Τι δείχνουν οι διαμάχες εντός Τουρκίας για την Αγία Σοφία

564
εντός Τουρκίας για την Αγία Σοφία

Οι αντιδράσεις εκτός των συνόρων κράτησαν όσο κράτησαν. Όμως στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας η περσινή επαναμετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί προορίζεται να τροφοδοτεί αντιπαραθέσεις, και μάλιστα πολιτικές, για πολύ καιρό ακόμη.

“Όπως σεβόμαστε την ιστορία, έτσι και οι ιμάμηδες που υπηρετούν σε τεμένη θα πρέπει να σέβονται την ιστορία. Δεν υπάρχει θρησκευόμενο πρόσωπο που να τρέφεται από το μίσος και την οργή. Ανοίξατε την Αγία Σοφία για να προσβάλετε τον Ατατούρκ;” αναρωτήθηκε, απευθυνόμενος προς τους κυβερνώντες, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, με αφορμή το κήρυγμα του ιμάμη Μουσταφά Ντεμίρκαν εντός της ιστορικής βασιλικής παρουσία και του ίδιου του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.

“Εξύβρισε τον ιδρυτή της Δημοκρατίας μας. Είθε ο Θεός να φέρει στον σωστό δρόμο όσους τα διαπράττουν αυτά και όσους τους ενθαρρύνουν” παρατήρησε από την πλευρά της η πρόεδρος του αντιπολιτευόμενου εθνικιστικού “Καλού Κόμματος” Μεράλ Άκσενερ, προσθέτοντας ότι η “Τουρκία κυβερνάται από μία νοοτροπία που καταφέρνει να διαιρέσει το έθνος ακόμη και στο άνοιγμα ενός τζαμιού”.

Αλλά και ο ηγέτης του συμπολιτευόμενου Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης Ντεβλέτ Μπαχτσελί δεν ήταν λιγότερο επικριτικός. “Η επίδειξη εχθρότητας προς τον Ατατούρκ με ιδεολογικά δόγματα, πρωτόγονη μισαλλοδοξία και ισχυρές προκαταλήψεις δεν υπηρετεί το έθνος, αλλά την προδοσία. Κανείς δεν μπορεί να τολμά να πληγώνει την εθνική μας ενότητα και να μηδενίζει τις ιστορικές μας φυσιογνωμίες με τα κηρύγματά του” τόνισε.

Υπενθυμίζεται ότι ο Ντεμίρκαν κατά την προσευχή της 28ης Μαϊου στην Αγία Σοφία είχε αναφέρει ότι “σχεδόν για έναν αιώνα σε αυτόν τον χώρο δεν ακούστηκε το κάλεσμα για προσευχή στον Μωάμεθ, απαγορεύθηκε η προσευχή και μετατράπηκε σε μουσείο. Όσοι το έκαναν αυτό είναι τύραννοι, δεν υπάρχουν πιο άπιστοι από αυτούς”. Αλλά βέβαια η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο υπήρξε εμβληματική απόφαση του ίδιου του Κεμάλ Ατατούρκ.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά, καθώς οι βολές προς την μνήμη του θεμελιωτή της σύγχρονης Τουρκίας πολλαπλασιάζονται, με την ενθάρρυνση των κυβερνώντων, το τελευταίο διάστημα. Άλλωστε η θεαματική αρχή έγινε πέρσι όταν κατά την πρώτη μετά οκτώμιση δεκαετίες μουσουλμανική προσευχή στην Αγία Σοφία, και πάλι παρουσία του Ερντογάν, ο διευθυντής της υπηρεσίας Θρησκευτικών Υποθέσεων Αλί Ερμπάς κήρυξε: “Η διαθήκη του δωρητή δεν αλλάζει. Όποιος την αλλάζει έχει επάνω του την κατάρα”. Δωρητής εν προκειμένω νοείται ο Μωάμεθ ο Πορθητής ο οποίος και αφιέρωσε τον ναό στην ισλαμική λατρεία.

Όλα αυτά εντάσσονται ασφαλώς στην γνωστή αντιπαράθεση κεμαλιστών και ισλαμιστών στην γείτονα, ωστόσο αποκαλύπτουν ακόμη συνθετότερες αντιφάσεις σχετικά με το πολιτικό παιχνίδι αλλά και την οικοδόμηση της σύγχρονης τουρκικής ταυτότητας.

Χαρακτηριστικό είναι το ότι τον Απρίλιο υποχρεώθηκε σε παραίτηση ο επικεφαλής ιμάμης της Αγίας Σοφίας και καθηγητής Ισλαμικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά, Μεχμέτ Μποϊνούκαλιν έπειτα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε, και εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, η επιμονή του να παρεμβαίνει μέσω Twitter σε θέματα της τρέχουσας πολιτικής, από το ύψος των επιτοκίων και την χρήση του όρου “γυναικοκτονίες”, μέχρι την ανάγκη επαναφοράς στο τουρκικό Σύνταγμα του Ισλάμ ως επίσημης θρησκείας του κράτους.

Η αντίφαση είναι διπλή, διότι αφενός οι νοσταλγοί της οθωμανικής κληρονομιάς προϋποθέτουν εκείνη ακριβώς την πολιτική τάξη που έφερε και τους ίδιους στην εξουσία, και η οποία είναι από πολλές απόψεις αμετάκλητα “κεμαλική”, αφετέρου διότι οι αντίπαλοί τους συμμερίζονται και αυτοί την πεποίθηση ότι η ισλαμικότητα ορίζει τον εθνικά Τούρκο.

Η επιθυμία για ένα Ισλάμ περισσότερο ορατό στον δημόσιο χώρο, δεν φτάνει μέχρι του σημείου να αρνηθούν οι κυβερνώντες το κεκτημένο της κρατικοποίησης της θρησκείας, όπως την ενσαρκώνει η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων στην οποία υπάγονται όλοι οι υπηρετούντες σε τεμένη ιμάμηδες. Η διεκδίκηση αυτόνομου πολιτικού ρόλου από δημόσιους λειτουργούς, και μάλιστα θρησκευτικούς, αποτελεί σκάνδαλο και για τη σημερινή εξουσία.

Όλα αυτά σε ένα πλαίσιο όπου ο πολύμορφος αστερισμός του πολιτικού Ισλάμ διαπερνάται από όλο και πιο έντονες αντιπαραθέσεις, με ολοένα και περισσότερους πιστούς να στρέφονται στις εκτός κρατικού ελέγχου ισλαμικές αδελφότητες και με τη διαφθορά των κρατούντων να κηλιδώνει την ισλαμιστική “υπόθεση”, ενώ αργά αλλά σταθερά η νεολαία εκκοσμικεύεται όλο και περισσότερο, παρά την φιλοδοξία του Ερντογάν να διαπλάσει μιαν “ευσεβή γενιά”.
Από την άλλη πλευρά, η ανάδυση ενός σύγχρονου τουρκικού έθνους από τους κόλπους των μουσουλμάνων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και μόνο αυτών) είναι το “μυστικό” που η κεμαλικού τύπου “κοσμικότητα” δεν μπορεί να απαλείψει.

Εξ ού και ο εθνικιστής Μπαχτσελί στηλιτεύει τους υβριστές του Ατατούρκ υποστηρίζοντας ότι χωρίς τον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας δεν θα είχαν καν τεμένη να προσεύχονται και θα είχαν ενδεχομένως εκχριστιανιστεί. Ο Ερντογάν, πάλι, κατά τα πρόσφατα εγκαίνια τζαμιού στο Ζογκουλντάκ της Μαύρης Θάλασσας φρόντισε να επαναλάβει τους στίχους, που η απαγγελία τους του είχε κοστίσει την φυλάκιση τη δεκαετία του ’90: “Οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι θόλοι είναι τα κράνη μας, τα τζαμιά οι στρατώνες μας, και οι πιστοί είναι οι στρατιώτες μας”. Όμως οι στίχοι ανήκουν στον εθνικιστή κοινωνιολόγο και συνοδοιπόρο του Ατατούρκ, Ζιγιά Γκιοκάλπ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας