Ελαχιστάκης

1907

Ποτέ μην τα βάζεις με πεσμένους χάμω, με δασκάλευε η μάνα μου μικρό και από καιρού εις καιρόν μεγαλώνοντας, άκουγα ελαφρώς παραλλαγμένη τη φράση από ορισμένους ξηγημένους καθηγητές στο Γυμνάσιο και από μετρημένους μέντορες στη δουλειά και τη ζωή. Την αποστήθισα λοιπόν νεράκι και, όταν δεν ξεχνιέμαι, η εφαρμογή της ρέει ανακλαστικά. Δεχόταν τα μονίμως κυρτωμένα, οπωσούν αμβλυκόρυφα και σπανίως εύστοχα βέλη της στήλης ο Πολλάκις ενόσω μοστραριζόταν ακόμα πολύς. Τώρα που λιγοστεύει διαρκώς, κινδυνεύοντας να σκάσει σαν μπαλόνι, παραφουσκωμένο με οίηση και αέρα κοπανιστό, αρκούμαι στην υπενθύμιση της κατακλείδας παλαιότερου σημειώματος για την αφεντιά του: «Εξακολουθεί να κάνει ζημιά στο κόμμα του, νομίζοντας πως ωφελεί τον εαυτό του. Σαχλαμαρόμαγκας».

Ιδιαζόντως αμβλύνοες κυβερνητικοί βουλευτές και κατ’ αποκοπήν απολογητές του Μαξίμου το κατάλαβαν, έστω και αργά. Πάλι καλά. Εκείνος που δεν εννοεί να το αντιληφθεί δυστυχώς είναι ο ΘΑλέξης αυτοπροσώπως, όστις περιέβαλε τον εκλεκτό του με την αδιάβροχη αιγίδα του, μετατρέποντας την πρόταση μομφής εναντίον του σε παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς σύσσωμο το κυβερνητικό σχήμα. Τον δικαιολόγησε, μάλιστα, υπογραμμίζοντας ότι το παλικάρι είναι κάπως αψύ, καθότι έλκει την καταγωγή του απ’ τα Σφακιά. Συνάντησα σ’ απάτητα όρη της Κρήτης βοσκούς που ουδέποτε ξεμυτίζουν απ’ το μιτάτο κι όμως διαθέτουν απαράμιλλη φυσική ευγένεια και σπάνια ανθρωπιά. Το να τους αποδίδεις τον πολιτικό κρετινισμό, τη μισαλλοδοξία και την τσάμπα μαγκιά του ανεκδιήγητου υπουργού ισοδυναμεί με υπέρτατη ύβρι και προσβολή.

Τέρμα το Πολλάκις τώρα που ’χει μείνει ελάχιστος. Η μπογιά του δεν περνάει πια στην Κρήτη. Γι’ αυτό βάζει πλώρη προς μείζονες περιφέρειες του Λεκανοπεδίου, ποντάροντας την επανεκλογή του στα ταπεινά ορμέμφυτα του κουμουνδουρικού όχλου και προεξοφλώντας την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Επιστρέφω στη χθεσινή απρέπεια να εξυμνώ ασεβώς τα σουβλάκια της μέρες της μεγαλοβδομαδιάτικης νηστείας. Η επαπειλούμενη εκτόξευση της τιμής τους, ήτις ενδέχεται να προκαλέσει παρ’ ημίν πάνδημη επανάσταση, οφείλεται, καθώς μαθαίνω, σε επιδημία που εξολοθρεύει τα γουρούνια στην Κίνα, χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές και εισαγωγές χοιρινού κρέατος παγκοσμίως.

Άτιμη η ζήτηση, αφιλότιμη η προσφορά κι οι τιμές τραβούν αναπόδραστα την ανηφόρα. Βλέπω να μας μένουν στο τέλος ξερές οι πίτες. Θεόγυμνες. Θα τις στουμπώνουμε εκόντες άκοντες με ντομάτα, κρεμμύδι, πατάτες και άφθονο τζατζίκι και θα ευγνωμονούμε τους αγίους για την τύχη μας. Η χαρά των βίγκαν και των ευσεβών χριστιανών. Σουβλάκι με καλαμάκι θα ντερλικώνουμε μονάχα αν έχουμε κολλητό τον κτηνοτρόφο και θα το πληρώνουμε χρυσάφι στη μαύρη αγορά. Φρονώ, εν τούτοις, πως θα ’πρεπε να εξεγερθούμε, όχι γιατί θα πάει τρία ευρώ το τυλιχτό, αλλά από την αποκάλυψη της είδησης ότι οι γύροι μας έρχονται γύρω από το Πεκίνο, που φημίζεται για τα μαϊμού προϊόντα του. Πίθηκοι, γορίλες και ουρακοτάγκοι δηλαδή, μπας και δέσει ο πρόλογος με τον επίλογο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας