To φάντασμα της «Μεγάλης Αλβανίας»

3058
φάκελος

Ένα φάντασμα αιωρείται τις τελευταίες δεκαετίες πάνω από κεντροδυτικά Βαλκάνια: Το φάντασμα της Μεγάλης Αλβανίας. Ο αλβανικός εθνικισμός εμφανίστηκε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, εξαιτίας του αρχαϊσμού των αλβανικών φυλών που παρέμεναν ακόμη πιστές στην οθωμανική διοίκηση. Το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας, δηλαδή της συνένωσης ολόκληρου του αλβανικού στοιχείου σ’ ένα διευρυμένό εθνικό κέντρο, δεν ήταν τόσο ένα σχέδιο ιστορικής αποκατάστασης των «Νεοϊλλύριων» στα κεντροδυτικά Βαλκάνια, όσο μια όψιμη αντίδραση στην ανάπτυξη των επιμέρους βαλκανικών εθνικισμών του 19ου αιώνα.
Το σχέδιο της εθνικής ένωσης των Αλβανών εμφανίστηκε αρχικά ως αντίδραση στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878), το οποίο ψαλίδισε τα πανσλαβιστικά σχέδια των Ρώσων για επικυριαρχία στα Βαλκάνια, δίνοντας έτσι το πράσινο φως για την εδαφική επέκταση των μικρών εθνικών κρατών της χερσονήσου σε βάρος της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο όραμα ούτε και προσπάθεια εθνικής αποκατάστασης εκ μέρους των Αλβανών. Και ο λόγος ήταν προφανής. Στα πλαίσια του Dar al Islam, που αντιπροσώπευε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Αλβανοί, στην πλειοψηφία τους Μουσουλμάνοι, ήταν σε ευνοϊκότερη θέση σε σύγκριση με τους «άπιστους» Έλληνες, Σέρβους και Σλαβομακεδόνες γείτονές τους. Ήταν ένα είδος «υποτελή κυρίαρχου». Οι Αλβανοί, όπως άλλωστε και οι Βόσνιοι μπέηδες, ήταν οι πιο φανατικοί υπερασπιστές της ισλαμικής θεοκρατικής κοινωνίας, συχνά μάλιστα σε αντιπαράθεση με την ίδια την Πύλη. Από την άλλη οι Αλβανοί άργησαν ν’ αποκτήσουν σχέδιο εθνικής αποκατάστασης, επειδή αντί για την εθνική κυριαρχούσε σ’ αυτούς η τοπικιστική, φυλετική και θρησκευτική τους ταυτότητα.
Σε κάθε προσπάθεια απόκτησης μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας οι Αλβανοί εθνικιστές ένιωθαν πάντα να ορθώνεται μπρος τους το εμπόδιο των θρησκευτικών και φυλετικών τους αντιθέσεων. Το αλβανικό εθνογλωσσικό υπόστρωμα (περίπου 1.500.000 στα τέλη του 19ου αιώνα) ήταν μοιρασμένο μεταξύ Μουσουλμανισμού (69%, που αποτελούντν τόσο από Σουνίτες, αλλά και πολλούς Μπεχτατσί και Κρυπτοχριστιανούς), Ορθοδοξίας (21%) και Καθολικισμού (10%). Αυτό σήμαινε ότι ο αλβανικός εθνικός χώρος βρισκόταν μονίμως κάτω από τρεις πολιτιστικές σφαίρες επιρροής: οι Μουσουλμάνοι έβλεπαν προς την Κωνσταντινούπολη, οι Ορθόδοξοι προς την Αθήνα και οι Καθολικοί προς τη Ρώμη και τη Βιέννη. Ανάλογα με το θρήσκευμά τους οι Αλβανοί πήγαιναν σε τουρκικά, ελληνικά και ιταλικά σχολεία, κινδυνεύοντας έτσι να απολέσουν τη γλώσσα τους, τη μοναδική ίσως δυνατή –αν και προβληματική, εφόσον υπήρχαν δύο διάλεκτοι (Τόσκικα και Γκέκικα)– βάση στην οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί η εθνική τους ταυτότητα.
Η εμφάνιση του Αλβανικού Ζητήματος στα Βαλκάνια
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος του 1878), με την οποία σημαντικά τμήματα (Κορυτσά, Δίβρη, Τέτοβο) των λεγόμενων «αλβανικών χωρών» παραχωρούνταν σε μια βραχύβια Μεγάλη Βουλγαρία, ανησύχησε και κινητοποίησε τους Αλβανούς. Έτσι, στις 10.6.1878 πραγματοποιήθηκε σ’ ένα τέμενος της πόλης Πρισρέν του Κοσόβου η πρώτη αλβανική εθνοσυνέλευση με τη συμμετοχή 80 εκπροσώπων, που εκπροσωπούσαν και τις τρεις θρησκευτικές ομάδες των Αλβανών που ζούσαν στα τέσσερα εγιαλέτ ανακατεμένοι με τους Έλληνες, τους Σλαβομακεδόνες, τους Βλάχους και τους Σέρβους. Σε αυτήν την πόλη του Κόσοβου, που αποτελούσε θερμό σημείο επαφής ανάμεσα σε Σέρβους και Αλβανούς, οι εκπρόσωποι των Αλβανών παραδέχτηκαν ότι, εφόσον η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον δεδομένη, θα έπρεπε να κινηθούν γρήγορα προς την κατεύθυνση της αυτονομίας της «Σκιπέριας» και κατ’ επέκταση στη συγκρότηση μιας Μεγάλης Αλβανίας, με τη συνένωση και των τεσσάρων εγιαλέτ (Σκουταρίου, Κοσσυφοπέδιου, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων) όπου κατοικούσε κυρίως αλβανικός πληθυσμός!
Στο ιδεολογικό μανιφέστο (Kararname) της Πρίσρεν, το οποίο αποτελούνταν από 16 άρθρα, δεν αναφέρονταν πουθενά η επιθυμία για ειρηνική συνύπαρξη με τους άλλους λαούς της Βαλκανικής και ιδιαίτερα με τους χριστιανούς, ούτε βέβαια η πιθανότητα συμμετοχής των Αλβανών σ’ ένα πολυεθνικό κράτος. Η Αλβανική Συνεννόηση (Λίγκα) διεκδικούσε απροκάλυπτα ένα εθνικό αλβανικό κράτος σε όλες τις «αλβανικές χώρες», στην ουσία και στα τέσσερα εγιαλέτ, στα οποία όμως ο καθαρά αλβανικός πληθυσμός δεν ξεπερνούσε το 43% του συνόλου. Οι Αλβανοί εθνικιστές έβλεπαν τότε μια Μεγάλη Αλβανία που θα εκτεινόταν από τον Αμβρακικό κόλπο ως τις ακτές του Μαυροβουνίου και η οποία θα περιλάμβανε το Κόσοβο και τη δυτική Μακεδονία.
Ο Αλβανός συγγραφέας Μπέρταρντ Στούλι, στο βιβλίο του Το Αλβανικό Ζήτημα: 1875-1882 (Ζάγκρεμπ 1959), γράφει χαρακτηριστικά: «Από την Αντα Μποένα (σ.σ. μια παραλιακή πόλη του νοτιοδυτικού Μαυροβούνιου) ως τα Γιάννενα ζούσε ένας μοναδικός και ομοιογενής λαός. Το έδαφος μεταξύ Ιωαννίνων και Αμβρακικού κόλπου διεκδικούνταν έντονα από την ελληνική πολιτιστική και θρησκευτική προπαγάνδα. Οι Αλβανοί όμως κυριαρχούσαν κι εκεί, αν όχι αριθμητικά, τουλάχιστον με τη δύναμη και την αντίστασή τους». Στην πραγματικότητα εκείνη την εποχή οι Αλβανοί υποχωρούσαν στην Ήπειρο μπροστά στους Έλληνες, εφόσον στις περισσότερες πόλεις της περιοχής δεν παρέμεναν παρά μερικές μουσουλμανικές οικογένειες. Αντίθετα παρατηρούνταν μια σταθερή και επίμονη διείσδυσή τους προς τα οροπέδια του Κόσοβου και προς τις όχθες της λίμνης Αχρίδας. Ως συνέπεια αυτής της προώθησης ήταν ο διωγμός και η αναγκαστική μετακίνηση περίπου 150.000 Ορθόδοξων Σέρβων (1876-1912) προς την κυρίως Σερβία.
Αν και στο Συνέδριο του Βερολίνου οι Μεγάλες Δυνάμεις κώφευσαν στα κυριότερα αιτήματα των Αλβανών, εντούτοις ο σημαντικότερος στόχος της Αλβανικής Συνεννόησης είχε επιτευχθεί: οι περισσότερες «αλβανικές χώρες» παρέμειναν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιδίωξη όμως της αυτονομίας προσέκρουσε στην επίμονη άρνηση της Πύλης, πράγμα που οδήγησε τις «αλβανικές χώρες» σε μόνιμη εξέγερση. Έτσι, οι Αλβανοί, από «μακρύ χέρι» των Οθωμανών έγιναν ένα ακόμη βαλκανικό πρόβλημα. Μιμούμενοι τους γείτονές τους κι οργανώνοντας και οι ίδιοι «συλλόγους» και «τοπικές επιτροπές» αντίστασης, οι Αλβανοί πήραν κι αυτοί σειρά ανάμεσα στους πιθανούς διεκδικητές της οθωμανικής κληρονομιάς στα Βαλκάνια.
Όταν στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου (1912-13) οι αντίπαλοι στρατοί βρίσκονταν αντιμέτωποι στα πεδία των μαχών, οι «αλβανικές χώρες» ήταν για μια ακόμη φορά σε κατάσταση εξέγερσης. Οι Αλβανοί, που είχαν αποφασίσει να κρατήσουν ουδέτερη στάση, βρέθηκαν ξαφνικά στριμωγμένοι στη μέση. Από τη μια η κάθοδος των Σέρβων προς το Κόσοβο, τα Σκόπια και το Μοναστήρι καθώς και η κατάληψη ολόκληρης της βόρειας Αλβανίας από τα στρατεύματά τους κι από την άλλη η άνοδος των Ελλήνων προς τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά, τους έφεραν σε απελπιστική κατάσταση. Ο κίνδυνος να ματαιωθούν τα σχέδιά τους και να μοιραστεί η Αλβανία μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας ήταν πλέον ορατός.
Η δημιουργία του Αλβανικού Κράτους

Ο Ισμαήλ Κεμάλ, ένας Αλβανός βουλευτής από το Μπεράτι, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισε ότι ήταν καιρός για δράση. Πήγε στη Βιέννη, όπου συναντήθηκε με τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και κατόπιν αποβιβάστηκε στο Δυρράχιο για να κατευθυνθεί στη συνέχεια προς το λιμάνι της Αυλώνας. Εκεί, ενώ ο ελληνικός στρατός είχε στρατοπεδεύσει στις πύλες της πόλης, συνήλθε μια Εθνοσυνέλευση (28.11.1912), που αποφάσισε το σχηματισμό ενός αλβανικού κράτους. Οι Δυνάμεις, που συνεδρίασαν ένα μήνα αργότερα στο Λονδίνο, δεν μπορούσαν ν’ αγνοήσουν πλέον το αλβανικό ζήτημα, που ξεφύτρωνε στο κέντρο ακριβώς της μοιρασιάς των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έμελλε ωστόσο να καθοριστούν τα σύνορα του νέου κράτους. Στο ζήτημα αυτό οι δυνάμεις είχαν μοιραστεί στα δύο. Για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, Ιταλία και Αυστροουγγαρία ευνοούσαν τη δημιουργία μιας όσο το δυνατό μεγαλύτερης Αλβανίας, που θα ήταν και το προστατευόμενο κράτος, δηλαδή το «μακρύ χέρι» τους στα Βαλκάνια. Από την άλλη η Ρωσία και η Γαλλία, που έβλεπαν στον αλβανικό εθνικισμό τον «αυστρογερμανικό δάκτυλο», ευνοούσαν είτε μια μοιρασιά των «αλβανικών χωρών» μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας είτε τη δημιουργία ενός «Αλβανο-μακεδονικού» κράτους με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη!
Έπειτα από διαπραγματεύσεις και παλινωδίες αποφασίστηκε να ιδρυθεί ένα Αλβανικό κράτος στα δυτικά Βαλκάνια, που θα είχε έκταση περίπου 28.000 τ.χλμ. και πληθυσμό 800.000 κατοίκους. Στα εδάφη του περιλήφθηκε και η Βόρεια Ήπειρος, η οποία τελούσε υπό ελληνική κατοχή ήδη από τις πρώτες μέρες των Βαλκανικών πολέμων. Οι Έλληνες διεκδικούσαν αυτήν την περιοχή, όπου υποστήριζαν ότι διαβιούσαν 120.000 ομοεθνείς τους, οργανωμένοι σε τρεις επισκοπές, με 376 ενορίες, 360 σχολεία, όπου φοιτούσαν πάνω από 22.000 μαθητές. Οι Δυνάμεις όμως, οι οποίες δεν καλόβλεπαν μια ενδεχόμενη επέκταση της Ελλάδας προς την κατεύθυνση της Αδριατικής, έθεσαν τη χώρα μας ενώπιον ενός μεγάλου διλήμματος: Τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ή τη Βόρεια Ήπειρο; Όπως ήταν αναμενόμενο ο μεγαλοϊδεάτης πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, οπαδός ως γνωστόν του δόγματος της «ναυτικής ισχύος» (Sea Power), προτίμησε την ενσωμάτωση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία θα χρησίμευαν άλλωστε κι ως βατήρας για το πέρασμα στη Μικρά Ασία –μια κίνηση που σηματοδοτούσε και το τελικό στάδιο πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Δεν ήταν όμως εύκολο για την Ελλάδα να παραιτηθεί από τη Βόρειο Ήπειρο και να εγκαταλείψει τους ελληνικούς πληθυσμούς της στο έλεος ενός ασταθούς κρατιδίου, που είχε γίνει σφηκοφωλιά συνωμοσιών. Η χάραξη έτσι των νοτίων συνόρων της Αλβανίας παράμενε για αρκετό διάστημα σημείο τριβής.
Λίγο πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Ι. Ζωγράφος, ένας πρώην υπουργός της Ελλάδας, ανακήρυξε μια «προσωρινή κυβέρνηση της Βόρειας Ηπείρου» και λίγο αργότερα η περιοχή καταλήφθηκε από ελληνικά και ιταλικά στρατεύματα. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου η Αλβανία χρησιμοποιήθηκε κι από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα ως δέλεαρ για την προσέλκυση της Ελλάδας και της Ιταλίας στο πλευρό τους. Μάλιστα οι Κεντρικές Δυνάμεις έφθασαν στο σημείο να προτείνουν στην Ελλάδα ολόκληρη τη νότιο και κεντρική Αλβανία (μέχρι τα Τίρανα), προκειμένου η Αθήνα να παραμείνει ουδέτερη και να μην εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ!
Μετά τον πόλεμο στη διάσκεψη ειρήνης του Παρισιού οι διεκδικήσεις της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβία συγκρούστηκαν για μια ακόμη φορά. Τελικά την άνοιξη του 1920 επανήλθε η ιδέα της παλινόρθωσης του αλβανικού κράτους και όλες οι προηγούμενες υποσχέσεις θεωρήθηκαν άκυρες. Το Νοέμβρη του 1921 η διάσκεψη των πρεσβευτών των χωρών της Αντάντ αναγνώρισε την ανασύσταση του αλβανικού κράτους, στα σύνορα του 1913. Ελλάδα και Σερβία αντιτάχθηκαν, αλλά η συμφωνία που υπογράφτηκε στο δικαστήριο της Χάγης (Αύγουστος 1925) επιδίκασε το μοναστήρι του Όσιου Ναούμ (Οχρίδα) στη Σερβία κι ανάγκασε την Ελλάδα ν’ αποσυρθεί από 14 αμφισβητούμενα χωριά στα δυτικά της Πρέσπας. Ούτε λόγος πλέον για «Βόρεια Ήπειρο» από την ταπεινωμένη από τη μικρασιατική καταστροφή Ελλάδα..
Εφόσον η ίδρυση μιας ανεξάρτητης Αλβανίας ήταν εξαρχής σχέδιο της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, η συντριβή και η διάλυση της πρώτης άφησε στη δεύτερη, η οποία επιθυμούσε απροκάλυπτα ηγεμονικό ρόλο στην Αδριατική και στη Μεσόγειο, το ρόλο του προστάτη του αδύνατου αλβανικού κράτους, που στηριζόταν αποκλειστικά σε εξωτερική βοήθεια. Η κατοχή εξάλλου από την Ιταλία του στρατηγικής σημασίας νησιού Σάσων, στο στόμιο της Αυλώνας, αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως προγεφύρωμα για το πέρασμα στη βαλκανική ενδοχώρα.
Η Αλβανία στο Β’ Π. Πόλεμο:  Υπερεθνικιστές Balli Kombetar και Αλβανοί Παρτιζάνοι

Το αλβανικό κράτος, με βασιλιά τον Αχμέτ Ζώγου, αποτέλεσε ουσιαστικά ένα ιταλικό προτεκτοράτο, που στηριζόταν σε ιταλικά κεφάλαια και στην προστασία του Μουσολίνι. Στις 7.4.1939 τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αλβανία, καταλύοντας και τυπικά την ανεξαρτησία της χώρας. Για τη φασιστική Ιταλία η κατάκτηση της Αλβανίας σηματοδοτούσε το πρώτο βήμα για τη ανασύσταση μιας νέας «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Σε στρατηγικό επίπεδο όμως η Αλβανία αποτελούσε μια ιδανική βάση για στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Ο Ντούτσε, ως κυρίαρχος της Αλβανίας και οραματιστής μιας «Ρωμαιο-Ιλλυρικής» σύμπραξης στα Βαλκάνια, ασπάστηκε τα οράματα των Αλβανών εθνικιστών για συγκρότηση μιας Μεγάλης Αλβανίας, κρίνοντας ότι αυτό εξυπηρετούσε ουσιαστικά και τα ηγεμονικά σχέδια της Ρώμης.
Έτσι, ο ίδιος, ασπαζόμενος τις θέσεις των Αλβανών εθνικιστών, κατήγγειλε την «καταπάτηση» των δικαιωμάτων των Τσάμηδων στην ελληνική Ήπειρο, προετοιμάζοντας το έδαφος για την επικείμενη εισβολή. Έτσι την 28η Οκτωβρίου του 1940 δύο ιταλικές στρατιές, και μαζί τους αρκετά τάγματα Αλβανών εθνικιστών που εξαπολύθηκαν με σύνθημα την «απελευθέρωση της Τσαμουριάς», παραβίασαν την ελληνο-αλβανική μεθόριο εισβάλλοντας στην Ελλάδα. Συνάντησαν όμως σθεναρή αντίσταση εκ μέρους των Ελλήνων και σύντομα απωθήθηκαν. Ενώ ο βαρύς χειμώνας πλησίαζε, οι Ιταλοί οπισθοχώρησαν και τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν για μια ακόμη φορά τη Βόρεια Ήπειρο.
Το μέτωπο είχε σταθεροποιηθεί, όταν στις 6.4.1941 ξεκινούσε η επιχείρηση Μαρίτσα (Εβρος), που ήταν ο κωδικός της γερμανικής επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Μέχρι τα τέλη της άνοιξης του 1941 ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος βρισκόταν κάτω από τη μπότα του Άξονα. Η κατάκτηση της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας σύντομα συμπληρώθηκε από το διαμοιρασμό των εδαφών τους. Όσες χώρες είχαν συμπράξει με τον Άξονα ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα. Η Βουλγαρία προσάρτησε ολόκληρη σχεδόν τη νότιο Σερβία, την ελληνική Θράκη (εκτός του νομού Έβρου) και την ανατολική Μακεδονία, δημιουργώντας έτσι τη Μεγάλη Βουλγαρία.
Για να προσεταιριστούν την Αλβανία οι Ιταλοί ικανοποίησαν τις απαιτήσεις των εθνικιστών της. Δημιούργησαν έτσι μια προστατευόμενή τους «Μεγάλη Αλβανία», που περιλάμβανε το νοτιοδυτικό Μαυροβούνιο (Ούλτσινι), ολόκληρο σχεδόν το Κόσοβο, τη δυτική πλευρά της σερβικής Μακεδονίας και εδάφη της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας) στην Ήπειρο. Στο ένα εκατομμύριο των κατοίκων της «μικρής Αλβανίας» προστέθηκαν έτσι 500.000 Σέρβοι και Μαυροβούνιοι, 150.000 Σλαβομακεδόνες και 150.000 Έλληνες, μαζί με άλλους 600.000 περίπου «αλύτρωτους» Αλβανούς, ένας πληθυσμός 1,5 φορές μεγαλύτερος από εκείνον της προπολεμικής Αλβανίας! Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Βαλκανικής η Βουλγαρία και η Αλβανία αποκτούσαν κοινά σύνορα: ένα παλιό όνειρο των Γερμανο-Ιταλών είχε γίνει επιτέλους πραγματικότητα! Οι ίδιοι σχεδίασαν τότε και τη χάραξη ενός οδικού άξονα, μιας «Παραεγνατίας», που θα ένωνε το Δυρράχιο με το Μπουργκάς εξυπηρετώντας στο έπακρο τα στρατηγικά τους συμφέροντα.
Οι Αλβανοί εθνικιστές μ’ αρχηγό τους τον Μουσταφά Κρούγια δεν επαναπαύτηκαν στο γεγονός ότι χάρη στη γενναιοδωρία των Ιταλών είχε γίνει πραγματικότητα η «Μεγάλη Αλβανία», αλλά ξεκίνησαν μια πολιτική εθνικών εκκαθαρίσεων σε βάρος των γειτονικών λαών που βρέθηκαν στη ζώνη κατοχής τους. Περίπου 20.000 Σέρβοι εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι 150.000 εκτοπίστηκαν βίαια προς την κυρίως Σερβία. Την ίδια μοίρα αντιμετώπισαν και αρκετές χιλιάδες Έλληνες, κάτοικοι της Ηπείρου.  Ταυτόχρονα όμως με τη δράση των φιλοϊταλών εθνικιστών στα νότια της Αλβανίας εμφανίστηκε ένα αντάρτικο κίνημα, με ηγέτη τον Εμβέρ Χότζα, που προσπαθούσε να μιμηθεί το «σύντροφο» Τίτο, τα αντάρτικα σώματα του οποίου είχαν αποδειχτεί πονοκέφαλος για τα στρατεύματα κατοχής. Αν και οι Αλβανοί κομουνιστές δεν πέτυχαν και πολύ σπουδαία αποτελέσματα στα πεδία των μαχών, εντούτοις απέσπασαν την υπόσχεση του Β. Μολότοφ για την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της χώρας τους.
Το 1942 οργανώθηκε στην Αλβανία το «Εθνικό Μέτωπο» (Balli Kombetar ή BK), μέσα στο οποίο συμμετείχε και η πλειοψηφία των Αλβανόφωνων του Κοσσυφοπέδιου, που διάκεινταν πολύ εχθρικά προς τους Σέρβους. Η πτώση του Μουσολίνι (Ιούλιος 1943) και η αντικατάσταση των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής από 70.000 στρατιώτες της Βερμαχτ, αποτέλεσε για τα μέλη του ΒΚ μια ακόμη ευκαιρία για να διατηρήσουν τη δύναμη και τα εδαφικά τους κεκτημένα, κυρίως στο Κόσοβο. Οργανώθηκε έτσι μια «δεύτερη Λίγκα της Πρισρένης» κι άρχισε ένας νέος γύρος βιαιοπραγιών σε βάρος των άμαχων Σέρβων.
Όταν το φθινόπωρο του 1944 ο Κόκκινος Στρατός είχε κατακλύσει τα Βαλκάνια, οι οπαδοί του Εμβέρ Χότζα, που βοηθήθηκε σημαντικά από τον Τίτο –στην προσπάθειά του να εντάξει την Αλβανία ως 7η ή 8η σοσιαλιστική ομοσπονδία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία υπό την ηγεσία του– διακήρυξαν ότι είχαν μόνοι τους απελευθερώσει τη χώρα τους! Είχαν προηγηθεί σκληρές μάχες ανάμεσα στους κομουνιστές και στα μέλη του ΒΚ, που αντλούσε τη δύναμή του από τους γκέκηδες φύλαρχους του αλβανικού βορρά. Σκληρές μάχες δόθηκαν και στο Κόσοβο ανάμεσα σε Αλβανούς μέλη του ΒΚ και Σέρβους παρτιζάνους, οι οποίοι και τελικά επικράτησαν. Το όνειρο της Μεγάλης Αλβανίας είχε ματαιωθεί.
Η μεταπολεμική απομονωμένη Αλβανία και ο εξαλβανισμός του Κοσόβου

Η ένταξη της Αλβανίας, μιας χώρας που η τύχη της δεν είχαν καθοριστεί στη Διάσκεψη της Γιάλτας (1944), στο κομουνιστικό μπλοκ ήταν αποτέλεσμα κυρίως του γεγονότος ότι το αλβανικό ανταρτικό κίνημα βρισκόταν τότε κάτω από την ασφυκτική επιρροή του Τίτο, ο οποίος φλέρταρε με την ιδέα ότι αποτελούσε ένα είδος «Βαλκανιάρχη», ανεξάρτητου από τις επιταγές της Μόσχας. Κάτω από την κομουνιστική «ομπρέλα» η Αλβανία εξασφάλισε την εδαφική της ακεραιότητα, με την επιστροφή στα σύνορα του 1939.
Για μια ακόμη φορά η Ελλάδα δυσανασχέτησε δικαιολογημένα, επειδή οι βάσιμες διεκδικήσεις της για «επιστροφή» της Βόρειας Ηπείρου δεν ικανοποιήθηκαν. Το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας είχε βέβαια ματαιωθεί, αλλά η ευνοϊκή μεταχείριση της αλβανικής μειονότητας στη Γιουγκοσλαβία εκ μέρους του τιτοϊκού καθεστώτος, δημιουργούσε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον. Σ’ αυτό συνηγορούσε και το γεγονός ότι ο Τίτο δεν επέτρεψε στους Σέρβους πρόσφυγες από το Κόσοβο να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους από τους Αλβανούς καταπατητές. Την περίοδο του αλβανο-γιουγκοσλαβικού «φλερτ» (1944-1948), όταν τα εκτεταμένα σύνορα των δύο χωρών παρέμεναν αφύλακτα, περίπου 120.000 βόρειοι Αλβανοί πέρασαν στις εύφορες πεδιάδες του Κοσόβου και παρέμειναν εκεί διεκδικώντας το Status του Γιουγκοσλάβου πολίτη. Σύντομα οι Αλβανοί του Κοσόβου, χάρη σε μια δημογραφική αύξηση, ασυναγώνιστη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, υπερτριπλασίασαν τον πληθυσμό τους μέσα σε λιγότερο από μισό αιώνα! Έτσι, από 498.000 που ήταν το 1948, έφθασαν το 1.600.000 το έτος 1991. Την ίδια περίοδο ο σερβικός πληθυσμός σ’ αυτήν την επαρχία παρέμεινε σταθερός στις 200.000, πράγμα που συνετέλεσε στο να μεταβληθεί το Κόσοβο σε μια συντριπτικά αλβανόφωνη περιοχή.
Το 1974, χάρη σε μια ακόμη γενναιοδωρία του αντισέρβου Τίτο, το Κόσοβο αναβαθμίστηκε σε αυτόνομη περιοχή της Σερβίας, αν και οι αλβανόφωνοι διεκδικούσαν ήδη ανοικτά το καθεστώς της «7ης δημοκρατίας». Σε μια εποχή που μέσα στην ίδια την Αλβανία ο αλβανικός εθνικισμός βρισκόταν σε «χειμερία νάρκη», στο Κόσοβο η αλβανική διανόηση άρχισε ήδη να υφαίνει τα «μεγαλοαλβανικά» της οράματα. Πρώτος στόχος ήταν να αποκτήσει το Κόσοβο (ή Κόσσοβα) καθεστώς ομόσπονδης δημοκρατίας, πράγμα που θα του έδινε αυτομάτως και το δικαιώματα της απόσχισης από τη Γιουγκοσλαβία. Επόμενος στόχος ήταν η συνένωση γύρω από αυτό των αλβανόφωνων της περιοχής των Σκοπίων (Ιλλυρίδας), του Μαυροβούνιου καθώς και των Σλάβων Μουσουλμάνων του Σάντζακ, σχηματίζοντας έτσι ένα μουσουλμανικό μπλοκ στη νοτιοδυτική Γιουγκοσλαβία, στο οποίο θ’ απορροφούνταν μακροπρόθεσμα και η ίδια η Αλβανία!
Ωστόσο τα σχέδια των αλβανόφωνων του Κοσόβου προσέκρουσαν σύντομα στην επανεμφάνιση του σερβικού εθνικισμού, που θεωρούσε το Κόσμετ (Κόσοβο και Μετόχια) αναπόσπαστο τμήμα της Σερβίας και λίκνο του σερβικού πολιτισμού. Η κατάργηση της αυτονομίας του Κοσόβου (1989) από τον Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς, σήμανε για τους Σέρβους εθνικιστές την αρχή του τέλους του εξαλβανισμού αυτής ιστορικής περιοχής. Αδυνατώντας να περάσουν στην ένοπλη δράση, οι αλβανόφωνοι προτίμησαν αρχικά την «παθητική αντίσταση», με ιδεολογική εκφραστή τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα και τη συνέχιση της «απελευθερωτικής» τους προπαγάνδας ανά τον κόσμο. Στο σημείο αυτό καθοριστική ήταν και η συνεισφορά της αξιόλογης αλβανικής διασποράς.
Οι Αλβανοί της διασποράς, που υπολογίζονται σε 1-1,5 εκατομμύριο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του ενδιαφέροντος της Δύσης για το ζήτημα του Κοσόβου. Ιδιαίτερα ενεργό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση έπαιξε η δραστήρια αλβανο-αμερικανική κοινότητα (350.000-400.000 χριστιανοί Ορθόδοξοι στην πλειοψηφία τους Αλβανοί), που προσπάθησε να δημιουργήσει ένα ενεργό «αλβανικό λόμπι» προκειμένου να πείσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ να υποστηρίξει τα αιτήματα των Αλβανών, πράγμα που τελικά το κατάφερε. Με τις δραστηριότητές του το «αλβανικό λόμπι» των ΗΠΑ βοήθησε στην αντισερβική προδιάθεση της κοινής γνώμης της χώρας. Στο προπαγανδιστικό υλικό που κατά καιρούς διανέμονταν οι αλβανόφωνοι του Κοσόβου παρουσιάζονταν ως «αιώνια θύματα της σερβικής επιθετικότητας».
Στην Ευρώπη, η μεγαλύτερη αλβανική κοινότητα (250.000) βρίσκεται στην Ελβετία, μια χώρα που προσέφερε άσυλο σε χιλιάδες Αλβανούς του Κοσόβου, που κατέφυγαν εκεί από το 1981. Με τα χρήματα των Αλβανών της Ελβετίας χρηματοδοτήθηκε και ο UCK (Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου), που σήκωσε και το βάρος του ένοπλου αγώνα κατά της «σερβικής κατοχής»! Ο αγώνας του UCK τελικά στέφθηκε με επιτυχία χάρη στη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ την άνοιξη του 1999, που μετέβαλε το Κόσοβο σε “ανεξάρτητο κράτος” αλλά ουσιαστικά σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τους Αλβανούς αυτό ήταν και το πρώτο βήμα: η επίτευξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, και η βάσιμη ελπίδα ότι θα σχηματίσει μια ένωση με τα Τίρανα και μελλοντικά και με την προσθήκη κι άλλων περιοχών που κατοικούνται κυρίως από Αλβανούς,την περίφημη «Μεγάλη Αλβανία».
Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος διαβάστε: «Μεγάλη Αλβανία»: Πορεία προς νέα αποσταθεροποίηση των Βαλκανίων; 
* O Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημιουργός του Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com). Το βιβλίο του “Γεωπολιτική του Αρχιπελάγους” αναλύει πολυεπίπεδα τη γεωπολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια, στην Εγγύς Ανατολή και στο διαχρονικό ρόλο της Ελλάδας και του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή μας.
**Πηγή: tvxs.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας