Είναι πρόωρο να εκτιμήσουμε τις εξελίξεις στην Ιταλία και την Ευρώπη μετά το ρευστό σκηνικό που διαμόρφωσαν οι Ιταλικές εκλογές.
Ο θρίαμβος του θολού και δημαγωγικού “Κινήματος των 5 Αστέρων” και η συνακόλουθη άνοδος της ακροδεξιάς “Λίγκας” (όχι μόνο πλέον του Βορρά), με την ταυτόχρονη δικαιολογημένη βύθιση της Κεντροαριστεράς του Ρέντσι και την καθίζηση της Ιταλικές Αριστεράς σε όλες τις εκφράσεις της (εξηγήσιμες κι αυτής για άλλους λόγους, όχι τόσο εύκολα αναγνώσιμους όπως, ίσως, νομίζουν αρκετοί στον ελληνικό αριστερό χώρο που έχουν πάντα προκάτ απαντήσεις για όλα τα προβλήματα) συγκροτούν μια νέα ρευστή και βαθιά συντηρητική πραγματικότητα.
Αν οι Ιταλικές εκλογές δεν προκαλέσουν ένα σοκ αφύπνισης και αντίδρασης στον λαό της Ιταλίας και στους λαούς της Ευρώπης για ριζοσπαστικές προοδευτικές στον αντίποδα του Ιταλικού εκλογικού πρόσημου, τότε η Ιταλία και η Ευρώπη κινδυνεύουν να πνιγούν μέσα σε μια νέα αντίδραση, σε νέους αποπνικτικούς ολοκληρωτισμούς και σε φρικτές ιμπεριαλιστικές περιπέτειες.
Αυτή η δημοκρατική και προοδευτική αντίδραση στο δημαγωγικό και ακροδεξιό μήνυμα των Ιταλικών εκλογών φέρνει στο προσκήνιο την πρόκληση και την ανάγκη μιας νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οποία θα βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από τις ήττες και τις αποτυχίες του παρελθόντος, θα σταματήσει να είναι εκτός τόπου και χρόνου και θα μπορέσει να συνδυάσει, με σύγχρονους όρους, ένα αυθεντικό ριζοσπαστισμό με ένα ρεαλιστικό εναλλακτικό πρόγραμμα γειωμένο με την κοινωνία και την ανάγκη μιας νέας εθνικής και οικονομικής πρότασης, βιώσιμης, παραγωγικής και ανορθωτικής που θα συνδυάζει την αποδοτικότητα, με την κοινωνική δικαιοσύνη, την κοινωνική ασφάλεια για όλους και την οικολογική προστασία τους περιβάλλοντος.
Κ.Ζ
Ρευστότητα και ακυβερνησία
Η Ευρώπη είχε αρκετούς λόγους να ανησυχεί για την Ιταλία ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 4ης Μαρτίου. Η καταμέτρηση του εκλογικού αποτελέσματος επιβεβαίωσε τους φόβους αυτούς με το παραπάνω.
Κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου, με ορατό το ενδεχόμενο ακυβερνησίας, Ενίσχυση του ευρωσκεπτικιστικού λαϊκισμού. Άνθιση κάθε είδους ακροδεξιάς και ανάδειξή της σε ρυθμιστικό ρόλο. Απαξίωση της πολιτικής στα μάτια των όλο και πιο οργισμένων ψηφοφόρων, με την αποχή να ανέρχεται στο 27%. Διαίρεση της χώρας σε έναν απαξιωμένο Νότο που προτίμησε μαζικά το Κίνημα Πέντε Αστέρων και έναν Βορρά ο οποίος στράφηκε εντονότερα προς τη δεξιά. Αυτά είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά του “μηνύματος” της κάλπης σε συνδυασμό με την αποδοκιμασία των έως τώρα μεγάλων πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής.
Στην χώρο της κεντροαριστεράς, λόγοι για να αισιοδοξεί κανείς δεν υπήρχαν – ωστόσο, η ετυμηγορία της κάλπης υπήρξε περισσότερο τιμωρητική του αναμενόμενου και η παράταξη εμφανίζεται να χάνει παραδοσιακά προπύργιά της. Τα μέσα ενημέρωσης κάνουν ήδη λόγο για “τέλος του ρεντσισμού”, καθώς το Δημοκρατικό Κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι περιορίζεται στο 19,1% της ψήφου, ποσοστό από κάθε άποψη ταπεινωτικό, ακόμη και αν συνυπολογισθεί ότι από τη διάσπαση του κόμματος προέρχεται το ψηφοδέλτιο “Ελεύθεροι και Ίσοι που φέρεται να αποσπά το 3,3%”.
Αλλά και στα δεξιά του φάσματος η ανατροπή είναι μεγάλη, καθώς η ξενοφοβική, ευρωσκεπτικιστική Λέγκα (όχι πλέον μόνο “του Βορρά”), με επικεφαλής τον Ματέο Σαλβίνι ξεπερνά, με ποσοστό 18,1% έναντι 13,9%., την Φόρτσα Ιτάλια του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, της οποίας ήταν μέχρι πρότινος ο ελάσσων εταίρος. Συνεπώς, το comeback που σχεδιάζει o 81χρονος “Καβαλιέρε”, με τις ευλογίες αυτή τη φορά και των Βρυξελλών, προσδοκώντας να υποδείξει αυτός τον αυριανό πρωθυπουργό της χώρας, αποτυγχάνει και ο Σαλβίνι αναδεικνύεται αντικειμενικά στον νέο ηγέτη της ευρύτερης συμμαχίας, η οποία και αναδεικνύεται πρώτη σε δύναμη (με την προσθήκη και των ακροδεξιών “Αδελφών της Ιταλίας” που απέσπασαν το 4,3%.
Ούτως ή άλλως, η συνοχή της συμμαχίας θα δοκιμασθεί, καθώς το όνειρο της αυτοδυναμίας δεν επετεύχθη (θα χρειαζόταν άθροισμα δυνάμεων ανώτερο του 40%) και θα τεθούν επί τάπητος κάθε είδους εναλλακτικές συμπράξεις.
Στο κέντρο της πολιτικής ζωής δεσπόζει πλέον το “αντιπολιτικό” Κίνημα Πέντε Αστέρων το οποίο με ηγέτη τον νεαρό Λουίτζι ντι Μάιο και όχι πλέον τον αποσυρθέντα Μπέπε Γκρίλλο κατέκτησε το 31,8% ξεπερνώντας κάθε πρόβλεψη, και αναδεικνύεται με διαφορά σε πρώτο μεμονωμένο κόμμα.
Ακόμη και ένας “μεγάλος συνασπισμός” ανάμεσα στο Δημοκρατικό Κόμμα και την Φόρτσα Ιτάλια (δηλ. τις καθαυτό ευρωπαϊστικές δυνάμεις που είναι όμως και οι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών) δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία για να κυβερνήσει – συνεπώς δεν μπορούν να προκύψουν μετεκλογικά σενάρια στα οποία να παρακάμπτεται το “Κίνημα Πέντε Αστέρων”.
Και μολονότι το δημιούργημα του Μπέπε Γκρίλο έχει εγκαταλείψει τις κορώνες περί εξόδου από τον ευρώ και επιδιώκει να αναδειχθεί (με πενιχρά αποτελέσματα, αν κρίνουμε από τη δημαρχία Ρώμης) σε διαχειριστική δύναμη, οι Βρυξέλλες βρίσκονται αντιμέτωπες με μιαν “άγνωστη ποιότητα”. Αν και, για να αποτελέσει το Κίνημα Πέντε Αστέρων τον κορμό ενός αυριανού κυβερνητικού συνασπισμού θα πρέπει είτε να συμφιλιωθεί με το Δημοκρατικό Κόμμα είτε να συμπράξει με τη Λέγκα (σενάριο εξίσου δύσκολο και ταυτοχρόνως εφιαλτικό από την άποψη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ιταλίας).
Η πιθανότητα συγκρότησης με πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας ή μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού για την αλλαγή του εκλογικού νόμου φαντάζει όλο και πιο πιθανή. Το αν οι αγορές έχουν την υπομονή να παρακολουθήσουν όλες αυτές τις ζυμώσεις είναι το μεγάλο ερώτημα των επόμενων ημερών…
*Το κείμενο αυτό “Ρευστότητα και Ακυβερνησία” έχει ως βασική πηγή τον Κώστα Ράπτη από το capital.gr