκρούσεις τέτοιου τύπου αναδεικνύει και τα επίδικα της επιδιωκόμενης από κύκλους της Ουάσιγκτον κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Ενώπιον της ανάδυσης (και της όλο και πιο στενής συνεργασίας) των ευρασιατικών δυνάμεων, ήτοι της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν, ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας αποκτά στρατηγική προτεραιότητα, όπως και η διακοπή της ενεργειακής και άλλης συνεργασίας της Μόσχας με τους πλέον αυτονομημένους ατλαντικούς συμμάχους, όπως η Γερμανία και η Τουρκία.
Πρόκειται για στόχο αυτοεκπληρούμενο, εάν Ρωσία και Ουκρανία συρθούν σε πόλεμο, χωρίς αυτό να προϋποθέτει καθόλου ότι η Ουάσιγκτον και συνολικά η Δύση θα επενδύσουν στρατιωτικά ή οικονομικά στην αναλώσιμη χώρα του Ζελένσκι.