ΑΚΕΠ: Ο αριστερός κρατισμός είναι Καπιταλισμός

2335
ακεπ

Αφιερώνεται στη μνήμη της συντρόφισσας Μάγδας Μπερσή

Α.Π.Χάλαρης

Καπιταλισμός ονομάζεται το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα της μισθωτής εργασίας. Η μισθωτή εργασία, σαν βασική και γενική μορφή της παραγωγής, είναι ιδίωμα του καπιταλισμού, το ουσιώδες γνώρισμά του, εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει και να διαφέρει, η ειδοποιός διαφορά του απ’ όλα τα προηγούμενα οικονομικο-κοινωνικά συστήματα.

Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, η εμπορευματική παραγωγή, η αγορά, το νόμισμα-χρήμα σαν μέσο ανταλλαγής, οι κοινωνικές τάξεις, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η ατομική ιδιοποίηση της εργασίας των υπό εκμετάλλευση τάξεων, το Κράτος, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής… υπάρχουν βέβαια σαν κοινωνικές πραγματικότητες στον καπιταλισμό, υπήρξαν όμως σαν κοινωνικές πραγματικότητες και στα προηγούμενα ταξικά οικονομικοκοινωνικά συστήματα: ασιατικό, αρχαίο δουλοκτητικό, φεουδαρχικό. Ενώ, η μισθωτή εργασία –το ξανατονίζουμε- σαν βασική και γενική συνθήκη-μορφή της παραγωγής, υπάρχει σαν κοινωνική πραγματικότητα μόνο στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό λέμε πως μια χώρα είναι ή έγινε καπιταλιστική, όταν η μισθωτή εργασία έχει διαδοθεί σε όλους, ή τουλάχιστον στους βασικούς τομείς της υλικής παραγωγής της.

Σύμφωνα με το μαρξισμό, αυτό που ορίζει το ποιοτικό χαρακτηριστικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού του φυσικο-ιστορικού προτσές είναι η σχέση της συνένωσης των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της εργασίας, είναι η σχέση των άμεσων παραγωγών προς τα μέσα παραγωγής στο προτσές της κοινωνικής παραγωγής.

Στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, η σχέση της συνένωσης των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της εργασίας καθορίζεται από τη συμμετοχή των υποκειμενικών όρων της εργασίας στο προτσές της κοινωνικής παραγωγής σαν μισθωτής εργασίας. Η μισθωτή εργασία προσδίδει στα μέσα παραγωγής, ανεξάρτητα από τις νομικές μορφές των σχέσεων ιδιοκτησίας που υποδύονται, τη μορφή του κεφάλαιου και ορίζει το ποιοτικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Το κεφάλαιο, σταθερό –μεταβλητό, σαν παραγωγική σχέση, χωρίζει το προϊόν της εργασίας από την ίδια την εργασία κι αντιπαραθέτει τους αντικειμενικούς όρους της εργασίας στον υποκειμενικό παράγοντα, την εργατική δύναμη. Η μισθωτή εργασία αποτελεί τον ειδικό τρόπο απόσπασης υπερεργασίας (υπεραξίας) από τους άμεσους παραγωγούς στον καπιταλισμό, η δε ύπαρξη και αγοραπωλησία του εμπορεύματος εργατική δύναμη αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του καπιταλισμού από τη φεουδαρχία, τη δουλεία κλπ. Επομένως, ένας κοινωνικός σχηματισμός είναι καπιταλιστικός όταν η μισθωτή εργασία δεν αποτελεί εξαίρεση και μια επικουρική λύση, αλλά είναι ο κανόνας και η βασική μορφή οργάνωσης όλων των τομέων και κλάδων της παραγωγής.

Το διαφορετικό στη δουλοκτησία είναι η εργασία του δούλου, οι ιστορικές συνθήκες ύπαρξης του δούλου και του δουλοκτήτη, που δίδουν την ιστορική ικανότητα στους δουλοκτήτες να ιδιοποιούνται την εργασία των δούλων και να κυριαρχούν οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά.
Το βασικό στη δουλοκτησία βρίσκεται στο γεγονός ότι η εργασία των δούλων, σε σχέση πάντα με τους δουλοκτήτες, αποτελεί τη βασική και γενική μορφή της παραγωγής του δουλοκτητικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος, π.χ. Αίγινα-Μέγαρα-αρχαία Αθήνα-Ρώμη κλπ.

Το διαφορετικό στη φεουδαρχία είναι η εργασία του δουλοπάροικου, οι ιστορικές συνθήκες ύπαρξης του δουλοπάροικου και του φεουδάρχη, που δίδουν την ιστορική ικανότητα στους φεουδάρχες και τον ανώτερο κλήρο να ιδιοποιούνται την εργασία των δουλοπάροικων-κολλήγων και να κυριαρχούν οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά.
Το βασικό στη φεουδαρχία βρίσκεται στο γεγονός ότι η εργασία των δουλοπάροικων, σε σχέση πάντα με τους φεουδάρχες, αποτελεί τη βασική και γενική μορφή της παραγωγής του φεουδαρχικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος. Είναι αξιοσημείωτο πως το γεγονός της ατομικής ιδιοκτησίας στα εργαλεία παραγωγής του δουλοπάροικου και το γεγονός της συλλογικής εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας στη γη, η ακτημοσύνη των μοναχών, καθώς και η κρατική ιδιοκτησία του Βατικανού, καθόλου δεν άμβλυναν την εκμετάλλευση των δουλοπάροικων στην περίοδο της φεουδαρχίας.

Το διαφορετικό στον καπιταλισμό –το λέμε για τρίτη φορά- είναι η μισθωτή εργασία, οι ιστορικές συνθήκες ύπαρξης του μισθωτού-φορέα του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» και του καπιταλιστή, που δίδουν την ιστορική ικανότητα στους καπιταλιστές να ιδιοποιούνται την εργασία των μισθοσυντήρητων και να κυριαρχούν οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά.

Στον καπιταλισμό-σύστημα της μισθωτής εργασίας, η μισθωτή εργασία επιτελείται με την αγορά και χρήση του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», το οποίο αγοράζουν-νοικιάζουν οι καπιταλιστές, είτε αυτοί είναι ιδιώτες είτε είναι ο συλλογικός καπιταλιστής-το Κράτος. Εμπόρευμα «εργατική δύναμη» είναι η ικανότητα για πνευματική ή χειρωνακτική, σύνθετη ή απλή εργασία, που ο κάτοχός της, ο μισθωτός, την εκμισθώνει-πουλάει στην αγορά εργασίας. Η αξία εκμίσθωσης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», ο μισθός, αποτιμώμενος σε χρήμα, ισούται με την αξία των εμπορευμάτων που απαιτούνται για να μπορεί ο μισθοσυντήρητος να διατηρεί, αναπληρώνει και αναπαράγει την εργατική του δύναμη. Το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» είναι το μοναδικό εμπόρευμα, που η χρήση του αποφέρει στον αγοραστή του αξία μεγαλύτερη από αυτήν της αγοράς του, την επονομαζόμενη υπεραξία. Και αυτό διότι, η παραγωγική κατανάλωση του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» δημιουργεί κατά τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας αξία, ενσωματωμένη στα προϊόντα εργασίας, μεγαλύτερη από την αξία του μισθού και την αξία των πρώτων υλών και μέσων εργασίας που αναλώθηκαν. Αν, λοιπόν, από την αξία που αποκτάται με την πραγμάτωση-πώληση των εμπορευμάτων αφαιρεθεί η αξία των μισθών, των πρώτων υλών και των μέσων παραγωγής που αναλώθηκαν για την παραγωγή τους, παραμένει ένα αξιακό μέγεθος που ονομάζεται «υπεραξία» και που, αποτιμώμενο σε χρήμα, αποτελεί το κέρδος του καπιταλιστή. Ο λόγος της υπεραξίας προς το μισθό αποκαλείται «βαθμός εκμετάλλευσης» του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», δηλαδή βαθμός εκμετάλλευσης του μισθοσυντήρητου.
Έτσι, η μισθωτή εργασία, το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» αποτελεί το διαλεκτικό μέτρο, το θεμελιώδη δόμο, που συγκροτεί τον ουσιώδη νόμο του καπιταλισμού: τον «νόμο της υπεραξίας», ο οποίος προσδιορίζει ποιοτικά τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, κι από τον οποίο απορρέει το καθεστώς της αλλοτριωμένης καπιταλιστικής εργασίας και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Στον καπιταλισμό δύο είναι οι βασικές τάξεις: η αστική τάξη, που είναι η κυρίαρχη, η άρχουσα τάξη, και η εργατική τάξη, οι μισθοσυντήρητοι, που είναι η κυριαρχούμενη, η αρχόμενη τάξη. Οι ενδιάμεσες τάξεις στον καπιταλισμό έχουν επαμφοτερίζουσες ιδιότητες και ανάλογα με τις συνθήκες προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά της μίας ή της άλλης βασικής τάξης.

Αστοί –μεγαλοαστοί, μεσοαστοί, μικροαστοί- ονομάστηκαν οι καπιταλιστές επειδή μετέφεραν την εξουσία και τις οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις από την ύπαιθρο, το φέουδο του φεουδάρχη, στην πόλη-το άστυ.

Καπιταλιστές είναι πρώτον, εκείνοι που κατέχουν το κεφάλαιο, που ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα τα μέσα παραγωγής δηλαδή τις πηγές ζωής, και δεύτερον, εκείνοι που διευθύνουν άμεσα ή έμμεσα τις διαδικασίες της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής. Αυτοί που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία ονομάζονται και ενεργοί καπιταλιστές. Οι καπιταλιστές, άλλοτε ανήκουν μόνο στη μία από τις δύο κατηγορίες, πολλές φορές ανήκουν και στις δύο.

Το κεφάλαιο δεν είναι απλά πλούτος. Το κεφάλαιο είναι ο πλούτος, η αξία, η ανταλλακτική αξία που χρησιμοποιεί το εμπόρευμα «εργατική δύναμη», τη μισθωτή εργασία, για να παράξει υπεραξία και ν’ αυξηθεί. Το κεφάλαιο χωρίζεται σε «σταθερό» και σε «μεταβλητό». Σταθερόονομάζεται το κεφάλαιο που επενδύεται σε πρώτες ύλες, κτίρια, μηχανήματα κλπ., κι ονομάζεται έτσι επειδή η αξία του μεταφέρεται στα προϊόντα εργασίας χωρίς ν’ αυξηθεί. Μεταβλητό ονομάζεται το κεφάλαιο που επενδύεται στους μισθούς για την αγορά του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», κι ονομάζεται έτσι επειδή αυξάνεται από την παραγόμενη υπεραξία.

Ο πλούσιος δουλοκτήτης είναι εκμεταλλευτής, δεν είναι όμως καπιταλιστής.
Ο πλούσιος φεουδάρχης είναι εκμεταλλευτής, δεν είναι όμως καπιταλιστής.
Καπιταλιστής είναι μόνο εκείνος που κατέχει ή διευθύνει την αξιοποίηση του κεφάλαιου.

Η άρχουσα τάξη αποτελείται από την οικονομική ολιγαρχία, από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, από τα ανώτερα διευθυντικά και τεχνοκρατικά στελέχη του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, καθώς και από τους αξιωματούχους του κράτους και των κομμάτων που διαμορφώνουν το καπιταλιστικό πολιτικό εποικοδόμημα.

Η άρχουσα τάξη, μαζί με τα προνομιούχα τμήματα όλων των τάξεων και κατηγοριών του πληθυσμού συνθέτουν ένα εκτεταμένο πληθυσμιακά τμήμα, που πολλές φορές υπερβαίνει το 20% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που ονομάζεται οικονομικοκοινωνικό κατεστημένο. Το οικονομικοκοινωνικό κατεστημένο, ανεξάρτητα από το προσωπείο που έχει καθένα από τα μέλη που το απαρτίζουν, είναι το πιο σταθεροποιητικό, συντηρητικό και διεφθαρμένο τμήμα της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Εργατική τάξη είναι η τάξη των μισθοσυντήρητων, όλων δηλαδή εκείνων που για να επιβιώσουν αναγκάζονται να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στους καπιταλιστές, είτε αυτοί είναι ιδιώτες είτε είναι ο συλλογικός καπιταλιστής –το Κράτος.
Η εργατική τάξη είναι φορέας των σημαντικότερων παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, αφού εκείνη βάζει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα είναι και το πολυπληθέστερο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Η εργατική τάξη είναι η τάξη που υφίσταται την εκμετάλλευση στον καπιταλισμό, επειδή νομοτελειακά το εισόδημά της προέρχεται μόνο από το μισθό, δηλαδή από το τμήμα του οικονομικού αποτελέσματος της εργασίας που αναλογεί στο μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ το υπόλοιπο τμήμα που αναλογεί στην υπεραξία το ιδιοποιείται δωρεάν η άρχουσα τάξη, οι καπιταλιστές.

Τώρα μπορούμε να προσεγγίσουμε τους ορισμούς των δύο βασικών τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας και ως εξής: στην εργατική τάξη ανήκουν εκείνοι που τα εισοδήματά τους προέρχονται μόνο από τους μισθούς, που αντιστοιχούν στο μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ στην άρχουσα τάξη ανήκουν εκείνοι που τα εισοδήματά τους προέρχονται κυρίως από την με οποιοδήποτε τρόπο ιδιοποίηση υπεραξίας.

Οι δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη και η αστική τάξη βρίσκονται σε αδιαχώριστη και αδιαίρετη ενότητα και αντίθεση μεταξύ τους. Η καθεμιά προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης και είναι αδύνατον να υπάρξει χωρίς την ύπαρξη της άλλης. Στην εποχή μας η πραγματικότητα αυτή συσκοτίζεται από δύο μεγάλους παραλογισμούς.

Ο πρώτος παραλογισμός, αρκετά διαδεδομένος, αναφέρεται στην αντιεπιστημονική αντίληψη πως σε κοινωνίες που υφίσταται εργατική τάξη και η μισθωτή εργασία αποτελεί τη βασική και γενική μορφή της παραγωγής, έχει καταργηθεί ο καπιταλισμός και η αστική τάξη, μόνο και μόνο επειδή η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής έχει περιοριστεί ή καταργηθεί προς όφελος της κρατικής ιδιοκτησίας και η αστική τάξη αποτελείται περισσότερο ή μόνο από τους ενεργούς καπιταλιστές. Την παράλογη αντιεπιστημονική αυτή αντίληψη, με την δική τους βέβαια ταξική πολιτική σκοπιμότητα, την έχουν διαδώσει και συνεχίζουν να την προπαγανδίζουν και οι θιασώτες του Φιλελευθερισμού, και οι θιασώτες της Μικτής Οικονομίας, και οι θιασώτες του Κρατισμού, αλλά και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποι της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς.

Ο δεύτερος παραλογισμός, που έχει διαδοθεί σε κύκλους διανοουμένων και σε προνομιούχα στρώματα της εργατικής τάξης κι άλλων κατηγοριών του πληθυσμού, αναφέρεται στην αντίληψη πως η εργατική τάξη, μέσα από τις εξελίξεις της επιστήμης, της τεχνολογίας και των καταναλωτικών συνηθειών της καπιταλιστικής κοινωνίας, έχει αλλοιωθεί, έχει χάσει τα βασικά κοινωνικο-οικονομικά της χαρακτηριστικά και, ως εκ τούτου, ή δεν υφίσταται ή έχει περιοριστεί μόνο σε μια κατηγορία φτωχών και εξαθλιωμένων και που, ως εκ τούτου, δεν παίζουν κανένα ρόλο στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Ο πρώτος λοιπόν παραλογισμός μας λέει ότι μπορεί να υπάρχει εργατική τάξη χωρίς καπιταλισμό και καπιταλιστές, ενώ ο δεύτερος μας λέει ότι μπορεί να υπάρχουν καπιταλισμός και καπιταλιστές χωρίς εργατική τάξη.

Στον καπιταλισμό τρείς είναι βασικές οικονομικοπολιτικές σχολές αξιοποίησης και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, του εμπορεύματος «εργατική δύναμη»:
α) ο Φιλελευθερισμός με τις εκδοχές του
β) ο Κρατισμός με τις εκδοχές του
γ) η Μικτή Οικονομία με τις εκδοχές της
Η καθεμιά απ’ αυτές τις σχολές αποκρυσταλλώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις των καπιταλιστών για το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καθώς και για τις μορφές της ατομικής ιδιοποίησης της εργασίας της υπό εκμετάλλευση εργατικής τάξης. Ενίοτε οι σχολές αυτές εκδηλώνουν κι εξυπηρετούν κατά περίπτωση τα συμφέροντα διαφορετικών μερίδων της άρχουσας τάξης.

Η σχολή του Φιλελευθερισμού θέλει τη μισθωτή εργασία, το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» να το αξιοποιεί περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, και λιγότερο ή καθόλου ο δημόσιος τομέας της οικονομίας (το κράτος). Στο Φιλελευθερισμό, η κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα και η κρατική παρέμβαση στις διαδικασίες της παραγωγής και ανταλλαγής περιορίζονται ή καταργούνται. Ο Φιλελευθερισμός ονομάζεται και «ιδιωτική πρωτοβουλία», «ελεύθερη οικονομία» ή «οικονομία της αγοράς» κλπ.

Η σχολή του Κρατισμού θέλει τη μισθωτή εργασία, το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» να το αξιοποιεί περισσότερο το κράτος, ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, και λιγότερο ή καθόλου ιδιώτες καπιταλιστές-ο ιδιωτικός τομέας. Στον Κρατισμό, η επιχειρηματική δραστηριότητα των ιδιωτών καπιταλιστών περιορίζεται ή καταργείται, και τη θέση τους καταλαμβάνει η κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα, ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας και η κρατική παρέμβαση στις διαδικασίες της παραγωγής και ανταλλαγής. Οι κρατικές επιχειρήσεις λειτουργούν και με τη μορφή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και με τη μορφή Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ). Ο Κρατισμός ονομάζεται και «σχεδιοποιημένη οικονομία», «σοσιαλιστική οικονομία» κλπ.

Η σχολή της Μικτής Οικονομίας θέλει τη μισθωτή εργασία, το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» να το αξιοποιούν λιγότερο ή περισσότερο ταυτόχρονα και ο ιδιωτικός τομέας-ιδιώτες καπιταλιστές και το κράτος-ο δημόσιος τομέας της οικονομίας. Στη Μικτή Οικονομία η κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα και η κρατική παρεμβατικότητα στις διαδικασίες της παραγωγής και ανταλλαγής δεν περιορίζουν, αλλά δρουν συμπληρωματικά, υποβοηθούν και ενισχύουν την επιχειρηματική δραστηριότητα των ιδιωτών καπιταλιστών. Η Μικτή Οικονομία ονομάζεται, παρεμφερώς προς τον Κρατισμό, και «σοσιαλιστική».

Η καθεμιά απ’ αυτές τις σχολές, στις χώρες που υιοθετήθηκαν σαν ηγεμονεύουσα αντίληψη και που υλοποίησαν το πρόγραμμά τους, πολλές φορές πέτυχαν τη μέγιστη αξιοποίηση κι εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», και πέτυχαν την ανάπτυξη. Δεν κατόρθωσαν όμως να πετύχουν ούτε την ευμάρεια ούτε την ευημερία. Δεν κατόρθωσαν επίσης ν’ αποφύγουν τις νομοτελειακές συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και του οικονομικού κύκλου: ανάπτυξη-ύφεση-κρίση.

Αδιάψευστος μάρτυρας των όσων αναφέρουμε είναι τα οξυμένα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων του καπιταλισμού, που, ως γνωστόν, απομυζούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του πλανήτη κι εκμεταλλεύονται την εργασία δισεκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο. Οι άρχουσες τάξεις των ιμπεριαλιστικών καπιταλιστικών χωρών θα ήθελαν να επιτύχουν μια έστω και σχετική ευημερία στη «δική τους» εργατική τάξη, προκειμένου να την καταστήσουν «εργατική αριστοκρατία» της παγκόσμιας εργατικής τάξης, και για να έχουν αρραγές εσωτερικό μέτωπο στον ανταγωνισμό με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για παγκόσμια κυριαρχία.

Εδώ και πολλά χρόνια, αλλά και σήμερα, μεγάλη σύγχυση έχει δημιουργηθεί στους λαούς όλου του κόσμου από τους κυρίαρχους πολιτικούς και ιδεολογικούς κύκλους του «υπαρκτού» αριστερού-σοσιαλιστικού και προοδευτικού κινήματος. Οι κυρίαρχοι αυτοί κύκλοι, τα κόμματά τους, τα κινήματα που καθοδηγούν ταυτίζουν αδιάντροπα τον αντιφιλελευθερισμό με τον αντικαπιταλισμό, ενώ είναι εκφραστές ή της Μικτής Οικονομίας ή του Κρατισμού.

