Εξέγερση: Tο λυκόφως των γεγονότων

1908
ακεπ

«Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω,
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο»

(Διονύσιος Σολωμός)

Αρκετές φορές με αφορμή σκάνδαλα, όπως λόγου χάρη Κοσκωτά, Τσοχατζόπουλου, Siemens, Μονής Βατοπεδίου, και πρόσφατα Novartis, Παπαντωνίου κλπ., οι απόψεις που προπαγανδίζονται καταιγιστικά από τα ΜΜΕ και την ιντελιγκέντσια του καθεστώτος, είναι η άποψη του ότι, η αβελτηρία και η διαφθορά αξιωματούχων των κομμάτων εξουσίας και του κράτους, καθώς και η διαπλοκή με μεγάλα οικονομικά συμφέροντα του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού», ευθύνονται για τα δημοσιονομικά προβλήματα και την οικονομική κρίση, και η άποψη του ότι, ο λαός -ιδίως τα φτωχά λαϊκά στρώματα- ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση αφού με τη στάση, την πράξη ή την απραξία του στήριξε, ενίσχυσε ή ανέχτηκε κόμματα, πολιτικές και νοοτροπίες, που συνέβαλαν στη μεγέθυνση της σήψης, της διαφθοράς και της εξαχρείωσης.

Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρείται από το καθεστώς να παγιωθεί στη συνείδηση του λαού η παραβατικότητα και η ενοχή των προσώπων, και να συγκαλυφθεί η ενοχή και η ύβρις του κοινωνικού συστήματος. Εδώ, η ηθική διάσταση της κοινωνικής σήψης –που, βέβαια, έχει και τη σημασία της και τις συνέπειές της- υπερτονίζεται κι εκλαμβάνεται σαν δεσπόζουσα αιτία των κοινωνικών προβλημάτων, ενώ υποβαθμίζονται οι επιπτώσεις από τις αντινομίες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και η αλληλεπίδραση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών του κοινωνικού γίγνεσθαι στη διαμόρφωση της κοινωνικής κατάστασης. Εδώ, οι φιλοσοφικές θέσεις του αστισμού για το ρόλο των ατόμων στη διαμόρφωση των κοινωνικών φαινομένων προβάλουν ενεργητικά σαν καθολική κοσμοαντίληψη, σαν ιδεολογία, και παράγουν αποτέλεσμα.

Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» γράφει:

«Η δική μου άποψη που αντιλαμβάνεται την εξέλιξη των οικονομικών κοινωνικών σχηματισμών σαν φυσικο-ιστορικό προτσές, μπορεί, λιγότερο από κάθε άλλη, να θεωρεί το ξεχωριστό άτομο υπεύθυνο για συνθήκες, κοινωνικό προϊόν των οποίων παραμένει το ίδιο, όσο κι αν ανυψώνεται υποκειμενικά πάνω απ’ αυτές».

Να μην ξεγελιόμαστε: η παρούσα οικονομική κρίση είναι δομική. Δεν είναι προϊόν ανεπαρκούς διαχείρισης των θεσμών του αστικού κράτους από τα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα, ούτε προϊόν πολιτικών προγραμμάτων ή προσώπων, ούτε προϊόν κακής χρήσης των θεωρητικών μοντέλων πολιτικο-οικονομικής διεύθυνσης της κοινωνίας, ούτε προϊόν διαφθοράς και διαπλοκής (αν και τα φαινόμενα αυτά μεγεθύνουν τις συνέπειες της κρίσης), ούτε προϊόν απλής φάσης του οικονομικού κύκλου «ανάπτυξη-ύφεση-κρίση».

Το δημόσιο χρέος σκόπιμα προσεγγίζεται από το καθεστώς «υποκειμενικά», και σκόπιμα διερμηνεύεται ανάλογα με τον Καντιανό θεωρητικό διαχωρισμό της πραγματικότητας -σύμφωνα με τον οποίο, η πραγματικότητα υπάρχει όπως την αντιλαμβανόμαστε και τη γνωρίζουμε με τις γενικές μορφές που εισάγονται από τη νόηση και τις αισθήσεις μας (χώρο, χρόνο, κατηγορίες). Μάλιστα, στην προπαγάνδα των οδηγητών γνώμης, που «βλέπουν» στα αίτια και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσιονομικών προβλημάτων ν’ αποκρυσταλλώνονται, να εξαντικειμενικοποιούνται οι αντιλήψεις και η βούληση των φορέων της εξουσίας και του λαού, το δημόσιο χρέος αντιμετωπίζεται με τις φιλοσοφικές κατηγορίες του Σοπενχάουερ «σαν βούληση και σαν παράσταση» -δηλαδή, αντιμετωπίζεται σαν κοινωνικό γεγονός στο οποίο μορφοποιείται και προβάλλεται η βούληση των υποκειμένων (κυβερνητική εξουσία-λαός, π.χ. «όλοι μαζί τα φάγαμε»).

Να μην ξεγελιόμαστε: τα δημοσιονομικά προβλήματα, το δημόσιο χρέος, η κρίση δανεισμού κλπ., δεν παρήγαγαν την οικονομική κρίση. Αντίθετα, η οικονομική κρίση παρήγαγε τα δημοσιονομικά προβλήματα.

Η δομική κρίση του καπιταλισμού είναι νομοτελειακή εκδήλωση της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, που έχει καταστήσει το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο ανίκανο ν’ αξιοποιηθεί και να παράξει ή να προσποριστεί υπεραξία με επαρκές και βιώσιμο ποσοστό κέρδους. Είναι η νομοτελειακή ανικανότητα του υπερσυσσωρευμένου κεφάλαιου ν’ αξιοποιηθεί στην πραγματική οικονομία ή, ακόμα-ακόμα, να επενδυθεί πιστώνοντας το αστικό κράτος με την βεβαιότητα ότι θ’ αποπληρωθούν τα τοκοχρεολύσια. Το δημόσιο χρέος -αποτέλεσμα και αιτία της καπιταλιστικής ανάπτυξης- έχει πάψει στις μέρες μας να είναι το ασφαλές καταφύγιο του υπερπλουτισμού των οικονομικών ελίτ. Έτσι, το δημόσιο χρέος, η κρίση δανεισμού, ο αποπληθωρισμός των κρατικών χρεογράφων, έχει γίνει σήμερα ο εφιάλτης των αστικών τάξεων όλου του κόσμου.

Η αδυναμία της υλικής δομής, να αυτορρυθμιστεί (σχολή Φρίντμαν) ή να ανταποκριθεί στους σχεδιασμούς της πολιτικής εξουσίας (κεϋνσιανή σχολή), είναι νομοτελειακή: δεν είναι προϊόν μιας αβεβαιότητας -που αναλογεί σε μία αιτιότητα που παράγει «το τυχαίο» (Prigogine), αλλά προϊόν μιας βεβαιότητας διαλεκτικής -που παράγει «το αναγκαίο».

Το φαινόμενο της δομικής κρίσης του καπιταλισμού αντιφάσκει με το φαινόμενο της δομικής κρίσης του αριστερού κι εν γένει του αντικαπιταλιστικού πολιτικού κινήματος. Κι όπως η δομική κρίση του καπιταλισμού είναι αντικειμενικό προϊόν της φυσικο-ιστορικής αδυναμίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ν’ αντιστοιχηθούν προς το νέο χαρακτήρα των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, έτσι και η δομική κρίση του αριστερού κι εν γένει του αντικαπιταλιστικού πολιτικού κινήματος είναι υποκειμενικό προϊόν της ιστορικής αδυναμίας της περιοχής του εποικοδομήματος που ονομάζεται «αντικαπιταλιστικός χώρος» να εκπροσωπήσει πολιτικο-ιδεολογικά την φυσικο-ιστορική αντίφαση της υλικής δομής, είναι απόρροια της υποκειμενικής αρνητικότητας του πληθυσμού προς την ιδεολογία του κρατικού καπιταλισμού, είναι αποτέλεσμα της ασυμβατότητας των πολιτικών οραμάτων του αντικαπιταλιστικού χώρου με τα σύγχρονα προβλήματα και τις σύγχρονες ανάγκες, είναι η συνέπεια του μοριακού μεταμορφισμού που έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες η επαναστατική διανόηση από την ιθύνουσα τάξη.

Πράγματι«η πραγματικότητα εξαντλείται όλη στα φαινόμενα και πέρα από τα φαινόμενα δεν υπάρχει τίποτα. Η απόδειξη όμως δεν είναι εύκολη. Τι είναι τα φαινόμενα; Είναι κάτι το αντικειμενικό που υπάρχει καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό, ή είναι ποιότητες που ξεχώρισε ο άνθρωπος ως επακόλουθο των πρακτικών αναγκών του (οργάνωση της οικονομικής του ζωής) και των επιστημονικών ενδιαφερόντων του, δηλαδή από την ανάγκη να βρει μια τάξη στον κόσμο και να περιγράψει και να ταξινομήσει τα πράγματα (ανάγκη που και αυτή συνδέεται με έμμεσα και μελλοντικά πρακτικά ενδιαφέροντα);» (Μαρξ)

Σήμερα, το παράδοξο φαινόμενο, η διαρκώς εντεινόμενη λαϊκή αγανάκτηση προς τις μνημονιακές κυβερνήσεις και κόμματα, και η διαρκώς εντεινόμενη κριτική όλων προς το πολιτικό σύστημα, να μην οδηγεί στην άρση της παθητικότητας και στην ενεργοποίηση του λαού, υπερβαίνει, ως προς την αντιφατικότητά του, ακόμη και το «παράδοξο του Επιμενίδη», και θυμίζει τις σκέψεις του μεγάλου Ιταλού ηγέτη-διανοητή.

Γράφει ο Γκράμσι:

«Η αδιαφορία επενεργεί δυναμικά στην ιστορία. Επενεργεί παθητικά, ωστόσο επενεργεί. Είναι το πεπρωμένο. Είναι κάτι που δεν μπορούμε να βασιστούμε επάνω του, είναι κάτι που ανατρέπει τα προγράμματα, που αντιστρέφει τα καλύτερα καταστρωμένα σχέδια, είναι η ακατέργαστη ύλη που εξεγείρεται ενάντια στη νόηση και την πνίγει. Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει επάνω σε όλους, το πιθανό καλό που μια ηρωική πράξη (καθολικής αξίας) μπορεί να γεννήσει, δεν οφείλεται τόσο στην πρωτοβουλία των λίγων που ενεργούν, όσο στην αδιαφορία, στην απουσία των πολλών. Αυτό που συμβαίνει, δεν συμβαίνει τόσο γιατί μερικοί θέλουν να συμβεί, όσο γιατί η μάζα των ανθρώπων παραιτείται από τη θέλησή της, αδιαφορεί, αφήνει να μαζεύονται οι κόμποι που έπειτα μόνο το σπαθί θα μπορέσει να κόψει, αφήνει να θεσμοθετούνται οι νόμοι που έπειτα μόνο η εξέγερση θα καταλύσει, αφήνει ν’ ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που έπειτα μόνο μια εξέγερση θα μπορέσει να τους ανατρέψει. Το πεπρωμένο που φαίνεται να κυριαρχεί στην ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το απατηλό πρόσχημα αυτής της αδιαφορίας, αυτής της απουσίας».

Είναι αλήθεια, η εκ των πραγμάτων οργανωτική και πολιτική ανωριμότητα των μισθοσυντήρητων και του λαού αποτελεί σήμερα το κυρίαρχο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι αλήθεια, οι λαοί -όταν μπορούν να επιλέξουν- επιλέγουν τους ηγέτες που αντιστοιχούν στη συνείδησή τους. Είναι επίσης αλήθεια, πως χωρίς την πολιτική ενεργοποίηση των μισθοσυντήρητων και του λαού κανένα απ’ τα σημερινά οικονομικά, κοινωνικά και θεσμικά προβλήματα δεν θα επιλυθεί. Η παθητικότητα, όμως, του λαού δεν είναι η αιτία της εφιαλτικής σημερινής κατάστασης, αλλά το αποτέλεσμα των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών.

Οι Γάλλοι «ιστορικοί της Παλινόρθωσης», με πρώτον τον Μινιέ, έλεγαν πως, για να υπάρξει κάτι στα πράγματα πρέπει πρώτα να υπάρξει στις ανάγκες, και πως όταν διαφοροποιηθούν οι ανάγκες διαφοροποιούνται και τα πράγματα. Με ανάλογο τρόπο έγραφε ο Γκιζό: «Πριν γίνουν αιτία, οι θεσμοί είναι αποτέλεσμα. Η κοινωνία τους παράγει, προτού να τροποποιηθεί από αυτούς. Κι αντί να αναζητούμε μέσα στο σύστημα ή στις μορφές της διακυβέρνησης να βρούμε ποια ήταν η κατάσταση του λαού, θα πρέπει να εξετάζουμε πριν απ’ όλα την κατάσταση του λαού». Τέλος, ο Ωγκυστέν Τιερρύ διευκρίνιζε: «Θέλετε να μάθετε πραγματικά ποιος δημιούργησε έναν θεσμό, ποιος συνέλαβε μιαν κοινωνική ενέργεια; Κοιτάξτε ποιοί έχουν αληθινά ανάγκη απ’ αυτόν. Σ’ αυτούς πρέπει να ανήκει η πρώτη σκέψη, η θέληση δράσης και τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της πραγματοποίησής της: is fecit qui prodest (εκείνος πράττει όστις και ενδιαφέρεται): το αξίωμα αυτό ισχύει τόσο στην ιστορία όσο και στο δίκαιο». 

Σίγουρα, οι «ιστορικοί της Παλινόρθωσης» προσέφεραν πολλά στην φιλοσοφική και ιστορική σκέψη της εποχής τους. Έκτοτε, οι φιλοσοφικές αντιλήψεις για τους νόμους που διέπουν την ιστορική κίνηση και τις κοινωνικές σχέσεις πραγματοποίησαν αλματώδη πρόοδο, με αποκορύφωμα τις κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού.

«Όταν εξετάζουμε δυνητικά την εποχή μιας κοινωνικής ανατροπής, δεν πρέπει να την εξετάζουμε μέσα από την συνείδηση που έχει αυτή για τον εαυτό της, αλλά μέσα από τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της συγκεκριμένης εποχής και της συγκεκριμένης κοινωνίας» (Μαρξ).

Θέλω να πω μ’ αυτό πως, αν εξετάσουμε την σημερινή ελληνική κοινωνία με την συνείδηση που έχει αυτή για τον εαυτό της, καθώς και με τις ανάγκες και τις ελπίδες για ευτυχία μέσα στο υπάρχον οικονομικο-κοινωνικό σύστημα, θα οδηγηθούμε στο λανθασμένο συμπέρασμα πως η σημερινή βαρβαρότητα είναι το αποτέλεσμα των αναγκών, των αντιλήψεων και της συνείδησης του λαού.

Θέλω να πω μ’ αυτό πως, «η βάση και το εποικοδόμημα σχηματίζουν ένα ιστορικό μπλοκ, δηλαδή: το πολύπλοκο αντιφατικό και ασύμφωνο σύνολο των δομών του εποικοδομήματος είναι η αντανάκλαση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Έτσι εξάγεται ότι: μόνο ένα καθολικό σύστημα ιδεολογιών αντανακλά λογικά την αντίφαση της βάσης και αντιπροσωπεύει την ύπαρξη των αντικειμενικών συνθηκών για την ανατροπή μέσα από την πράξη» (Γκράμσι).

Σήμερα, από το σύστημα ιδεολογιών του εποικοδομήματος απουσιάζουν καθοριστικά οι σταθερές πολιτικές και ιδεολογικές δομές πουανακλούν από την πλευρά των παραγωγικών δυνάμεων την αντίφαση της βάσης, κι έτσι δυσχεραίνεται η συνειδητοποίηση και ολοκλήρωση αυτής της σύγκρουσης μέσα από την πράξη. Όμως, πέραν τούτου, επειδή με τα μέτρα των μνημονιακών κυβερνήσεων -που στοχεύουν, από τη μια με τη μείωση του κόστους εργασίας ν’ αντιρροπίσουν την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, και από την άλλη με τα εισπρακτικά φορολογικά μέτρα να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων προς την ελίτ του χρήματος, πράγμα που περιορίζει το κέρδος κι εντείνει την πτωτική τάση του- επιτελείται βίαιη παρέμβαση του εποικοδομήματος στην υλική δομή, ανατρέπονται τα αξιακά δεδομένα της υλικής παραγωγής, δυσχεραίνεται η αναπαραγωγή των όρων παραγωγής, ενεργοποιείται αυτοματικά η αντικειμενική δράση του νόμου της αξίας και δημιουργούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για αυθόρμητα κινήματα και εξεγέρσεις.

Αν, τώρα, η εξέγερση είναι το λυκόφως των γεγονότων της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, που θα καταλύσει «με το σπαθί» τις εφιαλτικές κοινωνικές συνθήκες -που δημιουργήθηκαν από την οικονομική κρίση, από τα αντιλαϊκά μέτρα των απανωτών μνημονίων και από την παθητικότητα και την αδιαφορία των πολλών- ή αν θα οδηγηθούμε σε κυβερνητικές μορφές εξουσίας ακραίας βαρβαρότητας, θα εξαρτηθεί από το αν πρωτοβουλίες σαν αυτή της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ του Π. Λαφαζάνη, και από το αν πολιτικές θέσεις σαν κι αυτές που υποστηρίζει και προπαγανδίζει το ΑΚΕΠ, ριζώσουν και αναπτυχθούν μέσα στα σπλάχνα της σημερινής κοινωνίας.

Είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη να κατανοηθούν οι σκέψεις του μεγάλου διανοητή και ιδρυτή του επιστημονικού σοσιαλισμού:

«Οι επαναστάσεις έχουν ανάγκη από ένα παθητικό στοιχείο, μια υλική βάση… Δεν αρκεί να τείνει η σκέψη να πραγματωθεί, πρέπει και η πραγματικότητα να τείνει να γίνει σκέψη… Μόνο στο όνομα των γενικών δικαιωμάτων της κοινωνίας μια επί μέρους τάξη μπορεί να διεκδικήσει τη γενική κυριαρχία. Για να μπορέσει να καταλάβει με έφοδο τη θέση αυτή του ελευθερωτή, και από κει να καταφέρει να εκμεταλλευτεί πολιτικά όλες τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας προς όφελος της δικής της, η επαναστατική δραστηριότητα και το αίσθημα της διανοητικής της αξίας δεν αρκούν. Για να εναρμονιστούν η επανάσταση ενός λαού και η χειραφέτηση μιας επί μέρους τάξης της κοινωνίας, για να μπορέσει ένα από τα κοινωνικά της σύνολα να περάσει για το σύνολο της κοινωνίας, πρέπει, αντίθετα, όλα τα ελαττώματα της κοινωνίας να συγκεντρώνονται σε μια άλλη τάξη, πρέπει ένα συγκεκριμένο στρώμα να είναι υποκείμενο γενικού σκανδάλου, η ενσάρκωση του γενικού φραγμού, πρέπει μια ιδιαίτερη κοινωνική σφαίρα να προσωποποιεί το διαβόητο έγκλημα ολόκληρης της κοινωνίας, έτσι ώστε απελευθέρωση από τη σφαίρα αυτή να φαίνεται και σαν αυτοαπελευθέρωση από τις αλυσίδες. Για να μπορέσει μια κοινωνική σφαίρα να γίνει η απελευθερωτική par excellence σφαίρα πρέπει, αντίστροφα, μια άλλη σφαίρα να είναι εκείνη που υποδουλώνει».

Σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά και τα μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΠΟΤΑΜΙ κλπ.), προσωποποιούν κι εκπροσωπούν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας της αστικής τάξης, τα συμφέροντα της χρηματιστικής ολιγαρχίας, προσωποποιούν και εκπροσωπούν «το διαβόητο έγκλημα» της δυστυχίας, της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης ενός ολόκληρου λαού. Ο αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, την ακύρωση της πολιτικής των μνημονιακών κομμάτων και την αναίρεση των εφαρμοστικών μνημονιακών νόμων, είναι αγώνας που αναφέρεται «στο όνομα των γενικών δικαιωμάτων της κοινωνίας», είναι αγώνας που οδηγεί στη χειραφέτηση των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού, στη χειραφέτηση της εργατικής τάξης.

*Ο Αντώνης Π. Χάλαρης είναι μέλος της ΑΚΕΠ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας