Εν μέσω κλιματικής αλλαγής και της ευρύτερης στροφής μακριά από τα ορυκτά καύσιμα και φιλικές προς το περιβάλλον ενεργειακές πηγές, έως το 2050 σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, καθώς μειώνεται σημαντικά το κόστος αιολικής και ηλιακής ενέργειας, συν το κόστος αποθήκευσης σε μπαταρίες.
Πέραν της στροφής προς τις ανανεώσιμες, μέσα στις τρεις επόμενες δεκαετίες προβλέπεται και 62% αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρικό ρεύμα, με επενδύσεις 13,3 δισ. δολαρίων σε νέα projects, σύμφωνα με την έκθεση του BloombergNEF.
H σταδιακή μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα έχει τεράστιες επιπτώσεις στις ενεργειακές αγορές και στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η αιολική, ηλιακή ενέργεια και η αποθήκευση σε μπαταρίες θα επιτρέψουν τη μείωση των εκπομπών ρύπων στα όρια που προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα τουλάχιστον έως το 2030, σύμφωνα με το ΒNEF. Έπειτα όμως από αυτή την ημερομηνία, οι χώρες ανά τον κόσμο θα χρειασθούν άλλες τεχνολογίες για μεγαλύτερες μειώσεις στις εκπομπές ρύπων και με εύλογο κόστος, όπως επισημαίνει ο Ματίας Κίμελ, αναλυτής της έκθεσης.
Έως το 2050, οι αιολικές και ηλιακές πηγές θα καλύπτουν το 50% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών, με τις υπόλοιπες ανανεώσιμες(όπως υδροηλεκτρική και πυρηνική) να αντιπροσωπεύουν το 21%, με βάση τα στοιχεία της BNEF. Η αύξηση της συμμετοχής των ανανεώσιμων είναι σε βάρος του άνθρακα, το μερίδιο του οποίου στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα προβλέπεται να μειωθεί στο 12% το 2050 από 37% σήμερα.