Γιατί το Ισραήλ δεν χαιρέτισε την ελληνο-γαλλική συμφωνία;

Γιατί το Ισραήλ δεν χαιρέτισε
Η ελληνο-γαλλική αμυντική συμφωνία, αν την εξετάσει κανείς βαθύτερα και ευρύτερα, είναι πολυδιάστατη και ενδεχομένως ιστορική. Στην ουσία, η πιο ισχυρή στρατιωτικά χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά το Brexit, δεσμεύεται να συνδράμει στρατιωτικά μια άλλη χώρα μέλος της Ε.Ε., αν αυτή δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός της.

Ας σημειωθεί ότι η συμφωνία αυτή έρχεται μετά από μια σειρά γεγονότα, που είναι:

  • η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και η ρευστότητα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική
  • η ασάφεια που καλλιεργείται από τις ΗΠΑ ως προς το διεθνή ρόλο τους στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας και γενικά τη διατήρηση της φιλελεύθερης τάξης στο παγκόσμια πράγματα.
  • η ταπεινωτική ήττα της Δύσης στο Αφγανιστάν από ένα συνονθύλευμα ισλαμιστών, λαθρεμπόρων, ναρκεμπόρων και θρησκόληπτων καιροσκόπων.
  • οι εκβιασμοί της Τουρκίας σε μια περιοχή της οποίας οι λαοί δεν διδάσκονται απολύτως τίποτε από την ιστορία και στην οποίαν όμως συγκρούονται οικουμενικοί πολιτισμοί.
  • η άνοδος της Κίνας στο γεωπολιτικό στερέωμα και η φιλοδοξία της να έχει πρώτους ρόλους στο παγκόσμιο γίγνεσθαι…
  • η αφύπνιση της Ινδίας, της μεγαλύτερης δημοκρατίας στον κόσμο και οι προθέσεις της στην περιοχή Ινδικός-Ειρηνικός.
  • το μέλλον νέων συμμαχιών στην Ανατολική Μεσόγειο και ποιες είναι από την άποψη αυτή οι προθέσεις χωρών, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Κύπρος.

Γιατί, λόγου χάρη, το Ισραήλ δεν χαιρέτισε την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, πράγμα που έπραξαν αμέσως οι Ηνωμένες Πολιτείες;

Κατά τον γεωπολιτικό ερευνητή κ. Γαβριήλ Χαρίτο, που συνεργάζεται με το Ισραηλινό Ινστιτούτο «Μπεν Γκουριόν», το Ισραήλ είναι προβληματισμένο με τη συμφωνία γιατί δεν θα ήθελε να εγκλωβιστεί σε περιφερειακούς ανταγωνισμούς. Και η τάση αυτή φαίνεται καθαρά σε αρκετές ισραηλινές διπλωματικές ενέργειες. Συνδυάζεται δε και με την καχύποπτη στάση του Ισραήλ απέναντι στη Γαλλία, με αφορμή το εμπάργκο όπλων που ο στρατηγός ντε Γκωλ επέβαλε τρεις ημέρες πριν αρχίσει το 1967 ο πόλεμος των «έξι ημερών».

Δύσκολα ξεχνούν επίσης οι Ισραηλινοί τη στήριξη του Γάλλου προέδρου Ζάκ Σιράκ στον Γιασέρ Αραφάτ, όταν ο τελευταίος το 1995 κήρυξε τη δεύτερη Ιντιφάντα κατά του Ισραήλ.

Από γενικότερης γεωπολιτικής σκοπιάς, όπως επισημαίνει ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος, σε περιφερειακό επίπεδο, το Ισραήλ ανέκαθεν είναι απρόθυμο να εμπλακεί σε οποιαδήποτε εστία έντασης δυτικότερα των μεσογειακών του ακτών. Από της συστάσεώς του, απασχολείται με θερμά μέτωπα στα σύνορά του, και πέραν αυτών: στον Βορρά (Συρία, Λίβανος), στην Ανατολή (Δυτική Όχθη, Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν) και στον Νότο (αιγυπτιακή χερσόνησος του Σινά, Γάζα). Ως εκ τούτου, από ισραηλινής απόψεως, η ενεργοποίηση ενός προσθέτου «δυτικού μετώπου» αποτελεί ένα ενδεχόμενο εξαιρετικά δυσάρεστο, το οποίο θα ήταν καλό να αποφευχθεί.

Λεπτές περιφερειακές ισορροπίες

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Ισραήλ εκτιμάται ότι θα επιμείνει να κρατηθεί μακριά από εντάσεις πέραν των δυτικών του ακτών, γεγονός το οποίο διαφαίνεται από την επιμονή της ισραηλινής κυβέρνησης να αποφεύγει να σχολιάσει περαιτέρω αυτήν την σημαντική εξέλιξη. Ωστόσο, το Ισραήλ είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολο θα είναι να ελέγξει τις εξελίξεις σε περίπτωση που η ίδια η Γαλλία πλέον θα αποφασίσει να καταστήσει αισθητή την στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σε βάθος χρόνου.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, το Ισραήλ θα σκεφτεί πάρα πολύ εάν τελικά θα θελήσει να «κάψει τις γέφυρές» του με την σημαντική Τουρκία -ενώ παρόμοια σκέψη θα απασχολήσει την κυβέρνηση της Άγκυρας, η οποία και εκείνη, παρά τις κατά καιρούς αντι-ισραηλινές κορώνες της γνωρίζει πολύ καλά ότι το «κόψιμο κάθε γέφυρας» με το εξίσου σημαντικό Ισραήλ θα επιφέρει ποικίλες δυσχέρειες στην τουρκική εξωτερική πολιτική σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Δυσχέρειες βέβαια που τώρα γίνονται επαχθέστερες λόγω και της αιγυπτιακής συμμετοχής στο όλο πλέγμα, στο οποίο η Αίγυπτος έχει αποκτήσει ρόλο κλειδί για την ισραηλινή ασφάλεια, σε στρατιωτικό, πολιτικό και ενεργειακό επίπεδο.

Η ισραηλινή πλευρά δεν θα ήθελε ποτέ να μην είναι σε θέση να αποφασίσει αφ’ εαυτής ως προς το ποια στάση θα τηρήσει για ζητήματα που είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν εντάσεις σε ένα μελλοντικό «θερμό δυτικό μέτωπο», το οποίο είναι πάντοτε απευκταίο.

Χωρίς αμφιβολία έτσι, ένα πρώτο βήμα για την πολυθρύλητη ενίσχυση της αυτόνομης ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας χαρακτηρίσθηκε η πολυσήμαντη ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, καθώς μάλιστα εναρμονίζεται με τους κοινούς στόχους Μητσοτάκη – Μακρόν στον τομέα αυτόν, ενώ είναι αυτονόητο ότι ενισχύεται έτσι αποφασιστικά η ελληνική αμυντική ικανότητα. Ιδιαίτερα στην κρίσιμη αυτή περίοδο από πλευράς ασφαλείας στην περιοχή μας και με τον Ταγίπ Ερνιογάν να έχει καταστεί εντελώς απρόβλεπτος, διανύοντας μια φάση όπου κύριο μέλημά του είναι να αντιμετωπίσει τη συνεχώς ογκούμενη εσωτερική κατακραυγή, λόγω της καταρρέουσας οικονομίας και των προβλημάτων που αυτή δημιουργεί στην καθημερινότητα των Τούρκων πολιτών.Σήμερα, λοιπόν, ο ρόλος αυτός ενισχύεται, γεγονός που σίγουρα θα επηρεάσει και τις ισραηλινές επιλογές. Στο πλαίσιο αυτό, η αμυντική Ευρώπη του αύριο κάθε άλλο παρά ουτοπικός στόχος είναι πλέον.

Δεν θέλει λοιπόν και πολλή σκέψη για να γίνει κατανοητό ότι τα δεδομένα αυτά η Ελλάδα προβάλλει ως ο μοναδικός εταίρος του NATO που μπορεί να θεωρηθεί ως μια σταθερή χώρα σε μια εξόχως ασταθή περιοχή.

Γι’ αυτό άλλωστε η κυβέρνηση προσπάθησε να καταστήσει σαφές ότι η συνεργασία με τη Γαλλία δεν είναι ούτε ασύμβατη, ούτε ανταγωνιστική με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα στο πλαίσιο του NATO. Διευκρινίζοντας μάλιστα ότι η ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής άμυνας ενδυναμώνει και τον ευρωπαϊκό βραχίονα της Συμμαχίας. Και όλα αυτά τις παραμονές της υπογραφής της διμερούς ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας, η οποία για πρώτη φορά θα έχει πενταετή διάρκεια με προοπτική περαιτέρω μόνιμης διάρκειας.

Μένει βέβαια να δούμε, μετά το πρώτο βήμα, ποιο θα είναι το δεύτερο στην προοπτική για μια αυτόνομη αμυντική δράση της Ευρώπης. Διότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν αρκεί μια απλή ελληνογαλλική συνεργασία προς την κατεύθυνση αυτή, όταν είναι γνωστό ότι τίποτα στην Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Και η Γερμανία, όπως όλοι αναμέναμε, έχει ήδη εισέλθει σε μια μακρά περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας.

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος

ath.papandropoulos@euro2day.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας