Ένα διήγημα της Μαρίας Λουκάκη: Ένα αστέρι πέφτει

677

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΕΦΤΕΙ…

 

  Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ψηλά στον ουρανό ένα αστέρι. Ένα πολύ ιδιαίτερο αστέρι. Όχι επειδή ήταν πολύ φωτεινό. Όχι … δεν ήταν! Όχι επειδή ήταν πολύ μεγάλο. Όχι… δεν ήταν! Ήταν πολύ ευαίσθητο και ντροπαλό. Ναι… ήταν! Και αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους. Ειδικά τα παιδιά. Ειδικά, όταν ρωτούσαν. Πόσο συχνά, πόσο επίμονα ρωτούσαν! Σήκωναν το κεφαλάκι τους στον ουρανό, ύψωναν το χεράκι τους, έδειχναν με το δαχτυλάκι τους και ‘‘Μαμά, τι είναι αυτά εκεί ψηλά;’’ ρωτούσαν δείχνοντας τ΄ αστέρια.

   Δεν το πείραζε που δεν το έδειχναν ποτέ. ‘‘Είμαστε τόσο πολλά…’’ σκεφτόταν. Κάποια στιγμή, όμως, άρχισε να ενοχλείται. Δεν ήταν βέβαια κάποια στιγμή. Ήταν η στιγμή… η στιγμή που εκείνο το κοριτσάκι με τα καστανά μαλλιά και τα καστανά μάτια σήκωσε το κεφαλάκι του στον ουρανό, ύψωσε το χεράκι του, έδειξε με το δαχτυλάκι του και… δεν ρώτησε. Μόνο είπε ‘‘Μανούλα, πόθα πολλά φωτάκια έχει ο ουρανόθ!’’

Κάθε βράδυ το ίδιο! Ακόμη κι όταν δεν ψεύδιζε πια έτσι χαριτωμένα . Ακόμη κι όταν έμαθε να μετρά και βάλθηκε να μετρήσει τα φωτάκια τ΄ ουρανού. Και τα μετρούσε . Κι έχανε το λογαριασμό. Και τα ξαναμετρούσε. Και τα ξαναμετρούσε. Όχι όμως εκείνο. Ποτέ εκείνο! Εκείνο που δεν ήταν μεγάλο, εκείνο που δεν ήταν φωτεινό, εκείνο που ήταν ευαίσθητο και ντροπαλό. Και χλωμό. Όλα όσα μπορούσε να δει με γυμνό μάτι τα είχε μετρήσει. Άλλα τη μια βραδιά,άλλα την άλλη, άλλα την παρ΄άλλη… Ποτέ όμως εκείνο! Χρόνια, χρόνια, κάθε βράδυ το ίδιο και το ίδιο.Το κοριτσάκι, το κορίτσι, η κοπέλα στο παράθυρό της μετρούσε τα φωτάκια τα ουρανού. Όσα μπορούσε, ποτέ όμως εκείνο. Κι εκείνο… κάθε βράδυ ποθούσε να μετρηθεί.. Ω!πόσο ποθούσε να μετρηθεί. Από εκείνη, μόνο από εκείνη. Ένα στιγμιαίο μέτρημα. Να ήταν για ένα δευτερόλεπτο στα χείλη της το σαρανταπέντε, το εξηνταδύο, το ογδόνταένα, το εκατό…Ένα δευτερόλεπτο αιωνιότητας!

       Τίποτα… Απαρατήρητο… αμέτρητο κι αυτή την βραδιά! Τ΄ άλλα αστέρια το κορόιδευαν. ‘‘Την έχεις δαγκώσει τη λαμαρίνα για τα καλά!!! ’’ ή ακόμη χειρότερα ‘‘Ούτε απόψε μετρήθηκες;’ Και γελούσαν… Πόσο κακά μπορούσαν να γίνουν τ΄αστέρια!!! Κι εκείνο έκλαιγε. Έκλαιγε… Όχι μπροστά τους! Μέσα του,κρυφά! Και το κλάμα…έγινε πόνος. Και ο πόνος …οδύνη. Και η οδύνη… έμμονη ιδέα!

‘‘ Δεν αξίζει να υπάρχω,αφού δεν έχω υπάρξει για κείνη !!!’’

  Το είχε αποφασίσει! Τη δύναμη έπρεπε να βρει. Και τη βρήκε… Ήταν εκείνη τη βραδιά που το κοριτσάκι με το χαριτωμένο ψεύδισμα, κοπέλα πια, όχι στο παράθυρό της, αλλά στην αγκαλιά του αγαπημένου της, δεν μετρούσε τ΄αστέρια, αλλά τους χτύπους της καρδιάς της. Το βλέμμα της βέβαια και πάλι καρφωμένο στα φωτάκια τ΄ουρανού με μια λαχτάρα που μόνο εκείνο το ντροπαλό, το ευαίσθητο, το χλωμό αστέρι διάβασε.

‘‘Ή τώρα ή ποτέ !!!’’ φώναξε. Κι έσβησε…

‘‘ Ένα αστέρι πέφτει’’ σκέφτηκε η κοπέλα. ‘‘Τι μεγάλο και φωτεινό που είναι!!!’’

Κι έκανε μια ευχή…

 

Μαρία Λουκάκη

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας