Για το δείπνο των επισήμων: Με την πένα της Βίκυς Γεωργούλη

859
Για το δείπνο των επισήμων

…και τον αέρα της Λαγκάδας Χίου

Τώρα που επεράσανε οι γιορτές κι οι σκόλες για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όλο γρίνα κι αγγούσες, από τη ζούλια μας, είμεστενε. 
Τι θέλαμε να ταΐσουνε τους αθρώπους; 
Η μάνα μου η συγχωρεμένη έλεγενε πως του Ευαγγελισμού τρώνε ψάρι που να πα πει ότι δεν εμπορούσανε εκειδά μεσ’ τη μέση της αίθουσας να κάμουνε λάκκο, ν’ ανάψουνε κάρβουνο, να βάλουν τ’ αρνί στη σούβλα να πηαίνουνε ο ένας εύζωνας μετά τον άλλον να το γυρνούνε και να το λαδώνουνε, να στρώσουνε κι ένα τραπεζάκι εκειδά δίπλα να πηαίνει ο Κάρολος με το γάντι και να τσιμπά τις πετσούλες κι η Καμίλα να τρω σπληνάντερο και κοκορέτσι, να βουτά και το ψωμί στο τζατζίκι, να πίνουνε ρετσίνες με γκαζόζα, να ρεύουνται.
 Τους άξιζε τέτοιο φαγοπότι μέσα στη στεναχώρια τους που ζει ακόμα η μάνα ευτουνού και πότε θα γίνει πια βασιγιάς, άμα φτάσει τα εκατό; 
Κι απόξω εδωνά, κάποιες κουσελούδες είπανε πως ο πρωθυπουργός τηρεί τη  νήστεια για να κάνει συμπαράσταση στα γιατρουδάκια των νοσοκομείων που τη βγάζουνε μ’ όσους ζελέδες περισσεύουνε από τους αρρώστους.
 Τους σκέβεται, τις άκουσα να λένε, που τους τελειώσανε οι σωλήνες που βάζουνε στους αρρώστους για ν’ αναπνέουνε, να σκάσει είναι, είπανε και γι’ αυτώς δεν τρω πασχαλινά. 
 
Δεν ξέρω ίντα λέτενε εσείς εγώ λέω πως καλά  εκάμανε και δεν τους εσιάξανε μπακαλιάρο σκορδαλιά, να τους πέσει κι η πίεση να μην έχομε κρεβάτι σε διάδρομο να τους βάλομε τους αθρώπους, άσε που εν ήταν καλεσμένος κι ο κυρ Κικίγιας και ποιος θα τους έπαιρνε την πίεση η Μαρέβα ή η Αγγελοπούλου ή η Φώφη; Κι άμα τους εταΐζανε καμιά φασολάδα δεν θ’ αρχινούσανε όλοι τις πορδές; Ντροπής πράμματα.
 
Αρώτησα καρσί μου τη γειτόνισσα, ευτό το μπισκότο, που τους εδώκανε, ήτανε με λουκούμι μέσα και μου ‘πενε πως όχι, ήτανε αλμυρό, με ταραμά μέσα κι αναγούλιασα κομμάτι, πρωί πρωί, όχι πως δεν μ’ αρέσει η ταραμοσαλάτα αλλά η τιριτόμπα με αυγά ψαριού δεν μου καλόρτε.
 Ε κι ευτός ήτανε ο μεζές, την αρώτησα, ευτός, μου είπε. Καλέ μ’ ευτό το μπισκότο να χορτάσουνε οι αθρώποι, πρώτη φορά που ‘ρτανε σπίτι μας; Πως δεν τους εκάμανε μια χορτοκεφτέδα που ‘χει τώρα καυκαλήθρες ποσό, να τους κάμουνε σαγιάκους με κρομμύδι μπόλικο που τους τρω κι η Παρλί, να βουτήξουν μέσα στη σάλτσα τη μπουκουνιά τως να λιγδώσει τ’ αντεράκι τως, που ‘ναι όλες επί ξύλου κρεμάμενες από την αδυναμιά, εν ηξέρω τουτουνού του καιρού τις μόδες.
Τη σούπα με την σπερκανδρίτσα την ερέχτηκα και μόλις επέρασενε ο ψαράς τον αρώτησα και μου ‘πενε 15 ευρώ το κιλό και μου ‘ρτενε αγγελοπετριά κι έτσι ήβγαλα από την κατάψυξη κάνα τέταρτο μπακαλιαράκι που ‘χενε μείνει από πέρσι τέτοια μέρα, έκοψα ένα κιλό πατάτες, κρομμύδια και καρότα, τα ‘καμα σούπα να ‘χω τρώω τέσσερις μέρες.
 
Ευτός ο κιμάς της γαρίδας με μπέρδεψενε, ίντα τους δώκανε των αθρωπώ; Λαχανοντολμάδες με γαρίδα, ε και πως δεν τους εκάμανε ορφανούς, μόνο με ρύζι μέσα; Να χτυπήσουν κι ένα ωραίο αυγολέμονο, να ρίξουν από πάνω να ‘φχαριστηθεί κι ο Μιχάλης ο Μισούστιν.
 Κι ευτές οι άγριες ρίζες ίντα να ΄ναι,  κολοκάτσια; Α δε τους κάμανε πουρέ τις ρίζες από τα βάτα, να τους πιάσει καμιά σούρδιση, να τρέχουνε στους μπιντέδες του μεγάρου; Μεγάλη σκάση την επήρα.
 
Και ίντα γλυκό τους εσιάξανε αρώτησα την Καγιόπη που όλα τα ξέρει και μου ‘πενε κάτι με άσπρη σοκολάτα και μαστίχα Χίου. Ουγού κάτι ανοστιές, δεν θα θένε να ξαναπατήσουνε οι αθρώποι ούτε σε γενέθλιο ούτε σε γιορτή, ούτε αερόπλανα θα θένε να μας ξαναπουλήσουνε και με τα δίκια τως. Κάμε τως βρε ένα ρεβανί και βάλε και μαστίχα μέσα, κάμε το ούμπλι στο σιρόπι, να ‘ναι το σερμπέτι σάμπου πρέπει,  να γλυκαθούνε μπας και μας κάμουνε και πιο καλές τιμές.
 Άραγες εκείνο το δάνειο που ‘χαμενε πάρει από τότε το ξοφλήσαμε; Γιατί στους φίλους δεν πρέπει να χρωστείς και να είσαι αχάριστος, θα ξεχάσω εγώ τη βοήθεια τως διακόσα χρόνια τώρα; 
Την παρέλαση δεν την είδα γιατί τελεόραση εν εχω στο σπίτι, την επέταξα τότε επί Σαμαρά κι έτσι εν ένιωσα καμιά εθνική υπερηφάνεια και θαρρώ πως ούτε η Καγιόπη καρσί ένιωσε γιατί την είδα που ΄φευγε, να πα στον κάμπο να μαζέψει σβουρνίδες. Άραγε οι καινούργιες κούρσες της αστυνομίας επαρελάσανε; Τις παλιές ίντα θα τις κάμουνε, να τους ειπώ να μου δώκουνε καμιά να πηγαίνω στις ελιές, άμα μείνουνε τα χωράφια των παππούδων μας δικά μας και δεν μας πούνε πως είναι δάση, για να τα σελεμίσουνε, οι αφορισμένοι. 
Τη Μαριγώ που αρώτησα δεν τα ‘δενε πάντως, αλλά  είπενε πως τέτοια ρίγη στο σώμα της είχενε ν’ ανοιώσει από τότε που εγίνηκε ο Αντρέας πρωθυπουργός. Όλοι πια, σου λέει, επαρελάσανε, όλη την προίκα μας τη δανεικιά την εδείξαμε, αλλά της έμεινε ένα παράπονο, πως δεν εβάλανε βρακάκια στ’ άλογα και καταχέσανε τον κόσμο, έτσι μου ‘πενε κι ήπεσενε η μούρη κάτω απέ την ντροπή. Μετά όμως σκέφτηκα πως θα πάνε να μαζέψουνε την κοπριά να τηνε ρίξουνε στις γλάστρες του Μπακογιάννη να μην παν’ χαμένα τα λέλουδα κι οι πιπεριές.
Πάω να βάλω τσουκάλι, με το πε πε πε, εδωνά στο σοκάκι, έμεινα αμαγείρευτη. Και του χρόνου να ‘μεστενε καλά. Η Παναγιά να φυλά τα γιατρουδάκια γιατί κανείς άλλος δεν το κάμνει.
 
 
Βίκυ Γεωργούλη
Χίος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας