Ο Μαρξισμός και το ζήτημα του Πολέμου

1962
πρέσπες

«..Οι σοσιαλιστές που δεν αντιλαμβάνονται ότι ο δοσμένος πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός, που δεν τον εξετάζουν ιστορικά, τίποτε δεν θα καταλάβουν σ αυτόν τον πόλεμο και είναι ικανοί με παιδική αφέλεια να τον φανταστούν με την εξής μορφή: ένας την νύχτα αρπάζει τον άλλον από το λαιμό και οι γείτονες είναι αναγκασμένοι να σώσουν το θύμα της επίθεσης ή να «κλειστούν» μέσα δειλά (έκφραση του Πλεχάνοφ), επειδή φοβούνται τον καυγά. Δεν θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας να γελαστεί και δεν θα αφήσουμε τους αστούς συμβουλάτορες να εξηγήσουν τον πόλεμο έτσι απλά, ότι ζούσαμε κάποτε ειρηνικά, ο ένας επιτέθηκε, ο άλλος υπερασπίζει τον εαυτό του». Λένιν, Άπαντα τόμος 26 σελ. 31»

  1. Εισαγωγικά. Η συσσώρευση της πολεμικής ηφαιστειακής λάβας στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ιδιαίτερα στα πολεμικά πεδία των μαχών με επίκεντρο την Συρία και το Κουρδιστάν, αναδιατάσσει τις γεωπολιτικές ισορροπίες μέσα από μία μικρού μήκους, προς το παρόν, στρατηγική αντιπαράθεσης του ΝΑΤΟ με τον άξονα Ρωσίας – Συρίας – Ιράν. Η αντιπαράθεση αυτή, περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, με κίνδυνο να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, εξαιτίας της επιδίωξης της αστικής τάξης της Τουρκίας να κερδίσει θέσεις τόσο σε σχέση με το Κουρδικό ζήτημα όσο και με τον στόχο της, να αποκτήσει μερίδιο από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, των αποθεμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην περιοχή γύρω από την Κυπριακή ΑΟΖ. Η ελληνική αστική τάξη, μέσα σε αυτό το σκηνικό, επιδιώκει την αναβάθμισή της εντός του Ιμπεριαλιστικού οργανισμού του ΝΑΤΟ, εκμεταλλευόμενη την κρίση των σχέσεων του με την Τουρκία και έχοντας ως βασικό της στόχο την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή. Στο έδαφος αυτών των εξελίξεων, διαμορφώνεται η πολιτική αντιπαράθεση και ο πολιτικός συσχετισμός στο εσωτερικό μέτωπο. Αναγκαστικά λοιπόν, αυτά τα ζητήματα, είναι στην επικαιρότητα και διαμορφώνουν και την πολιτική ατζέντα της αριστεράς. Επανέρχονται με νέους όρους, παλιές αντιπαραθέσεις που ταλάνισαν την αριστερά και το εργατικό κίνημα σε σχέση με την θέση και την στάση αυτής, πάνω στο ζήτημα του πολέμου.

 

  1. Η Λενινιστική προσέγγιση στο ζήτημα του πολέμου.    

Τα ζητήματα του πολέμου και των εθνικών ζητημάτων σε περιόδους όπου υπάρχει κίνδυνος ξεσπάσματος πολεμικών αναμετρήσεων αλλά και αφότου αυτές έχουν ήδη ξεσπάσει, δίχασαν σε μεγάλο βαθμό το εργατικό κίνημα και την αριστερά από την περίοδο, ακόμη, της δεκαετίας του 1910, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το βασικό αντικείμενο της διαμάχης ήταν η στάση απέναντι σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο και οι διαφωνίες που προέκυψαν στο να καθοριστεί ο ίδιος ο χαρακτήρας του. Αμυντικός ή επιθετικός , ιμπεριαλιστικός ή εθνικοαπελευθερωτικός κλπ.
Για τον Λένιν η στάση απέναντι στον πόλεμο ήταν άμεσα εξαρτώμενη από τον ίδιο τον χαρακτήρα του πολέμου. Ο χαρακτήρας αυτός καθορίζονταν, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μέσα από την ανάλυση των αντικειμενικών συνθηκών και της συγκεκριμένης κατάστασης. Η ανάλυση αυτή πρώτα και κύρια αφορούσε το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχηματισμών την διαμόρφωση του ταξικού συσχετισμού στο εσωτερικό τους, ποια  τάξη ηγείται στον πόλεμο και για ποια συμφέροντα διεξάγεται. Αυτού του τύπου η ερμηνεία του πολέμου συγκροτεί μια υλιστική και όχι μια εκλεκτική ιδεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος. Επομένως, για τον Λένιν, η στάση απέναντι σε έναν πόλεμο, δεν είναι μια γενική αρχή που τηρείται κάτω από οποιεσδήποτε ιστορικές συνθήκες και περιόδους. Για παράδειγμα, διαφορετικά έθετε το ζήτημα για τους πολέμους τον 18ο  και 19ο αιώνα και διαφορετικά στην περίοδο του ιμπεριαλισμού. Για τους πολέμους του 18ου και 19ου αιώνα μας λέει:
«..όλοι αυτοί ήταν εθνικοί πόλεμοι που συνοδεύτηκαν με την δημιουργία εθνικών κρατών και συνέβαλαν σ αυτό. Οι πόλεμοι αυτοί σήμαναν την καταστροφή της φεουδαρχίας και ήταν έκφραση της πάλης της νέας αστικής κοινωνίας ενάντια στην φεουδαρχική…, η πάλη για την αυτοδιάθεση του έθνους, για την ανεξαρτησία του, για την ελευθερία της γλώσσας, για λαϊκή αντιπροσώπευση εξυπηρετούσε το σκοπό αυτό – την δημιουργία εθνικών κρατών – αυτής της απαραίτητης βάσης για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού»  (Λένιν, Άπαντα τόμος 26, σελίδα 58, Διάλεξη πάνω στο θέμα: Το προλεταριάτο και ο πόλεμος).
Είναι προφανές ότι εδώ, ο Λένιν, τοποθετεί το ζήτημα από την άποψη της προόδου και της ανόδου νέων κοινωνικών δυνάμεων που γύρω από την ανερχόμενη τότε αστική τάξη συγκροτούσαν ένα, προοδευτικό για την εποχή, κοινωνικό μπλοκ που οδηγούσε στην μετάβαση του αναδυόμενου καπιταλισμού. Κάνει λόγο για «…θρίαμβο του σύγχρονου πολιτισμού, για την πλήρη άνθιση του καπιταλισμού, για την προσέλκυση όλου του λαού, όλων των εθνών στον καπιταλισμό…» Οι εθνικοί πόλεμοι και η εμφάνιση των αστικών κρατών, μας λέει, «..σήμαναν την καταστροφή της φεουδαρχίας και ήταν έκφραση της πάλης της νέας αστικής κοινωνίας ενάντια στη φεουδαρχική». Αναφέρει ως παράδειγμα τέτοιων πολέμων που ξέσπασαν, την περίοδο της γαλλικής επανάστασης έως και τους ιταλικούς και πρωσικούς πολέμους.
Για την περίοδο όμως που ο καπιταλισμός βρίσκεται ήδη στην φάση του ιμπεριαλισμού, ο χαρακτήρας του πολέμου είναι διαφορετικός. Είναι πόλεμος για το μοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής, ανάμεσα στις αστικές τάξεις των εθνικών κρατών. «…Ο καπιταλισμός έφτασε ήδη στην ανώτερή του μορφή και εξάγει πια όχι εμπορεύματα, αλλά κεφάλαιο. Αισθάνεται στενόχωρα στο εθνικό του περίβλημα και τώρα γίνεται πάλη για τα τελευταία υπολείμματα της γήινης σφαίρας..» και καταλήγει ότι «…ολόκληρη η περίοδος, τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από πλήρη κυριαρχία της ιμπεριαλιστικής πολιτικής..» (Λένιν, Άπαντα, το ίδιο όπως παραπάνω).
Η παραπάνω εκτίμηση του Λένιν, για τον χαρακτήρα των πολέμων, εάν ίσχυε για την περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα, ισχύει και σήμερα σε απόλυτο βαθμό. Για τον λόγο ότι ο καπιταλισμός έχει ενισχύσει στο έπακρο τα χαρακτηριστικά που του απέδιδε ο Λένιν στην εποχή του. Οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών, για να συνεχίσουν να αναπαράγονται, έχουν ανάγκη από την εξαγωγή κεφαλαίων, το μοίρασμα των αγορών που, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οδηγούν σε τοπικούς περιφερειακούς και παγκόσμιους πολέμους. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν και την σφραγίδα των πολέμων στην σημερινή εποχή και τους ξεχωρίζουν από τους (επιθετικούς ή αμυντικούς) πολέμους την εποχή της ανάδυσης του καπιταλισμού και των εθνικών κρατών.
Συνεπώς όταν προσεγγίζουμε το ζήτημα του πολέμου μέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες με βάση την μαρξιστική μεθοδολογία σύμφωνα με τον Λένιν, μόνο τότε μπορούμε να διευκρινίσουμε την στάση απέναντί του. «…Διότι διαφορετικά θα έχουμε να κάνουμε με παλιές έννοιες, παλιά επιχειρήματα, που εφαρμόζονται σε άλλες, παλιές συνθήκες. Σε αυτές τις παλιές έννοιες ανήκει και η έννοια για την πατρίδα και ο χωρισμός που αναφέραμε σε επιθετικούς και αμυντικούς…» (υπογράμμιση δική μας) (Λένιν, Άπαντα, το ίδιο όπως παραπάνω).

  1. Συμπέρασμα

Επομένως, στο βαθμό που η αριστερά, για να αναφερθούμε στο σήμερα και στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, αποβάλλει από την οπτική της την ταξική ανάλυση του ελληνικού κοινωνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, την διαμόρφωση του ταξικού συσχετισμού και την θέση, τον ρόλο και την σχέση της ελληνικής αστικής τάξης  με τις υπόλοιπες ανταγωνιστικές τάξεις των καπιταλιστικών σχηματισμών της περιοχής, κινδυνεύει να διολισθήσει σε «πατριωτικές» αναλύσεις κάνοντας λόγο στην ουσία για την υπεράσπιση των «αστικών εθνικών δικαίων». Θα μιλάει με βάση παλιά σχήματα για «επιτιθέμενο» και αμυνόμενο» και «κυριαρχικά δικαιώματα», σε μια συγκυρία όπου οι αστικές τάξεις της περιοχής συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής αστικής τάξης, συμμετέχουν σε επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς επιδιδόμενες σε έναν αχαλίνωτο ανταγωνισμό για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και ενεργειακών αποθεμάτων, ταυτιζόμενη με τα αστικά ιδεολογήματα υπεράσπισης των «εθνικών συμφερόντων και κυριαρχικών δικαιωμάτων της αστικής πατρίδας». Θα υποτάξει, εν τέλει, το ταξικό της πρόγραμμα στην αστική πολιτική, επαναφέροντας στην ανάλυσή της στο ζήτημα της στρατηγικής της μετάβασης την ιστορικά χρεωκοπημένη θεωρία των σταδίων με ότι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό στο ζήτημα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.

1 σχόλιο

  1. Ο αρθρογράφος ενώ σωστά αναφέρει τους όρους και τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο Λένιν για να προσδιορίσει τον χαρακτήρα των πολέμων του τέλους του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα και ενώ σωστά εκτιμά ότι αυτού του είδους ο προσδιορισμός αποτελεί μία υλιστική και όχι εκλεκτική θεώρηση, όμως όταν έρχεται στο “σήμερα” λαβαίνει υπ’ όψη – εντελώς εκλεκτικά – μόνο τα στοιχεία της σημερινής κοινωνικής κατάστασης που τελείως επιφανειακά μοιάζουν με αυτά της εποχής του Λένιν.
    Αντιγράφω από το άρθρο:
    “Η παραπάνω εκτίμηση του Λένιν, για τον χαρακτήρα των πολέμων, εάν ίσχυε για την περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα, ισχύει και σήμερα σε απόλυτο βαθμό. Για τον λόγο ότι ο καπιταλισμός έχει ενισχύσει στο έπακρο τα χαρακτηριστικά που του απέδιδε ο Λένιν στην εποχή του. Οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών, για να συνεχίσουν να αναπαράγονται, έχουν ανάγκη από την εξαγωγή κεφαλαίων, το μοίρασμα των αγορών που, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οδηγούν σε τοπικούς περιφερειακούς και παγκόσμιους πολέμους.”
    Μιλά λοιπόν για “αστικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών” ενώ σήμερα διαμορφώνονται δύο “στρατόπεδα” με τελείως διαφορετική δομή και πολιτική:
    1) Το “στρατόπεδο” των χωρών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που εκφράζεται από την Υπερεθνική Ελίτ ( δηλαδή τις ηγεσίες των G7 συν διεθνείς οργανισμούς ΝΑΤΟ, ΠΟΕ, ΝΑFTA κ.λπ.), που αποτελεί μία απόλυτα εξουσιαστική δύναμη στον κόσμο και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών των δυτικών χωρών.
    2) Το “στρατόπεδο” των χωρών που παλεύουν για την κατάκτηση ή την διατήρηση της εθνικής και οικονομικής τους ανεξαρτησίας με κύριες δυνάμεις τη Ρωσία και την Κίνα.
    Ας σκεφθεί ο αρθρογράφος: με τον ίδιο τρόπο αναπαράγονταν οι αστικές τάξεις στην εποχή του Λένιν και με τον ίδιο σήμερα;
    Σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η εξαγωγή του πολυεθνικού κεφαλαίου είναι κατοχυρωμένος θεσμός, ενώ στην εποχή του ιμπεριαλισμού ήταν θέμα διακρατικών συμφωνιών και έπρεπε να περάσει από πολλών ειδών περιορισμούς και ελέγχους.
    Το “μοίρασμα των αγορών”, που παλιότερα γινόταν με οικονομικές ή επεμβατικές πιέσεις, σήμερα έχει δώσει τη θέση του στο “άνοιγμα των αγορών”, όπου οι πολυεθνικές αλωνίζουν ελεύθερα.
    Ασφαλώς υπάρχουν και σήμερα αστικές τάξεις και διεθνείς αγορές αλλά η λειτουργία τους είναι τελείως διαφορετική από ό,τι στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
    Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχει σήμερα το “στρατόπεδο” υπ’ αριθ. 2 πιο πάνω, θα έπρεπε να προβληματίσει τον αρθρογράφο και όλους όσοι επιμένουν να βλέπουν τη σύγχρονη πραγματικότητα απ’ την οπτική της παρωχημένης θεωρίας περί ιμπεριαλισμού.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας