Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν ακούγεται οργισμένος. Τόσο οργισμένος, όσο μόνο ένας εξαπατημένος άνθρωπος μπορεί να ακουστεί. Αλλά βρίσκεται όντως σε μία κατάσταση όπου για μεγάλο διάστημα πατά σε δύο βάρκες και τώρα κινδυνεύει να αδειαστεί και από τις δύο.
Από τη μία χρησιμοποιεί τα ανοίγματά του προς τη Ρωσία, προκειμένου να εκβιάσει την ανταπόκριση του παραδοσιακού υπερατλαντικού του συμμάχου στις ανησυχίες του. Από την άλλη, οχυρώνεται πίσω από την συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ για να αποτολμήσει, όπως και τον Νοέμβριο 2015, προκλήσεις που υπό άλλες συνθήκες θα έβρισκαν απηνή απάντηση από τους Ρώσους προστάτες της Δαμασκού.
Συμπληρώθηκε ένας μήνας πολιορκίας του αυτονομημένου κουρδικού “καντονιού” του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τους ισλαμιστές συμπολεμιστές τους, του λεγόμενου “Ελεύθερου Συριακού Στρατού”. Το εγχείρημα, αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μήνυμα προς τις ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να διακινδυνεύει άμεση εμπλοκή με τις αμερικανικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί στα συμπαγέστερο κουρδοκρατούμενα εδάφη της βορειοανατολικής Συρίας. Και πάντως, δεν θα ήταν ποτέ εφικτό χωρίς την ανοχή της Μόσχας και, σε μικρότερο βαθμό, της ίδιας της Δαμασκού και της Τεχεράνης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν διεξάγει την “αντιτρομοκρατική”, όπως την ονομάζει, επιχείρησή του στη συριακή επικράτεια (χωρίς αυτό πάντως να την καθιστά λιγότερο παράνομη), προεξοφλώντας ότι δεν θα την παρεμποδίσει η ρωσική αεροπορία ή η συριακή αεράμυνα – και αυτό πράγματι συνέβη. Για την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ μεγαλύτερη απειλή μεσοπρόθεσμα συνιστά η ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων στο πλευρό ενός αυτονομημένου γηγενούς στοιχείου, παρά η εισβολή του τουρκικού στρατού. Τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου, διότι είναι γνωστή σε όλους λ.χ. η πολιτική τουρκοποίησης (μεταφορά πληθυσμού, επέκταση των τουρκικών δημόσιων υπηρεσιών, ίδρυση τεμενών) που εφαρμόζει η Άγκυρα στην συριακή πόλη αλ-Μπαμπ την οποία κατέχει από τον Δεκέμβριο 2016, οπότε την κατέλαβε στο πλαίσιο της επιχείρησης “Ασπίδα του Ευφράτη”.
Στον βαθμό πάντως που ο “αμερικανικός κίνδυνος” προέχει, το σφυροκόπημα του Αφρίν από τις τουρκικές δυνάμεις, ήταν για τη συριακή κυβέρνηση και τους συμμάχους της ένα “χρήσιμο μάθημα” που έπρεπε να διδαχτεί η κουρδική πλευρά, όσο την ίδια ώρα η ρωσική διπλωματία αναλάμβανε μεσολαβητικές προσπάθειες για την επανυπαγωγή του αυτονομημένου καντονιού στην δικαιοδοσία της Δαμασκού.
Ένα μήνα μετά την έναρξη της επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” οι μεν επιχειρησιακές επιδόσεις της Τουρκίας κάθε άλλο παρά εντυπωσιακές αποδείχθηκαν, οι δε αντοχές των Κούρδων υπερασπιστών του Αφρίν σταδιακά μειώνονται. Είναι το σημείο στο οποίο η συριακή κυβέρνηση αρχίζει να διευκολύνει τη διέλευση μέσα από τα εδάφη που ελέγχει Κούρδων μαχητών από άλλες περιοχές που έσπευδαν για την ενίσχυση του Αφρίν. Και είναι το σημείο που γίνεται λόγος για διαπραγμάτευση ανάμεσα στην κουρδική πολιτοφυλακή του YPG και τη Δαμασκό για ανάπτυξη συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στο Αφρίν.
Οι πληροφορίες ότι η διαπραγμάτευση αυτή ευοδώθηκε τη Δευτέρα προκάλεσαν οργισμένες αντιδράσεις από την πλευρά της Άγκυρας που διαμήνυσε ότι η επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας” θα συνεχιστεί (με το ρίσκο μετατροπής της “αντιτρομοκρατικής επιχείρησης” σε αναμέτρηση με έναν κρατικό στρατό που υπερασπίζεται την επικράτειά του), ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν είχε τηλεφωνικές συνομιλίες με τους ομολόγους του της Ρωσίας και του Ιράν.
Σύντομα ο Τούρκος πρόεδρος είχε τη δυνατότητα να ισχυρισθεί ότι συνάντησε τη συμφωνία των συνομιλητών του και ότι η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη συριακού στρατού στο Αφρίν τερματίσθηκε. Από την πλευρά του το Κρεμλίνο είχε τη χαρά να ανακοινώσει ότι η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν προχωρούν απρόσκοπτα στη διαδικασία, της οποίας είναι συνανάδοχοι, για μία πολιτική επίλυση της συριακής κρίσης, και μάλιστα με τριμερή συνάντηση κορυφής σε δεκαπέντε μέρες.
Την πολυπλοκότητα της κατάστασης εικονογραφεί πάντως το ότι λίγα 24ωρα νωρίτερα η τουρκική πολιτική ηγεσία είχε δεχθεί τον επικεφαλής του State Department Ρεξ Τίλερσον για να διαπραγματευτεί μαζί του την επανεκκίνηση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων, αρχής γενομένης από μία κοινή επιχείρηση για την απομάκρυνση των Κούρδων μαχητών από την πόλη Μάνμπιτζ, δυτικά του Ευφράτη, υποτιθέμενο επόμενο στόχο της επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” μετά το Αφρίν. Μάλιστα, η Τουρκία έσπευδε να ανακοινώσει την αναβολή της επιχείρησης εναντίον του Μάνμπιτζ, για να καταδείξει στους επίδοξους υπερασπιστές των Κούρδων του Αφρίν, τον βαθμό αποκατάστασης των σχέσεών της με τη Ουάσιγκτον.
Το χαμόγελο του Ερντογάν πάντως προοριζόταν να παγώσει ένα 24ωρο μετά, όταν έγινε γνωστή η αποστολή στο Αφρίν φιλοκυβερνητικών πολιτοφυλάκων της Συρίας. Είναι το σημείο στο οποίο ο Τούρκος πρόεδρος δικαιούνταν να νιώθει εξαπατημένος, εφόσον οι εν λόγω πολιτοφύλακες (κατά κύριο λόγο σιίτες) λειτουργούν συμπληρωματικά προς τον συριακό κυβερνητικό στρατό και έχουν την ενθάρρυνση και στήριξη του Ιράν. Μόνο εκκρεμές ερώτημα είναι το αν η Ρωσία είχε γνώση του συγκεκριμένου ελιγμού ή αυτός επιχειρήθηκε ερήμην της, ως μία απάντηση της Δαμασκού και της Τεχεράνης στην ελαστικότητα με την οποία για ευρύτερους λόγους αντιμετωπίζει η Μόσχα τους τουρκικούς εκβιασμούς. (Εν προκειμένω, κυριότερο μέλημα της ρωσικής πολιτικής είναι, όπως το δήλωσε ανοικτά ο Σεργκέι Λαβρόφ, το να σύρει την Άγκυρα, με λαβή τις τουρκικές ανησυχίες ασφαλείας, σε έναν διάλογο με την συριακή κυβέρνηση, την οποία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει).
Με αυτή την έννοια, τίποτε δεν εικονογραφεί καλύτερα τις περιπλοκές και τις αντιφάσεις της περιοχής από το γεγονός ότι η ίδια κουρδική οργάνωση που στην βορειοδυτική Συρία δείχνει να αναζητά την ιρανική προστασία, στην βορειοανατολική Συρία ενσωματώνει Αμερικανούς πεζοναύτες που σκοπεύουν να παραμείνουν επ’ αόριστον στην περιοχή για να ανασχέσουν την επιρροή του Ιράν.
Στις κοινές δηλώσεις με τον επισκεπτόμενο την Τουρκία πρόεδρο της πΓΔΜ ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πάντως ότι η “υπόθεση θεωρείται λήξασα” εφόσον τουρκικά πυρά πυροβολικού παρεμπόδισαν την είσοδο των σιιτών πολιτοφυλάκων στο Αφρίν και τους κράτησαν σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης. Πρόσθεσε, μάλιστα, για να επιβεβαιώσει ότι οι συνεννοήσεις του με Ρωσία και Ιράν παραμένουν σε ισχύ, ότι συχνά πολιτοφυλακές αυτού του είδους παίρνουν δικές τους, λανθασμένες πρωτοβουλίες.
Μένει να φανεί αν η πραγματικότητα θα το επιβεβαιώσει. Ωστόσο, ούτε η Δαμασκός ούτε οι σύμμαχοί της έχουν λόγους να επιτρέψουν την πτώση του Αφρίν. Το διπλό παιχνίδι θα συνεχιστεί από όλους τους εμπλεκόμενους.
Από τη μία χρησιμοποιεί τα ανοίγματά του προς τη Ρωσία, προκειμένου να εκβιάσει την ανταπόκριση του παραδοσιακού υπερατλαντικού του συμμάχου στις ανησυχίες του. Από την άλλη, οχυρώνεται πίσω από την συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ για να αποτολμήσει, όπως και τον Νοέμβριο 2015, προκλήσεις που υπό άλλες συνθήκες θα έβρισκαν απηνή απάντηση από τους Ρώσους προστάτες της Δαμασκού.
Συμπληρώθηκε ένας μήνας πολιορκίας του αυτονομημένου κουρδικού “καντονιού” του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τους ισλαμιστές συμπολεμιστές τους, του λεγόμενου “Ελεύθερου Συριακού Στρατού”. Το εγχείρημα, αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μήνυμα προς τις ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να διακινδυνεύει άμεση εμπλοκή με τις αμερικανικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί στα συμπαγέστερο κουρδοκρατούμενα εδάφη της βορειοανατολικής Συρίας. Και πάντως, δεν θα ήταν ποτέ εφικτό χωρίς την ανοχή της Μόσχας και, σε μικρότερο βαθμό, της ίδιας της Δαμασκού και της Τεχεράνης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν διεξάγει την “αντιτρομοκρατική”, όπως την ονομάζει, επιχείρησή του στη συριακή επικράτεια (χωρίς αυτό πάντως να την καθιστά λιγότερο παράνομη), προεξοφλώντας ότι δεν θα την παρεμποδίσει η ρωσική αεροπορία ή η συριακή αεράμυνα – και αυτό πράγματι συνέβη. Για την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ μεγαλύτερη απειλή μεσοπρόθεσμα συνιστά η ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων στο πλευρό ενός αυτονομημένου γηγενούς στοιχείου, παρά η εισβολή του τουρκικού στρατού. Τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου, διότι είναι γνωστή σε όλους λ.χ. η πολιτική τουρκοποίησης (μεταφορά πληθυσμού, επέκταση των τουρκικών δημόσιων υπηρεσιών, ίδρυση τεμενών) που εφαρμόζει η Άγκυρα στην συριακή πόλη αλ-Μπαμπ την οποία κατέχει από τον Δεκέμβριο 2016, οπότε την κατέλαβε στο πλαίσιο της επιχείρησης “Ασπίδα του Ευφράτη”.
Στον βαθμό πάντως που ο “αμερικανικός κίνδυνος” προέχει, το σφυροκόπημα του Αφρίν από τις τουρκικές δυνάμεις, ήταν για τη συριακή κυβέρνηση και τους συμμάχους της ένα “χρήσιμο μάθημα” που έπρεπε να διδαχτεί η κουρδική πλευρά, όσο την ίδια ώρα η ρωσική διπλωματία αναλάμβανε μεσολαβητικές προσπάθειες για την επανυπαγωγή του αυτονομημένου καντονιού στην δικαιοδοσία της Δαμασκού.
Ένα μήνα μετά την έναρξη της επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” οι μεν επιχειρησιακές επιδόσεις της Τουρκίας κάθε άλλο παρά εντυπωσιακές αποδείχθηκαν, οι δε αντοχές των Κούρδων υπερασπιστών του Αφρίν σταδιακά μειώνονται. Είναι το σημείο στο οποίο η συριακή κυβέρνηση αρχίζει να διευκολύνει τη διέλευση μέσα από τα εδάφη που ελέγχει Κούρδων μαχητών από άλλες περιοχές που έσπευδαν για την ενίσχυση του Αφρίν. Και είναι το σημείο που γίνεται λόγος για διαπραγμάτευση ανάμεσα στην κουρδική πολιτοφυλακή του YPG και τη Δαμασκό για ανάπτυξη συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στο Αφρίν.
Οι πληροφορίες ότι η διαπραγμάτευση αυτή ευοδώθηκε τη Δευτέρα προκάλεσαν οργισμένες αντιδράσεις από την πλευρά της Άγκυρας που διαμήνυσε ότι η επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας” θα συνεχιστεί (με το ρίσκο μετατροπής της “αντιτρομοκρατικής επιχείρησης” σε αναμέτρηση με έναν κρατικό στρατό που υπερασπίζεται την επικράτειά του), ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν είχε τηλεφωνικές συνομιλίες με τους ομολόγους του της Ρωσίας και του Ιράν.
Σύντομα ο Τούρκος πρόεδρος είχε τη δυνατότητα να ισχυρισθεί ότι συνάντησε τη συμφωνία των συνομιλητών του και ότι η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη συριακού στρατού στο Αφρίν τερματίσθηκε. Από την πλευρά του το Κρεμλίνο είχε τη χαρά να ανακοινώσει ότι η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν προχωρούν απρόσκοπτα στη διαδικασία, της οποίας είναι συνανάδοχοι, για μία πολιτική επίλυση της συριακής κρίσης, και μάλιστα με τριμερή συνάντηση κορυφής σε δεκαπέντε μέρες.
Την πολυπλοκότητα της κατάστασης εικονογραφεί πάντως το ότι λίγα 24ωρα νωρίτερα η τουρκική πολιτική ηγεσία είχε δεχθεί τον επικεφαλής του State Department Ρεξ Τίλερσον για να διαπραγματευτεί μαζί του την επανεκκίνηση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων, αρχής γενομένης από μία κοινή επιχείρηση για την απομάκρυνση των Κούρδων μαχητών από την πόλη Μάνμπιτζ, δυτικά του Ευφράτη, υποτιθέμενο επόμενο στόχο της επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” μετά το Αφρίν. Μάλιστα, η Τουρκία έσπευδε να ανακοινώσει την αναβολή της επιχείρησης εναντίον του Μάνμπιτζ, για να καταδείξει στους επίδοξους υπερασπιστές των Κούρδων του Αφρίν, τον βαθμό αποκατάστασης των σχέσεών της με τη Ουάσιγκτον.
Το χαμόγελο του Ερντογάν πάντως προοριζόταν να παγώσει ένα 24ωρο μετά, όταν έγινε γνωστή η αποστολή στο Αφρίν φιλοκυβερνητικών πολιτοφυλάκων της Συρίας. Είναι το σημείο στο οποίο ο Τούρκος πρόεδρος δικαιούνταν να νιώθει εξαπατημένος, εφόσον οι εν λόγω πολιτοφύλακες (κατά κύριο λόγο σιίτες) λειτουργούν συμπληρωματικά προς τον συριακό κυβερνητικό στρατό και έχουν την ενθάρρυνση και στήριξη του Ιράν. Μόνο εκκρεμές ερώτημα είναι το αν η Ρωσία είχε γνώση του συγκεκριμένου ελιγμού ή αυτός επιχειρήθηκε ερήμην της, ως μία απάντηση της Δαμασκού και της Τεχεράνης στην ελαστικότητα με την οποία για ευρύτερους λόγους αντιμετωπίζει η Μόσχα τους τουρκικούς εκβιασμούς. (Εν προκειμένω, κυριότερο μέλημα της ρωσικής πολιτικής είναι, όπως το δήλωσε ανοικτά ο Σεργκέι Λαβρόφ, το να σύρει την Άγκυρα, με λαβή τις τουρκικές ανησυχίες ασφαλείας, σε έναν διάλογο με την συριακή κυβέρνηση, την οποία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει).
Με αυτή την έννοια, τίποτε δεν εικονογραφεί καλύτερα τις περιπλοκές και τις αντιφάσεις της περιοχής από το γεγονός ότι η ίδια κουρδική οργάνωση που στην βορειοδυτική Συρία δείχνει να αναζητά την ιρανική προστασία, στην βορειοανατολική Συρία ενσωματώνει Αμερικανούς πεζοναύτες που σκοπεύουν να παραμείνουν επ’ αόριστον στην περιοχή για να ανασχέσουν την επιρροή του Ιράν.
Στις κοινές δηλώσεις με τον επισκεπτόμενο την Τουρκία πρόεδρο της πΓΔΜ ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πάντως ότι η “υπόθεση θεωρείται λήξασα” εφόσον τουρκικά πυρά πυροβολικού παρεμπόδισαν την είσοδο των σιιτών πολιτοφυλάκων στο Αφρίν και τους κράτησαν σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης. Πρόσθεσε, μάλιστα, για να επιβεβαιώσει ότι οι συνεννοήσεις του με Ρωσία και Ιράν παραμένουν σε ισχύ, ότι συχνά πολιτοφυλακές αυτού του είδους παίρνουν δικές τους, λανθασμένες πρωτοβουλίες.
Μένει να φανεί αν η πραγματικότητα θα το επιβεβαιώσει. Ωστόσο, ούτε η Δαμασκός ούτε οι σύμμαχοί της έχουν λόγους να επιτρέψουν την πτώση του Αφρίν. Το διπλό παιχνίδι θα συνεχιστεί από όλους τους εμπλεκόμενους.