Ένα διήγημα της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου: Ο Άγιος

Ευτυχία Κοσμαδοπούλου

Ο Άγιος

Μέχρι το νεκροταφείο είχε πολύ δρόμο. Ο ήλιος πύρωνε το κεφάλι του κι έλιωνε το μυαλό του. Κάτω έχασκε ο γκρεμός, καφετής και στεγνός, πέτρινος  κι  άνυδρος, ανάδινε τη φλόγα του σε ολάκερο το νησί. Τούτη η εποχή δεν του άρεσε. Ζέστη και τουρίστες. Η ζέστη δυσκόλευε το δρόμο για το νεκροταφείο και οι τουρίστες του δυσκόλευαν τη ζωή. Πιο πολύ οι τουρίστριες. Με τα σορτσάκια.

Το δρομολόγιο ήτανε  ίδιο. Κατέβαινε τα 135 σκαλιά, έστριβε αριστερά στην Πιάτσα κι έπαιρνε τον ανήφορο. Ύστερα καινούργια σκαλιά. Ακόμα δεν έχει καταλάβει γιατί οι παλιοί ανέβηκαν τόσο ψηλά για να χτίσουν τα ρημάδια τα σπίτια και δικαιολογεί τους γέρους που ανεβαίνουν και αγκομαχάνε σιχτιρίζοντας αυτούς που είχαν την ιδέα την αρχική.

Μετά τα σκαλιά έχει κάμποσο ίσωμα. Έπειτα, ίσαμε το νεκροταφείο,  αρχίζει και πάλι ανήφορος. Για να κουβαλήσουν τη μάνα του εκεί πάνω οι νεκροθάφτες, είδαν κι έπαθαν. Τους βγήκε η γλώσσα να περάσουν την κάσα ανάμεσα από τους οικογενειακούς και μάλιστα στο τρίτο επίπεδο με τις ψηλές σκαλούνες.

«Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ωραίο νεκροταφείο», σκέφτηκε ξύνοντας τον αριστερό του ώμο που ζεματούσε από τον ήλιο.

«Μπορεί να τους βγαίνει η πίστη να σε ανεβάσουν για να σε θάψουν αλλά η θέα από εκεί πάνω είναι και πολύ πρώτη! Ανοιχτωσιά και βλέπεις ίσαμε τη θάλασσα! Άσε που παρατηράς ολόκληρο το χωριό, ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει», ξανασκέφτηκε.

Χαμογέλασε με τη σκέψη. Άραγε να βλέπει η ψυχή των πεθαμένων; Δηλαδή η μάνα του όταν της άναβε το καντήλι τον έβλεπε;  Κουραφέξαλα! Οι πεθαμένοι ούτε θέα χρειάζονται ούτε τίποτα! Αν τους θυμάσαι, πάει καλά! Αν όχι, τέρμα!

Άλλαξε χέρι τη σακούλα με τα λάδια και τα καρβουνάκια και πήρε βαθύ αναστεναγμό. Ο ήλιος τού έβραζε τη μύτη. Τα παπούτσια του ξεχαρβαλωνόντουσαν συνέχεια σε τούτες τις πέτρες του δρόμου. Πάλι ξεκόλλησε το δεξί. Σε κάθε βήμα η σόλα ανοίγει σα στόμα που περιμένει να το ταΐσεις. Το μακρύ δάχτυλο έχει στήσει παρατηρητήριο. Βγαίνει έξω και κοιτάζει χορτάρια και βουνά. Και τουρίστριες.

Και τι τονε νοιάζουνε αυτόν οι τουρίστες; Σάμπως έχει κάνα διάφορο;  Οι μαγαζάτορες είναι αυτοί που κερδίζουν. Καφενεία, φαγάδικα, αναμνηστικά. Εκείνος μόνο τη γάτα του κουμαντάρει, τη σύνταξη που έμεινε από τη μάνα του, το δωματιάκι του στην κορφή της Χώρας και τα 135 σκαλοπάτια. Καμιά φορά οι μαγαζάτορες τον φωνάζουν να σκουπίσει τα σοκάκια της Πιάτσας, του δίνουν πότε ένα, πότε δύο ευρά και τονε συμβουλεύουνε να κόψει τα μαλλιά και τα γένια του γιατί άσπρισαν λέει, και τον αγριεύουν και γιατί η μάνα του πάει δυο χρόνια που έχει πεθάνει και  πως το βαρύ το πένθος και η αξυρισιά του δεν κρατάει πάνω από χρόνο. Λένε αυτοί. Και σιγά μην τους ακούσει.

Καθώς φάνηκε από μακριά το νεκροταφείο, ένας πόνος τον έκοψε χαμηλά. Στάθηκε λίγο στην ξερολιθιά να ξανασάνει. Τα τζιτζίκια δεν το βουλώνουν ούτε στιγμή. Κοίταξε πίσω τους λόφους.

«Καφετί σκατί», σκέφτηκε.

Ο πόνος έφυγε αλλά δεν πρόλαβε να περπατήσει ούτε πέντε βήματα και ξανάρθε. Καθόλου δεν του άρεσε αυτό. «Τι έφαγα χτες, γαμώ την πίστη μου;» Λίγο γαλατάκι ήπιε, ένα παξιμάδι έφαγε, πέντε μούρα έκοψε από τη μουριά.

«Να δεις που τα μούρα ήτανε σκουλικιασμένα», μίλησε δυνατά και ο ήλιος κάρφωνε τα μάτια του.

Η ανάγκη όμως μεγάλωνε. Το μυαλό του άρχισε να στροφάρει. Χαρτί μαζί του δεν είχε. Καμιά πετσέτα μαζί του δεν είχε. Ερημιά. Θα μπορούσε να βρει μέρος αλλά δεν ήθελε να μαγαρίσει το σώβρακο κι ούτε λόγος  να το πετάξει. Αυτό κι άλλο ένα είχε στην περιουσία του. Κοίταξε γύρω  απεγνωσμένα κι ο πόνος αβάσταχτος. Η κοιλιά του γουργούριζε σαν περιστέρα σε οίστρο. Αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, θα του φύγουν, κι έτσι πασαλειμμένος και βρωμερός αδύνατο  να περάσει μέσα από την Πιάτσα. Πώς θα γυρίσει σπίτι;  Ο πόνος εντωμεταξύ σφίγγει τα σωθικά του. Γρρρρ  γργργργρρρ κάνει η κοιλιά και τον ήχο σκεπάζουν τα τζιτζίκια. Το νεκροταφείο καμιά πεντακοσαριά βήματα. Αριστερά του το εκκλησάκι με τη γαλάζια στέγη.

«Άγιε μου, βόηθα!» μουρμουράει και περνάει από το μυαλό του μήπως είναι η πόρτα της εκκλησιάς ανοιχτή, να βρει μέσα καμιά ξεχασμένη χαρτοπετσέτα να κάνει τη δουλειά του. Ο Άγιος δεν θα παρεξηγηθεί που θα βοηθήσει στη δύσκολη ώρα τον πιστό.

«Βόηθα με, Άγιε μου!», ξαναμουρμουρίζει στην απελπισιά και στο σφίξιμο. Με τελευταίες δυνάμεις κατεβαίνει τα σκαλάκια του περίβολου και, μπροστά του  ανακαλύπτει το θάμα! Στην αυλή του Άγιου, σε μια γωνιά που κρύβεται απ’ το δρόμο, έχει μια ντάνα τούβλα σκεπασμένα με κείνη τη σακούλα την πλεχτή. Αυτό το υλικό όσο είναι φρέσκο είναι τόσο γερό που αντέχει να σηκώνει τόνους άμμο και τούβλα και τσιμέντο. Όμως τούτο έχει φαγωθεί από τον ήλιο και τη βροχή και είναι ταμάμ για τη δουλειά που το χρειάζεται. Κόβει ένα μεγάλο καθαρό κομμάτι, απολυμασμένο από τον ήλιο και τον αέρα τον ξερό. Το τυλίγει όμορφη μπάλα, να μη δίνει στόχο. Κάποιος τουρίστας, βαδίζοντας προς τον λιόντα, το αξιοθέατο, μπορεί να τον πετύχει.

Ανεβαίνει τα σκαλάκια του Άγιου και βγαίνει στη δημοσιά. Πέντε βήματα πίσω είναι το μονοπάτι που οδηγεί στα χωράφια. Σκαρφαλώνει στο μικρό ύψωμα, βαδίζει στα μισά του μονοπατιού, σταμπάρει ένα απάτητο σημείο και κατεβάζει τα παντελόνια.

«Σε φχαριστώ, Άγιε μου που βοήθησες. Νάσαι πάντα καλά», μουρμουρίζει καθώς ξαλαφρώνει.

Όλα μπήκαν στη θέση τους. Μαζεύει πέτρες – από πέτρα το νησί, όρεξη νάχεις – και σκεπάζει την παραγωγή του.

«Νάσαι καλά Άγιε μου. Εξαλάφρωσα!»

Κάνει το σταυρό του με απέραντο σεβασμό και βγαίνει στον υπόλοιπο ανήφορο για το νεκροταφείο.

 

Ευτυχία Κοσμαδοπούλου

Η Ευτυχία Κοσμαδοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μία σειρά διηγημάτων με τίτλο «Μέλισσες και πεταλούδες πάνω στη ρίγανη» και ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Σημαδεμένες». Το 2020 απέσπασε το 1ο βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδας για το θεατρικό έργο «Ποιος σημαδεύει την αλεπού».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας