Τα λόγια του άφησαν άναυδους, στην κυριολεξία, όλους όσοι παρευρέθησαν στο μουσείο Macro της Ρώμης, στην επίσημη παρουσίαση της «The Pink Floyd Exhibition – Their Mortal Remains», μιας εντυπωσιακής, ομολογουμένως, έκθεσης αφιερωμένης στα «θνητά απομεινάρια» μιας από τις μεγαλύτερες μπάντες όλων των εποχών. Αλλά o Ρότζερ Γουότερς περιορίστηκε να κάνει λόγο για ένα«τεχνολογικό θαύμα», δείχνοντας με το πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι ενδιαφέρεται ελάχιστα και για τα 350 αντικείμενα της έκθεσης και για την ιστορία που (σε μεγάλο βαθμό) αφηγούνται.
Μιλώντας στην La Repubblica ο πάντα φλεγματικός Γουότερς εξήγησε το γιατί. Αναφέροντας πως δύσκολα θα φανταζόταν πριν από πενήντα χρόνια ότι οι Pink Floyd θα κατέληγαν στις προθήκες ενός μουσείου, διευκρίνισε: «για αυτόν τον λόγο επέλεξα τον τίτλο “Their mortal remains”: είναι αστείος και προτρέπει (το κοινό) να μην δώσει πολύ σημασία. Το ενδιαφέρον για τους Pink Floyd είναι υπερβολικό. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Οπότε να ‘μαστε εδώ».
Και παρότι αρχικά υπήρξαν οι Pink Floyd του Σιντ Μπάρετ, στη συνέχεια οι Pink Floyd με τον Ντέιβιντ Γκίλμουρ και τελικά οι Pink Floyd χωρίς τον Ρότζερ Γουότερς, εκείνος δεν μπορεί, για ακόμη μια φορά, να μην να εκφράσει την πικρία του για τους πρώην φίλους και συνεργάτες του: «Φυσικά και θα είχα διαλύσει την μπάντα το 1995. Σύμφωνα με τους δικηγόρους μου είχα πολλές πιθανότητες να κερδίσω στα δικαστήρια γιατί σημαντικό μέρος της μουσικής το έγραψα εγώ. Αλλά το όνομα της μπάντας είναι ένα κατοχυρωμένο εμπορικό σήμα με μεγάλη αξία και σύμφωνα με το βρετανικό Δίκαιο δεν θα μπορούσα να εμποδίσω τη χρήση του»
Ο Γουότερς υπεραμύνθηκε της απόφασής του να διώξει τον Ρίτσαρντ Ράιτ (πιάνο και πλήκτρα) την περίοδο που έγραφαν το The Wall – «δεν συνεισέφερε τίποτα, μόνον επέκρινε τους άλλους, κατέληξα σκλάβος των υπερβολών του» – αλλά δικαιολόγησε και τον εαυτό του, σχεδόν απολογητικά, σχολιάζοντας τη νέα του δισκογραφική δουλειά «Is this the life that we really want?».
«Αν κοιτάξω πίσω, αυτά τα πενήντα χρόνια δεν είναι τίποτα, ένα νανοδευτερόλεπτο. Δεν μου προκαλεί εντύπωση ότι επαναλαμβάνομαι γιατί δεν άλλαξαν και πολλά. Συμφωνώ, το άλμπουμ θυμίζει το The Wall αλλά η ερώτησή σας μου επιτρέπει να επιστρέψω στην έκθεση: δεν ανήκω πλέον στους Pink Floyd οπότε αυτός ο δίσκος δεν παρουσιάζεται στην έκθεση και ούτε αποτελεί συνέχεια εκείνης της ιστορίας. Και δεν υπάρχει στην έκθεση γιατί αυτή η έκθεση αφορά την ιδιοκτησία ενός εμπορικού σήματος. Οπότε, εάν έχετε ερωτήσεις απευθυνθείτε στον Νικ Μέισον και στον Ντέιβιντ Γκίλμουρ που τους ανήκει».
Και, φυσικά, κατακριτέοι είναι και οι (εξίσου ταλαντούχοι αλλά και εμπορικοί συνάμα) Radiohead και ο Νικ Κέιβ. Γιατί επέλεξαν να εμφανιστούν στο Ισραήλ. «Θέλουν να ξεπλύνουν το πρόσωπο ενός καθεστώτος που προέβη σε γενοκτονίες και στηρίζει την πολιτική του απαρτχάιντ και την κατοχή της παλαιστινιακής γης από το 1948. Όταν οι Rolling Stones και ο Πολ Μακάρτνεϊ έπαιξαν εκεί, στήριξαν την κυβέρνηση του Ισραήλ. Και αυτό προωθεί την προπαγάνδα τους. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν, το κίνημα BDS (Boycott, Divestment, Sanctions) που μποϊκοτάρει το Ισραήλ κερδίζει τη συναίνεση ακόμα και μεταξύ των μελών της εβραϊκής κοινότητας της Αμερικής», δήλωσε καταλήγοντας το κατεξοχήν (καλώς ή κακώς) μέλος των Pink Floyd που υπήρξαν κάποτε.