Θα το ξανα-αναφέρουμε για μια ακόμη φορά: οι κοινωνίες όπου η μισθωτή εργασία αποτελεί τη βασική και γενική μορφή της παραγωγής είναι πέρα για πέρα καπιταλιστικές, και με το Φιλελευθερισμό, και με τον Κρατισμό, και με τη Μικτή Οικονομία.

Στον καπιταλισμό το δημοφιλέστερο πολίτευμα, δηλαδή το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας στο καπιταλιστικό κράτος, είναι η αστική αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, βασιλευόμενη, προεδρευόμενη, προεδρική.

Οι αστικοδημοκρατικές έννοιες της ισότητας και της ελευθερίας, που χρησιμοποιήθηκαν στις αστικές επαναστάσεις ενάντια στη φεουδαρχία και τους θεσμούς της, πολιτογραφήθηκαν στα αστικοδημοκρατικά ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα, στα δικαιώματα του πολίτη και τις υποχρεώσεις του υπηκόου, έκαναν το πολίτευμα της αστικής αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το πλέον αρεστό στην αστική τάξη, επειδή δίνει, περισσότερο από άλλα πολιτεύματα, την δυνατότητα οι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά άνισοι ν’ αντιμετωπίζονται νομικά σαν ίσοι.

Στις αστικές δημοκρατίες τα δικαιώματα τα ασκούν μόνο όσοι έχουν τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά μέσα της άσκησης αυτών των δικαιωμάτων (δηλαδή οι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά ισχυροί), ενώ η πλειοψηφία, που στερείται αυτών των μέσων, αρκείται στην ψευδαίσθηση της ισότητας και στις υποχρεώσεις του υπηκόου. Βέβαια, όταν η ψευδαίσθηση αναιρείται και η αφύπνιση των πολλών γίνεται συνειδητός αγώνας που απειλεί την κυριαρχία της αστικής τάξης, τότε η αστική δημοκρατία δείχνει την ουσία της.

Αρκετές φορές, λόγω των ιστορικών και κοινωνικών ιδιομορφιών και συγκυριών, η πολιτική εξουσία στο καπιταλιστικό κράτος ασκείται από ολοκληρωτικά δεξιά, αριστερά, θρησκευτικά, απολυταρχικά, δικτατορικά πολιτεύματα και καθεστώτα.

Το καπιταλιστικό κράτος και όλα τα πολιτεύματα και καθεστώτα με τα οποία διευθύνεται και λειτουργεί, έχουν προεξάρχουσα αποστολή να δίδουν χαρακτήρα δικαίου και νομιμότητας στην μισθωτή εργασία, στην ελεύθερη αγορά και πώληση-εκμίσθωση του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», να δίδουν χαρακτήρα δικαίου και νομιμότητας στην ατομική ιδιοποίηση από την άρχουσα τάξη του οικονομικού αποτελέσματος της εργασίας των μισθοσυντήρητων, καθώς και στις μορφές ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ατομικής ή κρατικής, που απορρέουν κι αποτελούν προϋπόθεση αυτής της ιδιοποίησης.

Και εδώ δεν πρέπει λοιπόν να μας διαφεύγει το αυτονόητο: οι κοινωνίες στις οποίες η μισθωτή εργασία αποτελεί τη βασική και γενική μορφή της παραγωγής, είτε υιοθετούν το πολίτευμα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είτε οποιοδήποτε άλλο πολίτευμα, ανήκουν στο καπιταλιστικό οικονομικοκοινωνικό σύστημα και διέπονται από τις νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Το Κράτος, οι θεσμοί του, οι διακριτές εξουσίες (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική), οι μηχανισμοί του -και αυτοί που λειτουργούν με βία και αυτοί που λειτουργούν με ιδεολογία- καθώς και οι πολιτικές περιοχές και τα κόμματα, κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά, της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς, συνιστούν το πολιτικό-νομικό εποικοδόμημα της κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας.

Το πολιτικό-νομικό εποικοδόμημα ενοποιεί ηγεμονικά τις μορφές κοινωνικής συνείδησης, τις ταξικές μορφές κοινωνικής συνείδησης, που αντιστοιχούν στην υλική ταξική δομή της κοινωνίας, δηλαδή στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ανταλλαγής και διανομής.

Η πολιτική περιοχή της Δεξιάς εκδηλώνει θεληματικά την κοινωνική συνείδηση που θεωρεί την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής μοναδική προϋπόθεση για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία και που εξιδανικεύει την ατομική προσπάθεια του προσώπου για οικονομική επιτυχία και κοινωνική αναγνώριση.

Στον πολιτικό χώρο της Δεξιάς ηγεμονεύουν ιδεολογικά-πολιτικά τα οικονομικά συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης και οι συμμαχίες της με τάξεις, κοινωνικά στρώματα και οικονομικές κατηγορίες του πληθυσμού που αποδέχονται τη ηγεμονία της.

Τα πολιτικά κόμματα της Δεξιάς είναι κατά κανόνα φορείς των ιδεών του οικονομικού φιλελευθερισμού, του αστικού κοινοβουλευτισμού, των ιδεών του απλοϊκού πατριωτισμού και των αντιλήψεων περί Κράτους Δικαίου.

Η μεγαλοαστική τάξη, σε περιόδους που τα οικονομικά της συμφέροντα κινδυνεύουν από πολιτικές συμμαχίες στο εσωτερικό της χώρας ή από το εξωτερικό, συμμαχεί με συντηρητικά τμήματα του πληθυσμού που αποδέχονται την ηγεμονία της κι ενισχύει ακροδεξιά κόμματα, φορείς του εθνικισμού και του πολιτικού κρατισμού.

Τα δεξιά κόμματα κατακτούν με κοινοβουλευτικό τρόπο την πολιτική εξουσία όταν τα προγράμματά τους, η πολιτική τους ηγεμονεύσει σε πλειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού, μικροαστικά στρώματα, μικρομεσαία αγροτιά, εργατική τάξη.

Όπως είναι γνωστό, ο όρος «Αριστερά» προέκυψε στη γαλλική επανάσταση. Στη γαλλική εθνοσυνέλευση, στο αριστερό τμήμα της αίθουσας βρίσκονταν πάντα οι πιο ριζοσπάστες αντιπρόσωποι του λαού, και ονομάστηκαν γι’ αυτό το λόγο «αριστεροί» ή «Αριστερά». Έκτοτε επικράτησε ο όρος «Αριστερά» να εκφράζει και να εννοιολογεί το ριζοσπαστικότερο τμήμα του πολιτικού εποικοδομήματος.

Ο όρος «Αριστερά» υποδηλώνει μια έννοια πολιτική που δεν είναι στατική, σε ακινησία, αλλά αντικατοπτρίζει την διαλεκτική κίνηση της καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή ανακλάται και προσδιορίζει το ριζοσπαστικό τμήμα του πολιτικού εποικοδομήματος.

Η καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα σαν άθροισμα και ενότητα των ταξικών αντιθέσεων εμφανίζεται καθαρά στον ανταγωνισμό, όχι μόνο των τάξεων αλλά και των ατόμων, εμφανίζεται στις μορφές κοινωνικής συνείδησης που αντιστοιχούν στους ανταγωνιστικούς υλικούς όρους ύπαρξης, όχι μόνο των τάξεων αλλά και των ατόμων, εμφανίζεται στο πολιτικό εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας στο χώρο της δεξιάς, στο χώρο του κέντρου, στο χώρο της αριστεράς, σαν άθροισμα και ενότητα των ταξικών αντιθέσεων μέσα στο Κράτος.

Η ουσία της εξέλιξης και της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δε μπορεί να είναι άλλη από τον «γενικό και απόλυτο νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης». Η ουσία αυτή είναι ο κοινός τόπος που ενυπάρχει στα πολλαπλά αντιφατικά φαινόμενα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, που τα προσδιορίζει και τα συνέχει μέσα στην πολλαπλότητα και την αντιφατικότητά τους.

Έτσι, το πέρασμα από τη συντεχνία στη μανιφακτούρα, από την ατομικο-επιχειρηματική εμπορευματική παραγωγή στη βιομηχανία, στο μονοπώλιο, στον κρατικό καπιταλισμό και στον ιμπεριαλισμό, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά διαλεκτικές στιγμές ανάπτυξης της ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η διαλεκτική αναίρεση της ατομικής ιδιοκτησίας του απλού εμπορευματοπαραγωγού, που συντελέστηκε μέσα από την νομοτελειακή δράση του γενικού και απόλυτου νόμου της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, και η κατά βάθος ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κοινωνικοποίησαν την εργασία, χωρίς ωστόσο να αναιρέσουν και την ατομική ιδιοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος της κοινωνικής παραγωγής. Δηλαδή, ενώ μέσα από τα αντικειμενικά προτσές συσσώρευσης και συγκεντροποίησης του κεφάλαιου διαμορφώθηκε αντικειμενικά η «πρώτη άρνηση» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που δεν είναι άλλη από τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία, δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις «άρνησης της άρνησης», που δεν είναι άλλες από τις υποκειμενικές προϋποθέσεις, που βρίσκονται ακόμη -δυστυχώς- σε ανωριμότητα.

Η Αριστερά, σαν έννοια που προέκυψε στις ιστορικές συνθήκες των αστικών επαναστάσεων, είναι λάθος, ακόμη και σαν προϊόν αφαίρεσης, να προσδιορίζει στις σημερινές ιστορικές συνθήκες τον πολιτικό χώρο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. είναι επίσης ανεπαρκείς για να εκφράσουν σήμερα τις ιδέες της επανάστασης και της ανατροπής.

Σε προηγούμενες δεκαετίες, όταν τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα ήταν στην ημερήσια διάταξη, οι προσδιορισμοί «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. χρησίμευαν κι εξυπηρετούσαν την διάκριση μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων του αστισμού (που βρίσκονταν σε αντίθεση με την συντηρητική αστική πολιτική έκφραση) και των πολιτικών δυνάμεων που στόχευαν, πέρα από τις μεταρρυθμίσεις και τους αστικούς εκσυγχρονισμούς, στην δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων της αταξικής κοινωνίας.

Δηλαδή, σε προηγούμενες δεκαετίες, οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις συνεργούσαν -άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε αυθόρμητα- στη διαμόρφωση της «πρώτης άρνησης» του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος και προετοίμαζαν τις συνθήκες «άρνησης της άρνησής» του, και γι’ αυτό οι έννοιες «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. ανακλούσαν και διερμήνευαν τις τότε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες.

Σήμερα, που η «πρώτη άρνηση» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι πραγματικότητα, οι έννοιες «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. εκφράζουν την «πρώτη άρνηση» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κι όχι την «άρνηση της άρνησής» του, εκφράζουν δηλαδή πολιτικά την αναγκαιότητα της αναίρεσης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τον κρατισμό, και δεν εκφράζουν την αναίρεση της ατομικής ιδιοποίησης του οικονομικού αποτελέσματος της κοινωνικοποιημένης εργασίας, δεν εκφράζουν το επαναστατικό αίτημα της κατάργησης του συστήματος της μισθωτής εργασίας, της κατάργησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη.

Σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές, και δεν εννοούμε βέβαια μόνο το ΑΚΕΠ), η ονομαζόμενη κομμουνιστική, επαναστατική κλπ. Αριστερά περισσότερο βλάπτει -έστω και αθέλητα- παρά ωφελεί, αφού δημιουργεί σύγχυση στην εργατική τάξη για τους σκοπούς και τους στόχους της επανάστασης.

Η πολιτική περιοχή της Αριστεράς εκδηλώνει θεληματικά την κοινωνική συνείδηση που εναντιώνεται στην άνιση διανομή του εθνικού εισοδήματος υπέρ της μεγαλοαστικής τάξης, και εν γένει στην άνιση διανομή του εισοδήματος που απορρέει από την άνιση κατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Ο πολιτικός χώρος της Αριστεράς ηγεμονεύεται ιδεολογικά-πολιτικά από τα οικονομικά συμφέροντα των ενεργών καπιταλιστών και των συμμαχιών τους με τάξεις, κοινωνικά στρώματα και οικονομικές κατηγορίες του πληθυσμού που βάλλονται, περιορίζονται ή απειλούνται από τα οικονομικά συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης.

Τα κόμματα της Αριστεράς είναι οπωσδήποτε φορείς του Κρατισμού, είτε αποδέχονται τον πολυκομματικό πλουραλισμό είτε υπηρετούν τις ιδέες του πολιτικού κρατισμού και του μονοκομματικού ολοκληρωτισμού (που τις ονομάζουν «λαϊκή»-«σοβιετική»-«σοσιαλιστική δημοκρατία» κλπ.).

Τα κόμματα της Αριστεράς εμφορούνται τις πολιτικές αντιλήψεις περί «κράτους πρόνοιας», κοινωνικής δικαιοσύνης και σε ακραίες περιπτώσεις της κοινωνικής απελευθέρωσης από την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ιδίως εκείνης της ιδιοκτησίας που κατέχει η μεγαλοαστική τάξη.

Τα κόμματα της Αριστεράς είναι κατά κανόνα φορείς του απλοϊκού διεθνισμού, που άλλοτε παίρνει τη μορφή απλοϊκού πατριωτισμού κι άλλοτε παίρνει τη μορφή του κοσμοπολιτισμού.

Η σημερινή Αριστερά εξαντλεί τις ιδέες και τις αντιλήψεις της σε συνδικαλιστικούς αγώνες, σε αντι-ιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις και σε πολιτικές κινητοποιήσεις ενάντια σε πολιτικά ή θεσμικά μέτρα που ευνοούν τη μεγαλοαστική τάξη.

Τα κόμματα της Αριστεράς γίνονται κόμματα εξουσίας όταν η πολιτική τους ηγεμονεύσει σε πλειοψηφικά στρώματα του πληθυσμού, κυρίως στην εργατική τάξη, μικροαστικά στρώματα και μικρομεσαία αγροτιά.

Η πολιτική περιοχή του Κέντρου εκδηλώνει θεληματικά την κοινωνική συνείδηση που στηρίζει και υπηρετεί τις αρχές και τις αξίες της αστικής αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και που στηρίζει και υπηρετεί τα ιδανικά του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος.

Στον πολιτικό χώρο του Κέντρου ηγεμονεύουν ιδεολογικά-πολιτικά τα οικονομικά συμφέροντα της μεσοαστικής τάξης και οι πολιτικές της συμμαχίες με τάξεις, κοινωνικά στρώματα και οικονομικές κατηγορίες του πληθυσμού που περιορίζονται από τα οικονομικά συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης.

Τα πολιτικά κόμματα του Κέντρου, άλλοτε είναι φορείς των ιδεών του οικονομικού φιλελευθερισμού, άλλοτε φορείς των ιδεών της μικτής οικονομίας. Τα κόμματα του Κέντρου εμφορούνται κατά κανόνα τις αστικοδημοκρατικές εκδοχές της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής κυριαρχίας.

Ο πολιτικός χώρος του Κέντρου άλλοτε εκδηλώνεται ως Κεντροδεξιά κι άλλοτε ως Κεντροαριστερά. Στην Κεντροδεξιά ηγεμονεύει ο συμβιβασμός της μεγαλοαστικής τάξης με τους μεσοαστούς, στη δε Κεντροαριστερά άλλοτε ηγεμονεύει ο συμβιβασμός της μεσοαστικής τάξης με τους ενεργούς καπιταλιστές κι άλλοτε ο πολιτικός συμβιβασμός της μεγαλοαστικής τάξης με τους ενεργούς καπιταλιστές.

Η φύση και η εργασία αποτελούν την πηγή κάθε πλούτου και κάθε πολιτισμού. Υλικός πλούτος είναι το σύνολο των αγαθών που παράγει ή διαθέτει μια χώρα. Πολιτισμός είναι το σύνολο και ο βαθμός ανάπτυξης των υλικών και πνευματικών συνθηκών και δημιουργημάτων του ανθρώπου σε ορισμένη χώρα ή εποχή. Εργασία είναι η σκόπιμη σωματική και πνευματική δραστηριότητα, δια της οποίας ο άνθρωπος ιδιοποιείται τη φύση προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες του.
Ο βαθμός αποτελεσματικότητας της εργασίας εξαρτάται από το βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, από την τεχνική των μέσων παραγωγής, καθώς και από την ιδιαίτερη, την ειδική μορφή λειτουργίας τους την κάθε ιστορική περίοδο (σχέσεις παραγωγής).Παραγωγικές δυνάμεις είναι τα μέσα εργασίας (εργαλεία, αντικείμενα παραγωγής, υποδομές κλπ.) και η ανθρώπινη εργατική δύναμη. Ηανθρώπινη εργατική δύναμη, δηλαδή η ικανότητα για απλή ή σύνθετη, χειρωνακτική ή πνευματική εργασία, είναι η σημαντικότερη παραγωγική δύναμη της κοινωνίας. Σχέσεις παραγωγής είναι οι αναγκαίες, καθορισμένες κι ανεξάρτητες από τη θέληση των ανθρώπων αλληλεπιδράσεις-αλληλεξαρτήσεις, στις οποίες έρχονται μεταξύ τους οι άνθρωποι στην διαδικασία της υλικής παραγωγής της ζωής τους. Αυτές, οι συγκεκριμένες, οι ειδικές κάθε φορά αλληλεπιδράσεις-αλληλεξαρτήσεις αποτελούν την υλική δομή της κοινωνίας κάθε κοινωνικού συστήματος, αποτελούν την οικονομική βάση πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα, που στηρίζει και υπηρετεί την υλική δομή.

Η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών ταξινομείται κατ’ αρχήν σε δύο μεγάλες ιστορικές περιόδους:
1ον) την περίοδο των αταξικών κοινωνιών, στις οποίες η κοινωνική οργάνωση, οργάνωση των γενών και των φυλών, δεν είχε προφανώς ταξικό και κρατικό χαρακτήρα.
2ον) την περίοδο των ταξικών κοινωνιών, στις οποίες οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης είχαν ταξικό, δηλαδή, κρατικό χαρακτήρα.

Το Κράτος γεννήθηκε στη βάση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις, και ήρθε για να δίδει χαρακτήρα δικαίου και νομιμότητας στην ταξική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και στις μορφές ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ατομικής ή κρατικής, που προέκυψαν απ’ αυτήν ακριβώς την εκμετάλλευση.

Το Κράτος, όργανο κυριαρχίας της εκάστοτε άρχουσας τάξης, θα εξαφανιστεί μαζί με την εξαφάνιση των συνθηκών που το γέννησαν, δηλαδή με την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, και θ’ αντικατασταθεί από μορφές κοινωνικής οργάνωσης που δεν θα έχουν –προφανώς- κρατικό χαρακτήρα και θα προσιδιάζουν προς τα αταξικά χαρακτηριστικά (τις μορφές κοινωνικής) οργάνωσης των γενών και των φυλών, αλλά σε πολύ ανώτερο ασφαλώς επίπεδο, αφού θα ενσωματώνουν τα πορίσματα της ιστορικής εμπειρίας, τα αποτελέσματα της επιστημονικής γνώσης και θα βασίζονται σε μια σχεδιασμένη χρησιμοποίηση και παραπέρα ανάπτυξη των δημιουργημένων σήμερα τεράστιων παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας.

Σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, σημαντικότατο ρόλο στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και στην ατομική ιδιοποίηση ξένης εργασίας των υπό εκμετάλλευση τάξεων, έχει το αξίωμα, δηλαδή η θέση στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση της κοινωνίας. Οι αξιωματούχοι των ταξικών κοινωνιών ήταν και είναι αναπόσπαστο τμήμα της εκάστοτε άρχουσας τάξης και πολλές φορές μάλιστα την εξέφραζαν σαν σύνολο ή την υποκαθιστούσαν, ιδίως σε κοινωνίες που υπερέχει η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και σε κοινωνίες που έχουν επικρατήσει ολοκληρωτικά πολιτεύματα και καθεστώτα, π.χ. αρχαία Κίνα, αρχαία Αίγυπτος, Σοβιετική Ένωση κλπ.

Οι ταξικές εκμεταλλευτικές και –οπωσδήποτε- κρατικές κοινωνίες, ταξινομούνται σε διαφορετικά οικονομικοκοινωνικά συστήματα, που διαφέρουν ποιοτικά μεταξύ τους από τις διαφορετικές ποιοτικά σχέσεις παραγωγής, που αντιστοιχούν σε διαφορετική ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνικής των μέσων παραγωγής. Κοινωνίες που έχουν όμοιες σχέσεις παραγωγής ανήκουν στο αυτό οικονομικοκοινωνικό σύστημα.

Όταν, σε κοινωνίες που έχουν όμοιες ποιοτικά σχέσεις παραγωγής, συμβαίνει οι μορφές ιδιοκτησίας να είναι σε άλλες -περισσότερο ή πολύ περισσότερο- ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, και σε άλλες -περισσότερο ή πολύ περισσότερο- κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δε σημαίνει ότι ανήκουν σε διαφορετικό οικονομικοκοινωνικό σύστημα. Απλά το γεγονός αυτό δηλώνει τις ειδικές ιστορικές συνθήκες ύπαρξης καθεμιάς απ’ αυτές τις κοινωνίες και την ειδική μορφή που παίρνει σε καθεμιά απ’ αυτές το οικονομικοκοινωνικό σύστημα, στο οποίο όλες μαζί ανήκουν. Π.χ. αρχαία Κίνα, αρχαία Αίγυπτος, αρχαία Ελλάδα, αρχαία Ρώμη.

Υπενθυμίζουμε κάτι γνωστό, που συνήθως λησμονείται και πάρα πολλές φορές σκόπιμα αποσιωπάται: οι μορφές ιδιοκτησίας είναι η νομική μορφή έκφρασης των εκάστοτε σχέσεων παραγωγής, είτε παίρνουν τη μορφή ατομικής ιδιοκτησίας είτε παίρνουν τη μορφή κρατικής ιδιοκτησίας.

Στις ταξικές κοινωνίες υπάρχουν δύο βασικές τάξεις: η εκμεταλλευτική τάξη και η υπό εκμετάλλευση τάξη. Ας το επαναλάβουμε και εδώ- οι ενδιάμεσες ταξικές κατηγορίες είχαν και έχουν επαμφοτερίζουσες ιδιότητες και, ανάλογα με τις συνθήκες, τμήματά τους ή ολόκληρες, έρεπαν και ρέπουν προς τη συμμαχία με τη μία ή την άλλη από τις δύο βασικές τάξεις.

Οι ταξικές κοινωνίες θεμελιώνουν την ύπαρξή τους στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, άνευ της οποίας είναι αδύνατο να υπάρξουν. Η ιδιαίτερη, η ειδική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εργασίας της υπό εκμετάλλευση τάξης από την εκμεταλλεύτρια τάξη, ορίζει και διαμορφώνει τις φάσεις της ιστορικής περιόδου των ταξικών κοινωνιών. Η καθεμιά από αυτές τις φάσεις συγκροτεί έναοικονομικοκοινωνικό σύστημα (κοινωνικός σχηματισμός).

Όλοι οι κοινωνικοί σχηματισμοί της εκμεταλλευτικής-ταξικής περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά και οι κοινωνικοί σχηματισμοί της προηγούμενης περιόδου των αταξικών κοινωνιών, συνδέονται μεταξύ τους σε ένα ενιαίο φυσικο-ιστορικό προτσές μέσω του γενικού νόμου των ανθρώπινων κοινωνιών: του νόμου της ιδιοποίησης, ή –όπως λέγεται- του «νόμου της αναγκαίας αντιστοιχίας των παραγωγικών δυνάμεων προς τις σχέσεις παραγωγής».

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΑΝ «ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ»

Οι οικονομικοί-κοινωνικοί σχηματισμοί των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» προσδιορίζονταν από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, διότι η μισθωτή εργασία ήταν ο κανόνας και η βασική μορφή οργάνωσης της παραγωγής και στους τρεις τομείς της οικονομίας (πρωτογενή, δευτερογενή, τριτογενή).

Στις χώρες που ονομάστηκαν «χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού» η κρατική ιδιοκτησία, η κολχόζνικη ιδιοκτησία, η ατομική ιδιοκτησία και η μικτή ιδιοκτησία αποτελούσαν τις βασικές νομικές μορφές των σχέσεων ιδιοκτησίας, με τις οποίες λειτουργούσε η μισθωτή εργασία σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με κυρίαρχη νομική μορφή την κρατική ιδιοκτησία.

Στις χώρες αυτές, ο απόλυτος χωρισμός της ιδιοκτησίας των εμπράγματων όρων της παραγωγής από την ζωντανή ικανότητα για εργασία αντιπαραθέτει από τη μια τους εμπράγματους όρους της παραγωγής έναντι της μισθωτής εργασίας σαν ξένη ιδιοκτησία, σαν πραγματικότητα ενός άλλου νομικού προσώπου, κι από την άλλη αντιπαραθέτει τη ζωντανή ικανότητα για εργασία έναντι των εμπράγματων όρων της παραγωγής σαν ξένη εργασία.

Στις κρατικές επιχειρήσεις το κεφάλαιο προσωποποιείται στους ενεργούς κεφαλαιοκράτες, που λειτουργούν το κεφάλαιο στο προτσές της παραγωγής. Την τάξη των κεφαλαιοκρατών στις χώρες του ονομαζόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» αποτελούσαν κυρίως οι ενεργοί κεφαλαιοκράτες και οι γραφειοκράτες και τεχνοκράτες του κράτους και του κόμματος, ως εκπρόσωποι της διεύθυνσης των διαδικασιών συσσώρευσης του κεφάλαιου και του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας.

Είναι γνωστό, ότι ο ορισμένος τρόπος συμμετοχής στην παραγωγή καθορίζει τον τρόπο και τις μορφές της διανομής, που είναι η άλλη πλευρά των σχέσεων παραγωγής. Εφόσον λοιπόν η εργασία συμμετέχει στην παραγωγή με τη μορφή της μισθωτής εργασίας, στη διανομή συμμετέχει με τη μορφή του μισθού, κι εφόσον οι ενεργοί κεφαλαιοκράτες, οι γραφειοκράτες και τεχνοκράτες του κράτους και του κόμματος προσωποποιούν το κεφάλαιο στο προτσές της παραγωγής, συμμετέχουν στη διανομή με τις μορφές του τόκου, του κέρδους και της γαιοπροσόδου.

Συγκεκριμένα, η διανομή των αποτελεσμάτων της παραγωγής στις χώρες που ονομάστηκαν «σοσιαλιστικές», γινόταν ως εξής: στο Εθνικό εισόδημα (μ+Υ) οι εργαζόμενοι συμμετείχαν με το άθροισμα των μισθών τους (μ), ενώ οι ενεργοί κεφαλαιοκράτες, οι γραφειοκράτες και τεχνοκράτες του κράτους και του κόμματος συμμετείχαν με την συνολική ετήσια παραγόμενη υπεραξία (Υ) σε συνθήκες απλής αναπαραγωγής, ενώ σε συνθήκες διευρυμένης αναπαραγωγής ένα μέρος της ετήσιας παραγόμενης υπεραξίας (Υ) προοριζόταν για συσσώρευση του κεφάλαιου.

Η διανομή στους ενεργούς κεφαλαιοκράτες γινόταν με τη μορφή αμοιβών που έφθαναν 20 έως 50 φορές πάνω από το μισθό του μέσου εργαζόμενου και με τη μορφή της ατομικής συμμετοχής τους από 15% έως 45% στο πριμ παραγωγικότητας. Η διανομή στους γραφειοκράτες και τεχνοκράτες του κράτους και του κόμματος γινόταν με τη μορφή προνομίων και υψηλών παροχών, ανάλογα με τη θέση ή το αξίωμα που είχαν στην κλίμακα της ανώτερης ιεραρχίας της πολιτικής και οικονομικής διεύθυνσης. Επίσης και οι μεν και οι δε, συμμετείχαν στη διανομή της υπεραξίας και με τη μορφή του τόκου καταθέσεων στις κρατικές τράπεζες. Τα μέσα ατομικά εισοδήματα των ενεργών κεφαλαιοκρατών, των γραφειοκρατών και τεχνοκρατών του κράτους και του κόμματος στις ονομαζόμενες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ξεπερνούσαν τα μέσα ατομικά εισοδήματα των κεφαλαιοκρατών των περισσότερων χωρών της Δύσης.

Τα έσοδα για κοινωνικές δαπάνες, παιδεία, υγεία, πρόνοια κλπ. προέρχονταν από την άμεση και έμμεση φορολογία των εργαζομένων. Οι δαπάνες αυτές έρχονταν να προσθέσουν στο εισόδημα των εργαζομένων στην καλύτερη περίπτωση αυτό που τους είχε αφαιρεθεί από το συνολικό τους ετήσιο εισόδημα με την άμεση και την έμμεση φορολογία, έτσι ώστε ο συνολικός και ετήσιος μισθός τους να ισούται με την αξία των μέσων συντήρησης που ήταν απαραίτητος για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης.

Ο Μαρξ αρχίζει το «Κεφάλαιο» ως εξής: «Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα». Όπως όλοι γνωρίζουν, το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» είναι το θεμελιώδες εμπόρευμα στον καπιταλισμό, του οποίου η αγορά από τους καπιταλιστές και η χρήση του στην παραγωγή, καθιστά την εργασία «μισθωτή εργασία» και προσδίδει στα μέσα παραγωγής τη μορφή του κεφάλαιου.

Επομένως, επαναλαμβάνουμε για μία ακόμη φορά, αυτό που κατέρρευσε στη Σοβιετική Ένωση είναι ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός, ο κρατικός καπιταλισμός, η κομματική και κρατική απολυταρχία. Στη Σοβιετική Ένωση ποτέ δεν καταργήθηκε ο νόμος της υπεραξίας, ο νόμος της αξίας, το σύστημα της μισθωτής εργασίας, το εμπόρευμα εργατική δύναμη. Στη Σοβιετική Ένωση δεν έγινε παλινόρθωση του καπιταλισμού, διότι ποτέ δεν υπήρξε σοσιαλισμός. Στη Σοβιετική Ένωση εκείνο που άλλαξε, που ανετράπη, που κατέρρευσε ήταν μόνον το ολοκληρωτικό πολίτευμα, το πολιτειακό καθεστώς του Κρατισμού. Στη Σοβιετική Ένωση η άρχουσα τάξη, η νομενκλατούρα, από ενεργοί κεφαλαιοκράτες μεταλλάχθηκαν στην πλειοψηφία τους σε καπιταλιστές δυτικού τύπου, ενώ η εργατική τάξη, οι μισθοσυντήρητοι δεν υπέστησαν καμία μεταλλαγή, παρέμειναν όπως και πριν: μισθωτοί εργάτες, φορείς του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», προσδιοριστικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Το 1917 η εργατική τάξη της Ρωσίας, με επικεφαλής τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, κατέλαβαν την πολιτική εξουσία και, σε συνθήκες πολεμικού κομμουνισμού, επιχείρησαν να οικοδομήσουν, μέσω της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και του κρατικού καπιταλισμού, τις αντικειμενικές συνθήκες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Έγραφε ο Λένιν:

 «Θα δείτε ότι σε ένα επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό!

… Γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος, πέρα από το κρατικο-καπιταλιστικό μονοπώλιο.

… Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι, που λέγεται σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια» (ΛΕΝΙΝ, « Η καταστροφή που μας απειλεί»)

 

Λοιπόν, όταν οι αντικειμενικές συνθήκες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό είχαν επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αντί ν’ ανατραπεί η υλική δομή, ν’ αλλάξουν οι σχέσεις παραγωγής, να καταργηθεί η μισθωτή εργασία και το εμπόρευμα εργατική δύναμη, ανετράπη το πολιτικό εποικοδόμημα και η κοινωνική ταξική συνείδηση που είχε διαμορφωθεί για την ανατροπή του τσαρισμού και του καπιταλισμού, φορείς της οποίας ήταν οι ηγέτες και τα στελέχη του μπολσεβίκικου κόμματος, που παραμερίστηκαν, εκτελέστηκαν και εξανδραποδίστηκαν. Να γιατί, είναι τελείως αντιεπιστημονικό και αντι-ιστορικό, να υποστηρίζεται σήμερα από τους οποιουσδήποτε, δεξιούς-κεντρώους-αριστερούς, πως το σοβιετικό καθεστώς από τη δεκαετία του ’30 μέχρις ότου κατέρρευσε, είχε οποιαδήποτε σχέση με αυτό που στη μαρξιστική κοσμοθεωρία ονομάζεται σοσιαλισμός. Να γιατί εμείς επιμένουμε, και θα επιμένουμε, να προπαγανδίζουμε πως ο Κρατισμός, ο κρατικός καπιταλισμός, η ιδεολογία του και η πολιτική του, όταν προπαγανδίζεται και υποστηρίζεται ότι είναι ο «σοσιαλισμός-κομμουνισμός», γίνεται ο κύριος πολιτικός και ιδεολογικός εχθρός της επανάστασης.

Σήμερα, που η παγκόσμια οικονομικο-πολιτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, έδειξε πως ο καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός είναι κολοσσός με πήλινα πόδια, και οι αστοί-καπιταλιστές μοιάζουν με μαθητευόμενους μάγους που έχουν καλέσει δυνάμεις που δε μπορούν να ελέγξουν, επαναφέρουμε και βροντοφωνάζουμε τα αιτήματα της διαλεκτικής κοσμοθεωρίας:

«Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να εξαλείψει το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πραγματώσει την φιλοσοφία».
«Αντί του συντηρητικού συνθήματος: ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα, θα πρέπει η εργατική τάξη να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας». (Καρλ Μαρξ)

Αθήνα, 6 Φεβρουαρίου 2019

Αντώνης  Π. Χάλαρης, μέλος ΑΚΕΠ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας