Συζητώντας τις θέσεις του ΝΑΡ
Το τελευταίο διάστημα γίνεται φανερό, ακόμα και σε λιγότερο έμπειρους αγωνιστές/στριες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει σχετικά με την ενότητα στη δράση και πολύ περισσότερο σχετικά με την προοπτική μιας «μετωπικής» πολιτικής απάντησης απέναντι στις προκλήσεις και τα χτυπήματα που δέχεται ο κόσμος μας.
Γίνεται επίσης φανερό ότι οι αυξανόμενες δυσκολίες σχετίζονται ιδιαίτερα (όχι βεβαίως αποκλειστικά) με κάποιες αρνητικές αποφάσεις που, όπως φαίνεται, έχει πάρει ένα σημαντικό τμήμα της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κυρίως το ΝΑΡ.
Πρόσφατα σε άρθρο ηγετικού στελέχους (και όχι ενός ανώριμου «σχολιαστή») είδαμε να χαρακτηρίζεται η ενωτική και μετωπική πολιτική ως «ευκολάκι» που, τάχα, παρακάμπτει τις σοβαρές και δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν μέσα σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία.
Καταρχήν, αυτή η υπεροψία δεν τεκμηριώνεται από τα πεπραγμένα, από τις πολιτικές εμπειρίες όλων μας. Το «ευκολάκι» της μετωπικής πολιτικής ήταν η βάση ενός σχίσματος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την ώρα της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ (την ώρα δηλαδή που ένας ανυποψίαστος υπερόπτης θα περίμενε ως ώρα επιβεβαίωσης…), τον Σεπτέμβρη του 2015.
Τα σκληρά διλήμματα της μετωπικής πολιτικής εμφανίζονται ξανά σήμερα ως ιδιαίτερα πιεστικά, π.χ. στη διεργασία του πρόσφατου Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου δεν έγινε εφικτό να υπάρξει ενιαία απόφαση. Ας παραμερίσουμε λοιπόν τις εύκολες «απαντήσεις» και ας δούμε τα πιο σκληρά επιχειρήματα.
Να ανοίξουμε τα κιτάπια;
Στο ίδιο άρθρο διαβάσαμε έναν πολύ απαξιωτικό «χαρακτηρισμό» για τη ΛΑΕ, που ξεκινά από την ιστορική διαδρομή της ως κορμός της αριστερής πτέρυγας στον ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη του Αριστερού Ρεύματος, της ΔΕΑ και άλλοι κατηγορούνται ότι «μπάζωναν από τ’ αριστερά την πολιτική του Τσίπρα» και –κατά συνέπεια– σήμερα το μόνο που έχουν να κάνουν είναι «να ευχαριστήσουν όσους δεν δέχτηκαν να καταπιούν αμάσητο αυτό τους το παραμύθι…». Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε πολλά από τα πεπραγμένα της Αριστερής Πλατφόρμας που έκαναν, τότε, το καθεστώς να θέτει στον Τσίπρα ως όρο για την «πρωθυπουργησιμότητά» του τις διαγραφές των αριστερών στελεχών του κόμματός του. Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε ότι οι δανειστές αποδέχθηκαν τον «ελιγμό» των εκλογών τον Σεπτέμβρη του 2015 ακριβώς για να βοηθήσουν τον Τσίπρα να καθαρίσει το κόμμα του. Μας αρκεί ότι η έγκαιρη και μαζική ρήξη που στήριξε τότε η Αριστερή Πλατφόρμα τράβηξε ένα σημαντικό κόσμο έξω από την προοπτική της μνημονιακής μετάλλαξης, συμβάλλοντας στο να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες αντίστασης, προς όφελος όλων μας. Η διαγραφή αυτού του στοιχείου από τους «απολογισμούς», πέρα από το ότι είναι μικρόψυχη, είναι πολιτικά αποπροσανατολιστική: Γιατί ένα κεντρικό ζήτημα σήμερα είναι να κερδηθεί προς τα αριστερά ο κόσμος που απογοητεύεται και εγκαταλείπει τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την κομβικής σημασίας για την ανασύνταξη της Αριστεράς υπόθεση, εμείς απαντάμε ότι «χωράει» ένα πραγματικά μεγάλο φάσμα δυνάμεων και στελεχών: από αυτούς που δεν πήραν μέρος στην «περιπέτεια» του ΣΥΡΙΖΑ (άσχετα με το αν κατόρθωσαν τότε να χτίσουν μια στοιχειωδώς αξιόπιστη εναλλακτική λύση) μέχρι ακόμα και όσους έφυγαν τελικά, έστω και με καθυστέρηση.
Ας προσέξουν όσοι αντιμετωπίζουν λογιστικά τον πολιτικό απολογισμό στα πεπραγμένα και την ιστορία της Αριστεράς. Γιατί –ας θυμίσουμε λίγο Χαρίλαο– αυτή την τριχιά, όσο την τινάζεις, τόσο θα βγάζει αλεύρι…
Το πρόγραμμα-λάστιχο
Μια άλλη «τεκμηρίωση» στην άρνηση της μετωπικής πολιτικής αφορά στο πρόγραμμα.
Η πρόταση για ενότητα, λέει, δημιουργεί την τάση για υποταγή των κομουνιστών σε ένα «ελαχιστότατο» πρόγραμμα και ταυτοχρόνως καταδικάζει την κομουνιστική πολιτική να περιορίζεται στα όνειρα των κοιμώμενων κομουνιστών.
Πρόκειται για ζητήματα που η κομουνιστική παράδοση έχει λύσει από την εποχή του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, με τις αποφάσεις για το Μεταβατικό Πρόγραμμα, τη μεταβατική πολιτική και το Ενιαίο Μέτωπο.
Οι κομουνιστές οφείλουν να ξεκινάνε από την υποχρέωση «να αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων» προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. Οφείλουν να υιοθετούν και να στηρίζουν ένα Μεταβατικό Πρόγραμμα που όχι μόνο θα διασφαλίζει συμμαχίες Ενιαίου Μετώπου, αλλά θα διαθέτει και τη συναίνεση ενός ευρύτερου τμήματος των μαζών, που θα προθυμοποιούνται να παλέψουν γι’ αυτό το πρόγραμμα με βάση το σημερινό επίπεδο των εμπειριών τους. Η κομουνιστική στρατηγική παραμένει πολύτιμη και δρώσα μέσα σε αυτή την κίνηση, φροντίζοντας να ξεπεράσει ο κόσμος (μέσα από τις εμπειρίες του) το «σημερινό επίπεδο» και να κλιμακώνει τις απαιτήσεις και τους αγώνες του. Η υποτίμηση αυτής της παράδοσης συνιστά μια απρόσμενη στροφή σε έναν ιδιαίτερο «ζηνοβιεφισμό» της διαβόητης «Τρίτης Περιόδου», του 1928-1929. Τότε που ο χαρακτηρισμός όλων των άλλων εργατικών κομμάτων και δυνάμεων ως «σοσιαλ-φασιστικών» άφηνε τελικά ανοιχτό το δρόμο στον… Χίτλερ.
Οι εμπειρίες της Αριστεράς και του κόσμου στην Ελλάδα έχουν αναδείξει τα βασικά σημεία για ένα μεταβατικό πρόγραμμα: Ακύρωση των μνημονίων, ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους. Κρατικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών. Απειθαρχία-ρήξη απέναντι στην ευρωζώνη και στην ΕΕ κ.ο.κ. Το πρόβλημα αυτού του προγράμματος δεν είναι ότι απαιτείται η συμπλήρωσή του με πιο προωθημένες, πιο «κομουνιστικές» προτάσεις. Είναι ότι χρειάζεται να υπηρετηθεί σχεδιασμένα, σοβαρά, μακροπρόθεσμα από ένα ευρύτερο τμήμα ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, ώστε να καταστεί πιο αξιόπιστο και πιο ρεαλιστικό στα μάτια του κόσμου.
Η αντι-ΕΕ πλειοδοσία
Ένα απρόσμενο σημείο της έντονης κριτικής προς τη ΛΑΕ είναι η κατηγορία για περιορισμένο… αντιευρωπαϊσμό.
Η ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ έχει περιγράψει τη θέση της: Άμεση-μονομερής αποχώρηση από την ευρωζώνη και δημοψήφισμα για την αποδέσμευση από την ΕΕ, όπου η ΛΑΕ δεσμεύεται υπέρ της αποδέσμευσης.
Οι κριτικοί αυτής της θέσης αποφεύγουν να γίνουν εξίσου συγκεκριμένοι: Άλλοτε κριτικάρουν τη ΛΑΕ για υπερβολικό αντιευρωπαϊσμό. Άλλοτε ξεκινούν από την αποδέσμευση από την ΕΕ, χωρίς να περιγράφουν το πώς αυτό θα γίνει. Άλλοτε συνδυάζουν την αποδέσμευση με την αντικαπιταλιστική ανατροπή και άλλοτε καταγγέλλουν το ΚΚΕ, επειδή συνδυάζει την αποδέσμευση με την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Αυτά είναι μερικές μόνο από τις ενδείξεις για τις πολιτικές δυσκολίες του θέματος.
Ακριβώς γι’ αυτό είναι λάθος να ανάγεται αυτό το σημείο σε σημαία άρνησης της ενότητας. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως, και η ΛΑΕ σε αυτό μάλλον υπερβάλλει παρά καθυστερεί, να έχει προηγηθεί η ρήξη με τις αυταπάτες περί «εσωτερικής μεταρρύθμισης» στην ΕΕ…
Κρίσιμη δοκιμασία
Μετά την υπογραφή της πρόσφατης συμφωνίας με τους δανειστές, είναι καθαρό ότι βαδίζουμε σε μια βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση.
Τα επίδικα για τον κόσμο μας είναι τεράστια. Η ανάκαμψη του κινήματος αντίστασης θα είναι σταδιακή και θα χρειαστεί μεγάλες και σοβαρές οργανωμένες προσπάθειες. Η διαμόρφωση εναλλακτικής πολιτικής λύσης στο δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης θα απαιτήσει ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες.
Μπροστά σε αυτή τη δοκιμασία, το «ευκολάκι» είναι να αντιδράσει κανείς με το ανακλαστικό business as usual. Το δύσκολο και το ουσιαστικό είναι η συνειδητή προσπάθεια για συγκέντρωση δυνάμεων με στόχο τις πραγματικές νίκες για τον κόσμο μας.
*Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 387
Γίνεται επίσης φανερό ότι οι αυξανόμενες δυσκολίες σχετίζονται ιδιαίτερα (όχι βεβαίως αποκλειστικά) με κάποιες αρνητικές αποφάσεις που, όπως φαίνεται, έχει πάρει ένα σημαντικό τμήμα της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κυρίως το ΝΑΡ.
Πρόσφατα σε άρθρο ηγετικού στελέχους (και όχι ενός ανώριμου «σχολιαστή») είδαμε να χαρακτηρίζεται η ενωτική και μετωπική πολιτική ως «ευκολάκι» που, τάχα, παρακάμπτει τις σοβαρές και δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν μέσα σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία.
Καταρχήν, αυτή η υπεροψία δεν τεκμηριώνεται από τα πεπραγμένα, από τις πολιτικές εμπειρίες όλων μας. Το «ευκολάκι» της μετωπικής πολιτικής ήταν η βάση ενός σχίσματος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την ώρα της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ (την ώρα δηλαδή που ένας ανυποψίαστος υπερόπτης θα περίμενε ως ώρα επιβεβαίωσης…), τον Σεπτέμβρη του 2015.
Τα σκληρά διλήμματα της μετωπικής πολιτικής εμφανίζονται ξανά σήμερα ως ιδιαίτερα πιεστικά, π.χ. στη διεργασία του πρόσφατου Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου δεν έγινε εφικτό να υπάρξει ενιαία απόφαση. Ας παραμερίσουμε λοιπόν τις εύκολες «απαντήσεις» και ας δούμε τα πιο σκληρά επιχειρήματα.
Να ανοίξουμε τα κιτάπια;
Στο ίδιο άρθρο διαβάσαμε έναν πολύ απαξιωτικό «χαρακτηρισμό» για τη ΛΑΕ, που ξεκινά από την ιστορική διαδρομή της ως κορμός της αριστερής πτέρυγας στον ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη του Αριστερού Ρεύματος, της ΔΕΑ και άλλοι κατηγορούνται ότι «μπάζωναν από τ’ αριστερά την πολιτική του Τσίπρα» και –κατά συνέπεια– σήμερα το μόνο που έχουν να κάνουν είναι «να ευχαριστήσουν όσους δεν δέχτηκαν να καταπιούν αμάσητο αυτό τους το παραμύθι…». Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε πολλά από τα πεπραγμένα της Αριστερής Πλατφόρμας που έκαναν, τότε, το καθεστώς να θέτει στον Τσίπρα ως όρο για την «πρωθυπουργησιμότητά» του τις διαγραφές των αριστερών στελεχών του κόμματός του. Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε ότι οι δανειστές αποδέχθηκαν τον «ελιγμό» των εκλογών τον Σεπτέμβρη του 2015 ακριβώς για να βοηθήσουν τον Τσίπρα να καθαρίσει το κόμμα του. Μας αρκεί ότι η έγκαιρη και μαζική ρήξη που στήριξε τότε η Αριστερή Πλατφόρμα τράβηξε ένα σημαντικό κόσμο έξω από την προοπτική της μνημονιακής μετάλλαξης, συμβάλλοντας στο να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες αντίστασης, προς όφελος όλων μας. Η διαγραφή αυτού του στοιχείου από τους «απολογισμούς», πέρα από το ότι είναι μικρόψυχη, είναι πολιτικά αποπροσανατολιστική: Γιατί ένα κεντρικό ζήτημα σήμερα είναι να κερδηθεί προς τα αριστερά ο κόσμος που απογοητεύεται και εγκαταλείπει τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την κομβικής σημασίας για την ανασύνταξη της Αριστεράς υπόθεση, εμείς απαντάμε ότι «χωράει» ένα πραγματικά μεγάλο φάσμα δυνάμεων και στελεχών: από αυτούς που δεν πήραν μέρος στην «περιπέτεια» του ΣΥΡΙΖΑ (άσχετα με το αν κατόρθωσαν τότε να χτίσουν μια στοιχειωδώς αξιόπιστη εναλλακτική λύση) μέχρι ακόμα και όσους έφυγαν τελικά, έστω και με καθυστέρηση.
Ας προσέξουν όσοι αντιμετωπίζουν λογιστικά τον πολιτικό απολογισμό στα πεπραγμένα και την ιστορία της Αριστεράς. Γιατί –ας θυμίσουμε λίγο Χαρίλαο– αυτή την τριχιά, όσο την τινάζεις, τόσο θα βγάζει αλεύρι…
Το πρόγραμμα-λάστιχο
Μια άλλη «τεκμηρίωση» στην άρνηση της μετωπικής πολιτικής αφορά στο πρόγραμμα.
Η πρόταση για ενότητα, λέει, δημιουργεί την τάση για υποταγή των κομουνιστών σε ένα «ελαχιστότατο» πρόγραμμα και ταυτοχρόνως καταδικάζει την κομουνιστική πολιτική να περιορίζεται στα όνειρα των κοιμώμενων κομουνιστών.
Πρόκειται για ζητήματα που η κομουνιστική παράδοση έχει λύσει από την εποχή του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, με τις αποφάσεις για το Μεταβατικό Πρόγραμμα, τη μεταβατική πολιτική και το Ενιαίο Μέτωπο.
Οι κομουνιστές οφείλουν να ξεκινάνε από την υποχρέωση «να αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων» προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. Οφείλουν να υιοθετούν και να στηρίζουν ένα Μεταβατικό Πρόγραμμα που όχι μόνο θα διασφαλίζει συμμαχίες Ενιαίου Μετώπου, αλλά θα διαθέτει και τη συναίνεση ενός ευρύτερου τμήματος των μαζών, που θα προθυμοποιούνται να παλέψουν γι’ αυτό το πρόγραμμα με βάση το σημερινό επίπεδο των εμπειριών τους. Η κομουνιστική στρατηγική παραμένει πολύτιμη και δρώσα μέσα σε αυτή την κίνηση, φροντίζοντας να ξεπεράσει ο κόσμος (μέσα από τις εμπειρίες του) το «σημερινό επίπεδο» και να κλιμακώνει τις απαιτήσεις και τους αγώνες του. Η υποτίμηση αυτής της παράδοσης συνιστά μια απρόσμενη στροφή σε έναν ιδιαίτερο «ζηνοβιεφισμό» της διαβόητης «Τρίτης Περιόδου», του 1928-1929. Τότε που ο χαρακτηρισμός όλων των άλλων εργατικών κομμάτων και δυνάμεων ως «σοσιαλ-φασιστικών» άφηνε τελικά ανοιχτό το δρόμο στον… Χίτλερ.
Οι εμπειρίες της Αριστεράς και του κόσμου στην Ελλάδα έχουν αναδείξει τα βασικά σημεία για ένα μεταβατικό πρόγραμμα: Ακύρωση των μνημονίων, ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους. Κρατικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών. Απειθαρχία-ρήξη απέναντι στην ευρωζώνη και στην ΕΕ κ.ο.κ. Το πρόβλημα αυτού του προγράμματος δεν είναι ότι απαιτείται η συμπλήρωσή του με πιο προωθημένες, πιο «κομουνιστικές» προτάσεις. Είναι ότι χρειάζεται να υπηρετηθεί σχεδιασμένα, σοβαρά, μακροπρόθεσμα από ένα ευρύτερο τμήμα ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, ώστε να καταστεί πιο αξιόπιστο και πιο ρεαλιστικό στα μάτια του κόσμου.
Η αντι-ΕΕ πλειοδοσία
Ένα απρόσμενο σημείο της έντονης κριτικής προς τη ΛΑΕ είναι η κατηγορία για περιορισμένο… αντιευρωπαϊσμό.
Η ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ έχει περιγράψει τη θέση της: Άμεση-μονομερής αποχώρηση από την ευρωζώνη και δημοψήφισμα για την αποδέσμευση από την ΕΕ, όπου η ΛΑΕ δεσμεύεται υπέρ της αποδέσμευσης.
Οι κριτικοί αυτής της θέσης αποφεύγουν να γίνουν εξίσου συγκεκριμένοι: Άλλοτε κριτικάρουν τη ΛΑΕ για υπερβολικό αντιευρωπαϊσμό. Άλλοτε ξεκινούν από την αποδέσμευση από την ΕΕ, χωρίς να περιγράφουν το πώς αυτό θα γίνει. Άλλοτε συνδυάζουν την αποδέσμευση με την αντικαπιταλιστική ανατροπή και άλλοτε καταγγέλλουν το ΚΚΕ, επειδή συνδυάζει την αποδέσμευση με την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Αυτά είναι μερικές μόνο από τις ενδείξεις για τις πολιτικές δυσκολίες του θέματος.
Ακριβώς γι’ αυτό είναι λάθος να ανάγεται αυτό το σημείο σε σημαία άρνησης της ενότητας. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως, και η ΛΑΕ σε αυτό μάλλον υπερβάλλει παρά καθυστερεί, να έχει προηγηθεί η ρήξη με τις αυταπάτες περί «εσωτερικής μεταρρύθμισης» στην ΕΕ…
Κρίσιμη δοκιμασία
Μετά την υπογραφή της πρόσφατης συμφωνίας με τους δανειστές, είναι καθαρό ότι βαδίζουμε σε μια βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση.
Τα επίδικα για τον κόσμο μας είναι τεράστια. Η ανάκαμψη του κινήματος αντίστασης θα είναι σταδιακή και θα χρειαστεί μεγάλες και σοβαρές οργανωμένες προσπάθειες. Η διαμόρφωση εναλλακτικής πολιτικής λύσης στο δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης θα απαιτήσει ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες.
Μπροστά σε αυτή τη δοκιμασία, το «ευκολάκι» είναι να αντιδράσει κανείς με το ανακλαστικό business as usual. Το δύσκολο και το ουσιαστικό είναι η συνειδητή προσπάθεια για συγκέντρωση δυνάμεων με στόχο τις πραγματικές νίκες για τον κόσμο μας.
*Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 387
Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι,γιατί ονομάζονται “ενότητα στη δράση” πολιτικές συμφωνίες κορυφής,όπως το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα και το αντι-ΕΕ ζήτημα.
Δεν είναι ακριβώς έτσι… Το μεταβατικό πρόγραμμα και το αντι-ΕΕ ζήτημα είναι θέσεις, στις οποίες διάφορες συλλογικότητες της Αριστεράς έχουν καταλήξει, καθεμιά με τον τρόπο της και τις εσωτερικές της διαδικασίες, να τις εκφράζουν με συλλογικές τους αποφάσεις. Η ενότητα στην δράση έχει να κάνει με την υλοποίηση αυτών των αποφάσεων μέσα από συγκεκριμένες τακτικές και στρατηγικές συμμαχίες ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζονται, ασφαλώς, κοινές πολιτικές δράσεις στη βάση, ωστόσο χωρίς ΚΑΙ τις συμφωνίες κορυφής, είναι αρκετό δύσκολο να έχουν μακρύ και ευοίωνο μέλλον…
Καμιά αντίρρηση,ότι οι συμφωνίες κορυφής απαντούν μαζί με τ’ άλλα αυτόματα και στο ζήτημα της κοινής δράσης και ότι οι πολιτικές συμμαχίες σε σωστή βάση είναι επιθυμητές,αφού κανείς δεν τα έχει όλα και δεν τα ξέρει όλα.Αρκεί να μη γίνεται σύγχιση ανάμεσα σ’ αυτά τα δυό,δηλ. τις κοινές δράσεις βάσης από τη μιά και τις πολιτικές συμφωνίες κορυφής από την άλλη.Όσο για το πρώτο,δεν είμαι καθόλου σίγουρη,ότι δεν μπορεί να έχει ευοίωνο μέλλον,εάν ξέρει κανείς να το χειριστεί κατάλληλα.