Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης μίλησε με τον εξαίρετο δημοσιογράφο και συγγραφέα Θανάση Νιάρχο και απάντησε σε σειρά από άκρως ενδιαφέρουσες ερωτήσεις για την εφημερίδα τα «ΝΕΑ», που αφορούν από την προσωπική του ζωή μέχρι την τέχνη και μεγάλους δημιουργούς της.
Ποιο αναγνωρίζετε ως το ισχυρότερο βίωμα της παιδικής σας ηλικίας ;
Γεννήθηκα στην Ελευσίνα και το ετοιμόρροπο σπίτι μας , που έσταζε όταν έβρεχε , ήταν μιά κουζίνα και ένα δωμάτιο σε μια μεγάλη αυλή , όπου ζούσαν σε χαμόσπιτα της συμφοράς πολλές οικογένειες με κοινό “μέρος“ . Η αυλή μας και τα χαλάσματά της γινόταν μαύρη όταν ο αέρας έφερνε την σκόνη απ΄ την μεριά της “Χαλυβουργικής“ και φαιόλευκη όταν η σκόνη ερχόταν από την άλλη μεριά , από τα τσιμέντα του “Τιτάνα“ . Το ισχυρότερο βίωμά μου στα παιδικά μου χρόνια ήταν ο αγώνας της οικογένειάς μου και ο δικός μου αγώνας για την επιβίωση . ΄Ηταν ένας αγώνας για να δαμάσουμε τη βαθιά φτώχεια ,που έφερνε μεγάλη γκρίνια και τσακωμούς και με υποχρέωνε από μικρό παιδί να κάνω όλες τις δουλειές , π.χ . από τον “ξυλουργό“ , τον μικροπωλητή στα γήπεδα , μέχρι τον εργάτη στο τσιμεντάδικο και τα εργοστάσια της Δραπετσώνας. ΄Αλλωστε και η μάνα μου δούλευε καθαρίστρια και ο πατέρας μου όταν ατύχησε ως μετανάστης στην Γερμανία , γύρισε άφραγκος και δούλευε στα ναυπηγεία στον πάτο των καραβιών . Πολύ δύσκολα χρόνια αλλά τίμια και χρόνια με αρχές που σφράγισαν τη ζωή μου και τις επιλογές μου .
Με ποια μορφή τέχνης αισθάνεστε να έχετε αναπτύξει τους ισχυρότερους δεσμούς ( Λογοτεχνία, θέατρο , μουσική , ζωγραφική ) ;
Η ποίηση , η διηγηματογραφία , ο κινηματογράφος και το θέατρο ήταν για μένα ο άλλος κόσμος του “ονείρου“ και της “φυγής “ . Τις ελληνικές ταινίες τις έβλεπα πολλές φορές , απογευματινή και βραδυνή , κάθε Κυριακή , έχοντας την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να είχαν διαφορετικό τέλος . Ακόμα και τώρα δεν κουράζομαι να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω , λές και είναι η πρώτη φορά , Καβάφη , Σεφέρη , Παπαδιαμάντη και αρκετούς άλλους , που έχουν πλάσει την γλώσσα μας και την Ελλάδα που χάνονται .
Ποιόν θεωρείτε ως τον κοινό παρονομαστή όλων των μεγάλων επαναστατών ανεξάρτητα ή μάλλον απολύτως εξαρτημένα σε σχέση με την εποχή μέσα στην οποία εκφράστηκαν είτε πρόκειται για τον Χριστό είτε για τον Τσε Γκεβάρα είτε για οποιονδήποτε άλλον εσείς θα επιλέγατε ;
Αν μπορούσαμε να μιλήσουμε για κάποια κοινά χαρακτηριστικά των μεγάλων επαναστατών της ανθρωπότητας σίγουρα αυτά είναι η απέραντη και ουσιαστική ηθική ακεραιότητα , η ετοιμότητα για τις πιο σκληρές θυσίες και φυσικά η αφοσίωση σε ένα σύγχρονο μεγάλο και καινοτόμο ανατρεπτικό όραμα .
Αν γινόταν , με ποιο ιστορικό πρόσωπο θα θέλατε να συνομιλήσετε και ποιο θα ήταν το κυριότερο ερώτημα που θα είχατε να του υποβάλλεται ;
Το ερώτημά σας έρχεται και συναντά μια βαθύτερη δική μου μεταφυσική επιθυμία . Θα ήθελα όσο τίποτα άλλο να συνομιλήσω με τον Μάρξ και να τον ρωτήσω αυτό που συνιστά την βαθιά μου αγωνία : Τι έφταιξε και από τότε που έγραψε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο , το 1848 , δεν πραγματοποιήθηκε πουθενά στον πλανήτη το όραμα μιάς διαφορετικής κοινωνίας , παρά τους κόπους , τους αγώνες και τις ανείπωτες θυσίες χιλιάδων και χιλιάδων ανθρώπων ; Τι ήταν εκείνα που πήγαν τόσο στραβά ; Τι θα έπρεπε να γίνει στο μέλλον ;
Τι σας έχει υποχρεώσει η ζωή να κρατάτε ως μυστικό που εσείς όμως με χαρά θα το μοιραζόσασταν με τους άλλους ;
Οι άνθρωποι φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους όχι ένα αλλά πολλά μυστικά τους . Είναι ακόμα τόσο βαθιά συντηρητικές, συμβατικές και φοβικές , οι κοινωνίες μας που δεν αντέχουν τις μύχιες αποκαλύψεις των ανθρώπων . Τρομοκρατούνται και είναι έτοιμες , αν αποκαλύψουν τα βαθύτερα μυστικά τους , να τους “εξοντώσουν“ στην σύγχρονη πυρά και στις σημερινές ανομολόγητες “ιερές εξετάσεις“ . Φοβούνται την αλήθεια και τρέμουν την ελευθερία , όπως , συχνά , την φοβούμαστε και την τρέμουμε κι εμείς οι ίδιοι !
Για να αντιγράψουμε μία πολύ ωραία μουσική τηλεοπτική εκπομπή , ένα απροσδόκητο ερώτημα : Βασίλης Τσιτσάνης ή Μάνος Χατζηδάκης ;
Για μένα δεν υπάρχει δίλημμα επιλογής ανάμεσα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Μάνο Χατζηδάκη .Είναι σαν να με ρωτάει κανείς ποιό μάτι σου προτιμάς να διατηρήσεις : Το δεξί ή το αριστερό.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο άρχοντας του γνήσιου ρεμπέτικου τραγουδιού και της εξέλιξής του σε ρεμπέτικη λαϊκή μπαλάντα , άξιος και μέγας αυτοδίδακτος συνεχιστής του Βυζαντινού ήχου και της Βυζαντινής λαϊκής μουσικής , η οποία στα χέρια του Βασίλη Τσιτσάνη συνένωσε την πολύ βαθιά Ανατολή , την αρχαιοελληνική και κλέφτικη παράδοση με τον σύνθετο Βαλκανικό ήχο και κάποια μικρά ψήγματα από την μουσική Δύση , κυρίως την επτανησιακή.
Ο Μάνος Χατζιδάκης με θεμέλιο το Ρεμπέτικο και μέγα δάσκαλο τον Τσιτσάνη και όλους τους μεγάλους της γενιάς του , τους οποίους ο ίδιος εισήγαγε στην “ επίσημη“ Ελλάδα , συνέθεσε αριστουργηματικά τον ρεμπέτικο ήχο με την ανερχόμενη μεταπολεμική Ελλάδα και τις ανάγκες της .
Ο Μάνος Χατζηδάκης είναι ο θεμελιωτής μιάς νέας λαϊκής μουσικής των βαθέων συναισθημάτων , της απέραντης τρυφερότητας , της νοσταλγίας , της μελαγχολίας , του αληθινού έρωτα και της αγάπης .
Ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μάνος Χατζηδάκης δεν είναι μόνο μεγάλοι της ελληνικής μουσικής με παγκόσμια εμβέλεια . Αντιπροσωπεύουν κάτι πολύ παραπάνω . Αντιπροσωπεύουν την βαθιά Ελλάδα και διδάσκουν με τον τρόπο τους τους δρόμους του πολιτισμού , της γλώσσας , της πολιτικής , των αρχών και των αξιών που οφείλουμε να ακολουθήσουμε ως έθνος και ως λαός . Κάτι που αποτελεί πλέον ζήτημα επιβίωσης για την πατρίδα μας , που , όπως σωστά συνέλαβε ο Θ. Αγγελόπουλος , χάνεται !