Εχουν παρατηρήσει μερικοί λεπτοί ψυχολόγοι της ανθρώπινης συμπεριφοράς ότι ο καθένας από μας όταν κουτσά-στραβά καταφέρνει και οικοδομεί μια κοσμοεικόνα, οχυρώνεται πίσω απ’ αυτήν και νιώθει (γίνεται) απόρθητος – εννοείται, αποφασίζει ο ίδιος ότι είναι ανίκητος.
Δεν έχουν άδικο. Ελάχιστες φορές οι άνθρωποι κάθονται να ακούσουν τον διπλανό τους ή τον απέναντί τους. Ουσιαστικά δεν ακούν, απλώς ο άλλος είναι μια ευκαιρία να ξεδιπλώσουν αυτοί τις γνώσεις τους τάχα και να πουν τη γνώμη τους (να την επιβάλουν), δικαιολογώντας και ικανοποιώντας έτσι την παρουσία τους στη γη, την εξουσία τους, τη μοναδικότητά τους και περιφρονώντας ταυτόχρονα την προσωπικότητα του άλλου, όχι απλά αδιαφορώντας γι’ αυτήν. Φιλήκοον είναι μάλλον ή φιλόλαλον, έλεγε ο Κλεόβουλος.
Πήρε τυχαία κάπου το μάτι μου μια ρήση του Γκέτε: «Το αίσθημα είναι αυτό που μετράει· το Ονομα είναι αέρας κοπανιστός». Η λογική δηλαδή είναι φούμαρα μπροστά στα βαθιά, σκοτεινά ριζώματα του ανθρώπου.
Ο,τι και να χτίσουμε δηλαδή (εγώ, προσωπικότητα, εξουσία) καταρρέει σε μια στιγμή εάν δεν το έχουμε εμβαπτίσει στο μέσα άγνωστο – μπουρμπουλήθρες είναι, τίποτα άλλο. Και αυτό φαίνεται όταν δεν μπορούμε να επικοινωνούμε και να συνεννοούμαστε – μικρά, αδαή όντα τα οποία θέλουν να επικρατήσουν το ένα επί του άλλου. Τα εθνικά και τα άλλα (ιδεολογικά και λοιπά) απλώς υποκαθιστούν τη συνύπαρξη και την επικοινωνία – στην ουσία αποδεικνύουν την ανικανότητά μας να φωτίσουμε τα μέσα σκοτάδια.
Εν αρχή εξάλλου (πάλι ο Γκέτε) ην η Πράξη και όχι ο λόγος – απ’ ό,τι φαίνεται αυτός άργησε πάρα πολύ να «επισκεφθεί» τον άνθρωπο και να «εγκατασταθεί» εντός του.
Αυτή την αρχέγονη «πρωτιά» δύσκολα την αποβάλλουμε, έτσι τουλάχιστον μαρτυρούν οι περισσότερες θυμικές πράξεις μας· αδιαφορούν για τον λόγο (τη λογική) και κινούνται από τα ορμέμφυτα. Θα πει κανείς: και ο πολιτισμός πού είναι, τι παλεύαμε τόσους αιώνες, πού πήγαν οι προσπάθειες για επιτέλους εξανθρωπισμό μας; Ελα, ντε.
Καλά όλα αυτά, θα πει κάποιος άλλος, αλλά σήμερα ζούμε με βάση τον λόγο, είναι ακραίοι όσοι επαναφέρουν στο προσκήνιο το αίσθημα, το ρίγος, το πάθος.
Το ότι αυτός ο λόγος έχει «δομηθεί» κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εξυπηρετεί ελάχιστους και αυτοί οι ελάχιστοι να τον επικαλούνται ως πρωταρχή για τη θωράκιση των «δημοκρατικών» τους καθεστώτων δεν ενοχλεί κανέναν – να μην πολυσκοτιζόμαστε κιόλας και χάσουμε και τα ψιχία που μας δίνουν αυτά τα καθεστώτα, διάβολε.
Είναι μικρή, μικρούλα η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων διότι πάντα στηριζόταν στην εκμετάλλευση των χαμηλών ενστίκτων (ποια είναι τα χαμηλά και ποια τα υψηλά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο, βεβαίως) – ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να ακούσουν τους κραδασμούς από τους κλυδωνισμούς τούτων των ενστίκτων (είπαμε, δεν μάθαμε ποτέ, όλοι μας, να ακούμε). Το ίδιο κάνει και η σημερινή – νομίζει ότι αυτή κατέχει τη μόνη αλήθεια. Και έτσι τρώει κανείς το κεφάλι του.
*Πηγή: efsyn.gr