Εισαγωγή στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο

2931
νεοναζισμός

Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος συγκαταλέγεται στους πλέον μακρόχρονους πολέμους που γνώρισε το ελληνικό κράτος στην σύντομη ιστορία του. Κράτησε περίπου τρία ολόκληρα χρόνια. Λέμε περίπου καθώς, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εμφυλίους πολέμους, δεν θα μπορούσαμε εύκολα να προσδιορίσουμε μια ημερομηνία έναρξης και λήξης του αντίστοιχα. Οι κλασσικοί πόλεμοι αρχίζουν με μια νομική πράξη, την «κήρυξη του πολέμου» και τελειώνουν με μια αντίστοιχη, την ανακωχή ή τη Συνθήκη ειρήνης. Τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει με τους εμφυλίους πολέμους. Σε αυτούς οι κοινωνίες χωρίζονται σε στρατόπεδα που διολισθαίνουν στην πολεμική αναμέτρηση χωρίς να έχουν ανάγκη ούτε από «κήρυξη» ούτε από οποιαδήποτε άλλη πράξη νομικού χαρακτήρα. Το δε τέλος τους υπαγορεύεται από τον χαρακτήρα τους. Είναι πόλεμοι ολοκληρωτικοί όπου ο ηττημένος απλά πρέπει να εξαλειφθεί από τον εθνικό και κοινωνικό χάρτη.

Το σύνηθες -και από μερικές απόψεις «επίσημο»- ορόσημο για την έναρξη του πολέμου αναφέρεται στην επίθεση της ομάδας Υψηλάντη στον Σταθμό Χωροφυλακής και το Εκλογικό Τμήμα του Λιτοχώρου το βράδυ της παραμονής των εκλογών της 30ης Μαρτίου 1946. Πρόκειται όμως για ένα μεμονωμένο περιστατικό , προειδοποίηση ίσως ή ακόμα απάντηση στα γεγονότα της Καλαμάτας, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, όπου το κράτος καταλύθηκε από το παρακράτος του Μαγγανά και της Χ. Στη διάρκεια του Απριλίου, του Μαίου ή και του Ιουνίου του 1946, δεν υπήρξε στρατιωτική εμπλοκή που θα μπορούσε να πιστοποιήσει την έναρξη ενός πολέμου. Ο τελευταίος, για να ξεκινήσει, χρειαζόταν ένα πολιτικό γεγονός.

Το τελευταίο ήταν η έγκριση από την «αναθεωρητική Βουλή» του Γ’ Ψηφίσματος, στις 18 Ιουνίου 1946. Το ψήφισμα όριζε ότι η κάθε δραστηριότητα που στρεφόταν εναντίον της «έννομης τάξης» -όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στους καιρούς της «λευκής τρομοκρατίας»-  αποτελούσε ένα είδος εξωτερικής εισβολής καθώς αποσκοπούσε στην «απόσπαση μέρους εκ του όλου της ελληνικής επικράτειας».  Με το Ψήφισμα καθοριζόταν ο εχθρός και ξεκαθάριζαν τα μέσα για την αντιμετώπισή του: η προδοσία τιμωρείτο με θάνατο. Το κράτος μπορούσε πλέον να αναλάβει το ίδιο τα καθήκοντα των τρομοκρατικών παρακρατικών συμμοριών. Ο πόλεμος μπορούσε να ξεκινήσει και φυσικά, ξεκίνησε. Τον Ιούλιο του 1946 -ειδικά μετά τις πρώτες θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις στη βάση του Γ’ Ψηφίσματος-  έχουμε τις πρώτες συγκρούσεις που παραπέμπουν σε στρατιωτική αναμέτρηση. Σε εμφύλιο πόλεμο.

Αυτός λοιπόν ο πόλεμος που δεν είχε ακριβή ημερομηνία έναρξης δεν είχε, όπως αναμενόταν, και προσδιορισμένη ημερομηνία λήξης. Καμία ανακωχή και καμία συνθήκη δεν τον σταμάτησε. Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 1949, έπεσε ο Γράμμος, ο Δημοκρατικός Στρατός εκκένωσε τις εκεί ζώνες που κατείχε. Συγκρούσεις όμως και μάχες συνεχίστηκαν σε διάφορα σημεία της χώρας, με φθίνουσα έστω ένταση πολύ καιρό αργότερα. Ακόμα και όταν πλέον δεν είχε καμία σημασία.

Παρόλα αυτά ο εμφύλιος δεν ήταν ένας άτυπος, ένας κατ’ ευφημισμό πόλεμος, μια υπόθεση «διασάλευση της τάξης», ένας «συμμοριτοπόλεμος». Ήταν κάτι περισσότερο από πραγματικός και ως εκ τούτου ήταν κάτι περισσότερο από σκληρός. Για την ακρίβεια πρόκειται για την μεγαλύτερη -σε αριθμό στρατιωτικών θυμάτων τουλάχιστον- στρατιωτική εμπλοκή στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Ο κυβερνητικός στρατός είχε, στη βάση των επίσημων στοιχείων του, 12.200 νεκρούς στα πεδία των μαχών[1] -σχεδόν όσους και στον επτάμηνο του ελληνο-ιταλικού και ελληνο-γερμανικού πολέμου. Σε αυτούς προστίθενται οι 2 ως 4.000 νεκροί των διαφόρων κατηγοριών της Χωροφυλακής[2]. Είναι άγνωστο το που και το εάν έχουν καταγραφεί οι απώλειες των παραστρατιωτικών σωμάτων των συμμοριών, της Χ, των ΜΑΥ, των ΜΑΔ, των ΜΕΑ, των ΤΕΑ, των «Δημοσυντήρητων»  και των συνακόλουθων.  Οι δε απώλειες στις τάξεις των τρομοκρατικών φασιστικών παρακρατικών συμμοριών που, στα 1946-1947, αποτέλεσαν τον πρώτο στόχο του Δημοκρατικού Στρατού, απλά δεν έχουν καταγραφεί πουθενά.

Το άθροισμα των παραπάνω μεγεθών και η αναγωγή των αγνώστων αντίστοιχων με βάση τα όσα γνωρίζουμε για τη μορφή και τις συνθήκες του πολέμου -ιδιαίτερα στην πρώτη του φάση, εκείνη της αναμέτρησης του Δημοκρατικού Στρατού με τις παραστρατιωτικές συμμορίες- μπορεί ίσως να μας οδηγήσει σε ποσοτικά συμπεράσματα. Το σύνολο των στρατιωτικών ή παραστρατιωτικών απωλειών του κυβερνητικού στρατοπέδου σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου πρέπει να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις 20 και στις 25.000 νεκρούς.

Το ζήτημα των απωλειών του Δημοκρατικού Στρατού είναι επίσης ένα μέγεθος που μένει να προσδιοριστεί. Με βάση τη μορφή του πολέμου και τις εκτιμήσεις παρατηρητών (κυρίως Αμερικανών) οι απώλειες του μάλλον είναι αντίστοιχες εκείνων του απέναντι στρατοπέδου: κάπου ανάμεσα στους 20 και στους 25.000 νεκρούς. Ο ΔΣΕ είχε σοβαρές απώλειες σε ειδικές τακτικές ή στρατηγικές ήττες του: μάχη Φλώρινας 750 περ. νεκροί, καταστροφή ΙΙΙης Μεραρχίας Πελοποννήσου, 3 με 4 χιλιάδες ίσως νεκροί. Κατά μέσο όρο όμως η «φονικότητα» (από τον όρο lethality rate) που επιδείκνυε ήταν ανώτερη από εκείνη των αντιπάλων του. Από αυτή την άποψη ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν η πλέον αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Οι επιδόσεις αυτές ήταν ιδιαίτερα ευδιάκριτες στις αμυντικές μάχες στο Γράμμο και στο Βίτσι, σε αιφνιδιασμούς όπως στο Καρπενήσι ή στον καθημερινό πόλεμο φθοράς.

Σε κάθε περίπτωση τα θύματα και της μίας και της άλλης πλευράς προέρχονταν από την ίδια κοινωνία και εγγράφονταν στο ίδιο ανθρώπινο δυναμικό, της Ελλάδας.  Ως προς αυτό οι απώλειες των δύο στρατοπέδων μπορούν να αθροιστούν και να μας δώσουν το εντυπωσιακό μέγεθος των 40 με 50.000 νεκρών – μιλούμε πάντα για αποκλειστικά στρατιωτικές απώλειες. Σε αυτό το επίπεδο ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος υπήρξε η πλέον αιματηρή στρατιωτική αναμέτρηση στην ιστορία του ελληνικού κράτους.

Πολλοί ήταν οι Έλληνες που στρατεύθηκαν στις γραμμές των αντίπαλων στρατών στην μακρά διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Η κινητοποίηση του παρακράτους, η διόγκωση των δυνάμεων ασφαλείας και οι διαδοχικές επιστρατεύσεις έκαναν ώστε να ενταχθούν στις τάξεις του κυβερνητικού στρατοπέδου -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περισσότεροι από 400.000 άνδρες[3]. Από την άλλη πλευρά, στον Δημοκρατικό Στρατό στρατεύθηκαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου περισσότεροι από 150.000 άνδρες και γυναίκες. Το άθροισμα των δύο μεγεθών πλησιάζει ίσως τις 600.000 γεγονός που καθιστά την συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο την πιο πολυάνθρωπη αναλογικά εμπλοκή και συμμετοχή της ελληνικής κοινωνίας σε πόλεμο.

Όσοι δεν πήραν μέρος στον πόλεμο με το όπλο στο χέρι κατέθεσαν στον βωμό του τα δικά τους βάσανα. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του πολέμου ήταν η μαζική υποχρεωτική -και ενίοτε βίαιη- μετακίνηση πληθυσμών. Σε 750.000 υπολογίστηκαν οι «εκκενωθέντες» από τον κυβερνητικό στρατό πληθυσμοί των ορεινών ή απλά των «ύποπτων» περιοχών. Άλλοι εγκατέλειψαν με δική τους πρωτοβουλία τις επικίνδυνες ζώνες ανεβάζοντας τους εσωτερικούς πρόσφυγες και εκτοπισμένους σε ένα εκατομμύριο. Έναν στους επτά κατοίκους της Ελλάδας. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στις παρυφές των πόλεων ως «συμμοριόπληκτοι» αλλάζοντας την ανθρωπογεωγραφία της χώρας. Πολλά χωριά έμειναν για πολλά χρόνια έρημα, η παραγωγικές υποδομές τους καταστράφηκαν και η ζωή σε αυτά έπρεπε να ξαναρχίσει από την αρχή. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ξανάρχισε. Ο πόλεμος έφερε την μόνιμη παρακμή σε ευρύτατες  ζώνες της ελληνικής επικράτειας και αλλοίωσε το δημογραφικό και παραγωγικό προφίλ της χώρας.

Μερικές δεκάδες χιλιάδες πολεμιστές και άμαχοι –κοντά στις 60.000 είναι το πλέον αποδεκτό μέγεθος-  εκπατρίστηκαν ακολουθώντας τον Δημοκρατικό Στρατό στην υποχώρησή του, είτε πριν από αυτήν.

Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις των προηγούμενων μεγάλων ευρωπαϊκών εμφυλίων πολέμων του εικοστού αιώνα, του ρωσικού (1918-1921) και του ισπανικού (1936-1939), ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος είχε κυρίως στρατιωτικές απώλειες. Τα θύματα στον ρωσικό εμφύλιο ήταν πολίτες κυρίως, σε σχέση δύο ή τρία προς ένα σε σχέση με τους στρατιωτικούς. Αυτό οφειλόταν στις τρομερές στερήσεις και τις επιδημίες που χαρακτήριζαν ετούτο τον πόλεμο καθώς και στις τοπικές «εθνοκαθάρσεις» που αποτελούσαν μέρος του σύνθετου σκηνικού. Στην Ισπανία η σχέση μεταξύ πολιτών και στρατιωτικών ως προ τα θύματα ήταν περίπου ένα προς ένα. Στην ελληνική περίπτωση οι μαζικές «τυφλές» εκτελέσεις αμάχων ήταν ελάχιστες (σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της κατοχής – ίσως γι αυτό) ενώ ήταν επίσης περιορισμένοι οι μαζικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί με ζώνες «αμάχων». Έτσι λοιπόν η σχέση ήταν ένα ή δύο προς πέντε υπέρ των «στρατιωτικών».

Η παραπάνω διαπίστωση δεν τοποθετούσε τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο στους «καθαρούς» πολέμους, όπου οι «κανόνες» αμβλύνουν την βαρβαρότητα και την σκληρότητα του πολέμου. Στην εδώ εξάλλου περίπτωση έπρεπε να συντριβεί το φρόνημα ενός ολόκληρου λαού και τα κληροδοτήματα μιας ηρωϊκής εποχής: της Εθνικής Αντίστασης. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει με «ήπιες» και «πολιτισμένες» μεθόδους. Δεν μπορούσε να γίνει ούτε με τις αθρόες εκτελέσεις αγωνιστών και στελεχών, κάπου ανάμεσα στις 7 και στις 10.000, στα χρόνια εκείνα. Χρειαζόταν μια συνεκτική πολιτική αγριότητας.

Το κύριο εξωτερικό χαρακτηριστικό της αγριότητας ήταν η συνειδητή και βάση σχεδίου διαπόμπευση των νεκρών αντιπάλων τους από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων. Το κόψιμο κεφαλιών και η επίδειξή τους πριμοδοτήθηκε επίσημα μέσα από την διάδοση της επικήρυξης[4]. Οι βαρβαρότητες αυτές κρίθηκαν μάλιστα εξαιρετικά επιτυχημένες και οι Βρετανοί τις μιμήθηκαν -σε πιο ήπια εκδοχή- στους πολέμους ενάντια στα αντι-αποικιακά κινήματα στη νοτιο-ανατολική Ασία. Το στίγμα των «κυνηγών κεφαλών» σφραγίζει ακόμα και σήμερα την παράταξη των νικητών του εμφυλίου, την ελληνική άρχουσα τάξη, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες των διαφόρων αναθεωρητών της ιστορίας να το αποξύσουν.

Ο εγκλεισμός ήταν μια άλλη παράμετρος της βαρβαρότητας: τερατώδη, για τα μεγέθη της χώρας στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν, η Μακρόνησος, ο Άη Στράτης, το Τρίκερι, η Γυάρος, η Λέρος κά, όπου κλείστηκαν δεκάδες χιλιάδες άτομα, όσα δεν χωρούσαν πλέον οι κατάμεστες φυλακές. Ένας μεθοδικός πολιτικός σχεδιασμός οργάνωσε την αρπαγή των παιδιών των ύποπτων περιοχών και τον εγκλεισμό τους σε ειδικούς χώρους εγκλεισμού, τις περίφημες «Παιδουπόλεις» της βασίλισσας Φρειδερίκης. Ο λεγόμενος «δυτικός κόσμος» έδωσε στην Ελλάδα όλο το μέτρο της αγριότητάς του, θα χρησιμοποιούσε την εδώ εμπειρία εξάλλου στους επερχόμενους αντιαποικιακούς αγώνες.  Σε τελευταία ανάλυση όλες ετούτες οι αγριότητες εκτυλίχθηκαν χάρη στην συστηματική, τερατώδη σε μέγεθος αμερικανική οικονομική «βοήθεια». Πάνω από δύο δισεκατομμύρια δολλάρια της εποχής (περισσότερα από όσα κόστισε η ανοικοδόμηση της Δυτικής Γερμανίας στο σχέδιο Μάρσαλλ)[5] κατέθεσαν οι ΗΠΑ στον βωμό της «συντριβής του κομμουνιστοσυμμοριτισμού» στην Ελλάδα.

***

Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, η σκιά του εμφυλίου βαραίνει την πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική πραγματικότητα του τόπου. Η άρχουσα τάξη κράτησε το εμφυλιακό κλίμα (τη νομοθεσία έκτακτης ανάγκης για να αρχίσουμε) ως το 1974. Κατόπιν έκρινε ότι μπορούσε να «αποκαταστήσει τη δημοκρατία» κάτω από την αιγίδα, την επίβλεψη και την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των άλλων δυνάμεων του «ελεύθερου κόσμου» (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ κλπ.). Ο παρονομαστής σταθερός: η διατήρηση του καθεστώτος της αδικίας και της εκμετάλλευσης του μόχθου των εργαζόμενων.

Από αυτή την άποψη τα στρατόπεδα που χώρισε ο εμφύλιος, πολύ απέχουν από του να συμφιλιωθούν σε μια κοινωνία αντάξια του πολιτισμού που έχτισαν όσοι μόχθησαν για ετούτο τον τόπο.

* Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του  Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

[1]           ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Αθήνα, 1998, σ. 273.  Ο αριθμός των αξιωματικών και των στρατιωτών του στρατού ξηράς που σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις του εμφυλίου πολέμου υπολογίζεται σε  12.238, ενώ άλλοι 3.050 πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον ΔΣΕ. Αν και είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς το σκεπτικό των συγγραφέων του τόμου αυτού (οι οποίοι καταγράφουν βαριές στρατιωτικές απώλειες σε ένα πόλεμο εναντίον «αόρατου» εχθρού – πουθενά δεν αναφέρεται  ο όρος Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας), υποθέτουμε ότι στην καταγραφή 108.000 θανόντων πολιτών στην διάρκεια του εμφυλίου περιλαμβάνονται οι απώλειες του ΔΣΕ…

Για να έχουμε κάποιο μέτρο σύγκρισης, σύμφωνα με την ίδια πηγή οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού στην διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (Ελληνο-ιταλικός πόλεμος, Ελληνο-γερμανικός, Μάχη της Κρήτης, Μέση Ανατολή κλπ.) ανήλθαν σε 13.749 αξιωματικούς και οπλίτες νεκρούς και σε 1.823 «αγνοούμενους» (στο ίδιο, σ. 254).

Οπωσδήποτε υπάρχουν πλήθος άλλες εκτιμήσεις, άλλες λογικές, άλλες αυθαίρετες για το ύψος των απωλειών του κυβερνητικού στρατού και όλων των συνδεδεμένων με αυτόν κρατικών ή παρακρατικών σωμάτων. Οι όποιες διαφορές δεν αλλάζουν σε τίποτα την γενική εικόνα.

[2]           Το ίδιο συμβαίνει με τις απώλειες των σώματος της Χωροφυλακής και των διαφόρων σωμάτων που κατά καιρούς παρουσιάστηκαν ως τέτοια.

[3]           Η παρατακτή δύναμη του κυβερνητικού στρατού -αυτή δηλαδή που μπορούσε μιασυγκεκριμένη στιγμή να αναπτυχθεί στα θέατρα της σύγκρουσης- κυμαινόταν από 120.000 ως 160.000 σε κάθε στιγμή του πολέμου. Σε αυτούς θα μπορούσαν να προστεθούν η Χωροφυλακή και οι μονάδες ασφαλείας ή των παραστρατιωτικών ανεβάζοντας το σύνολο σε 200 με 300.000 προ το τέλος του πολέμου.

Η παρατακτή δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού δεν ξεπέρασε ποτέ τους 25.000 μαχητές -άνδρες και γυναίκες. Αναλογικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι περισσότεροι από 150.000 στρατεύθηκαν συνολικά στις γραμμές του στη διάρκεια του πολέμου.

[4]           Πρόβλεψη αμοιβής για όποιον έφερνε το «σωστό» κεφάλι στις «Αρχές».

[5]           Το σύνολο των ποσών του σχεδίου Μάρσαλλ στα χρόνια 1948-1952, ήταν 17 δισεκατομμύρια δολλάρια της εποχής (περίπου 200 δις σε αναγωγή στις σημερινές αξίες). Ο ελληνικός εμφύλιος κόστισε στις ΗΠΑ περισσότερα από δύο δις (24 δις σε σημερινές αξίες). Η ανοικοδόμηση της Δυτικής Γερμανίας κόστισε 1,5 δις.

*Οι απόψεις του κειμένου δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκην τις θέσεις της Iskra

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας