Η “στέψη” για τέταρτη φορά της κυρίας Μέρκελ με τον τίτλο της καγκελαρίου της Γερμανίας δρομολογεί, με πρώτο βήμα τη συνάντηση με Μακρόν, την επόμενη εβδομάδα τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες σε δύο μέτωπα: τη σχέση με τις ΗΠΑ και τις αλλαγές στην αρχιτεκτονική του ευρωοικοδομήματος.
Η συνεργασία με το SPD και η τοποθέτηση του κ. Όλαφ Σολτς στη θέση που για χρόνια είχε σφραγίσει με την παρουσία του ο κ. Σόιμπλε δεν αλλάζουν τη γερμανική γραμμή όσον αφορά το ποιος και πώς θα διαχειριστεί στο μέλλον το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη.
Το Βερολίνο και η γερμανική καγκελαρία επιμένουν ότι, πριν υπάρξει οποιουδήποτε επιπέδου “αμοιβαιοποίηση” του κινδύνου από το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη, θα πρέπει να έχουν υλοποιηθεί δύο προϋποθέσεις: να μειωθεί ο κίνδυνος των NPLs στις ευρωτράπεζες και να έχει θεμελιωθεί ένας μηχανισμός που –σε διάφορες εκδοχές– θα διασφαλίζει τη δημοσιονομική πειθαρχία στις χώρες-μέλη.
Την πρώτη προϋπόθεση έχουν αναλάβει και υλοποιούν ήδη η ΕΚΤ και ο SSM με το νέο αυστηρότερο κανονιστικό πλαίσιο που έχει ανακοινωθεί.
Για το δεύτερο σκέλος η γερμανική πρόταση συγκεκριμενοποιείται στην υλοποίηση συμφωνίας η οποία θα ορίζει ότι όλες οι χώρες θα δεσμευτούν πως η έκδοση κρατικού χρέους θα πρέπει να συνοδεύεται από μια ρήτρα που θα προβλέπει ότι, όταν η δημοσιονομική θέση μιας χώρας φτάσει σε σημείο χρεοστασίου, θα “κουρεύονται” αυτομάτως τα κρατικά ομόλογα.
Ο “αυτοματισμός” αυτής της διαδικασίας θα περιορίζεται μόνο από το γεγονός ότι το “κούρεμα” θα γίνεται μόνο αφού κριθεί ότι η αδυναμία της χώρας να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της δεν οφείλεται σε πρόβλημα ρευστότητας, αλλά σε δημοσιονομική “αφερεγγυότητα”. Στην πρώτη περίπτωση, η παρέμβαση του ESM θα μπορεί να δώσει απάντηση στο πρόβλημα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση θα ακολουθεί αυτόματο “κούρεμα” του χρέους της απέναντι στους κατόχους του και στη συνέχεια θα δρομολογείται η αναδιάρθρωσή του με τη στήριξη του ESM.
Με τις προϋποθέσεις αυτές –οι οποίες υποστηρίζονται με αδιάλλακτο τρόπο και από το ακροδεξιό AfD– και μόνο, το Βερολίνο είναι διατεθειμένο να αποδεχθεί τις προτάσεις της Γαλλίας και του προέδρου κ. Μακρόν να δοθεί η δυνατότητα στον ESM να αναλαμβάνει ρόλο τελευταίου δανειστή στις περιπτώσεις προβλημάτων σε κάποια ευρωπαϊκή τράπεζα. Όπως επίσης και στο να προχωρήσει η διαδικασία ολοκλήρωσης του τρίτου πυλώνα της τραπεζικής ενοποίησης, με τη δημιουργία ενιαίου ταμείου εγγύησης καταθέσεων.
Οι απέναντι
Στην απαίτηση δημιουργίας αυτής της “προκρούστειας κλίνης” αυτοματοποιημένου “κουρέματος” του χρέους είναι αντίθετη η πλειονότητα των κεντρικών τραπεζιτών, με εξαίρεση την “ομάδα” Βάιντμαν της Bundesbank. Οι αντιρρήσεις σε έναν τέτοιο αυτοματοποιημένο μηχανισμό “κουρέματος” του χρέους, που χρονολογούνται από τον Οκτώβριο του 2010 και τις δηλώσεις Μέρκελ-Σαρκοζί από την Ντοβίλ, στηρίζονται στην εκτίμηση ότι οι αγορές θα τιμωρήσουν εξαρχής τις χώρες που –κατά τις εκτιμήσεις της αγοράς– θα συνοδεύονται με ανησυχίες για μελλοντικά προβλήματα, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού σε σχέση με χώρες που θα θεωρούνται “σίγουρες”, όπως, για παράδειγμα, η Γερμανία, η Ολλανδία ή ακόμα και η Γαλλία. Με άλλα λόγια, θα δημιουργηθεί μια ισχυρή τάση απόκλισης μεταξύ Βορρά και Νότου, που θα προκαλέσει με μη αξιολογημένο ακόμη τρόπο την ευρωπαϊκή συνοχή.
Ο πρόεδρος Μακρόν φέρεται έτοιμος να αποδεχθεί κάποια εκδοχή ενός τέτοιου μηχανισμού, αρκεί να εξασφαλίσει την “προστασία” των γαλλικών τραπεζών μέσω του ESM και του ενιαίου ταμείου εγγύησης καταθέσεων.
Κάθετα απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πέραν του Ντράγκι, είναι η Ιταλία, αλλά και η πλειονότητα των χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίες με έναν τέτοιο μηχανισμό θα βρεθούν κάτω από μια απρόβλεπτη πίεση από τις αγορές. Η στάση της Ιταλίας είναι κάθετα αντίθετη στην προοπτική αυτή για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με το δημόσιο χρέος της, που υπερβαίνει το 132% του ΑΕΠ, όσο και με τα NPLs, που υπερβαίνουν τα 350 δισ. ευρω (!).
Γερμανικός “Προκρούστης” στο ελληνικό χρέος
Οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική του ευρωοικοδομήματος, εφόσον προχωρήσουν, κάτι που θα φανεί ίσως στην επικείμενη συνάντηση Μέρκελ-Μακρόν την επόμενη εβδομάδα στο Παρίσι, θα διαμορφώσουν το περιβάλλον στο οποίο θα βρεθεί το ελληνικό χρέος και οι συνθήκες εξυπηρέτησής του μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα.
Η διασφάλιση της “εξυπηρεσιμότητάς” του με την περαιτέρω αναδιάρθρωσή του στο πλαίσιο της συμφωνίας του Ιουνίου του 2017 θα αποτελεί τη μοναδική και καθοριστική “εγγύηση” για να αποφύγει την αμφισβήτηση και την επιτοκιακή πίεση των αγορών στο μέλλον.
Ήδη από τον Οκτώβριο του 2010 Μέρκελ-Σαρκοζί, με τη δήλωση της Ντοβίλ, είχαν προκαλέσει τις αγορές αλλά και την ισχυρή αντίδραση του Τρισέ, τότε προέδρου της ΕΚΤ, ο οποίος είχε προειδοποιήσει ότι κάτι τέτοιο (αναγνώριση κινδύνου χρεοστασίου χωρών της Ευρωζώνης) θα προκαλέσει μεγάλο πρόβλημα στο ευρωπαϊκό χρέος. Όπως και έγινε. Έκτοτε χρειάστηκε ο διάδοχος του κ. Τρισέ, ο κ. Ντράγκι, να κάνει την περιβόητη δήλωση “whatever it takes”, προκειμένου να ανακόψει την κατάρρευση των ευρωπαϊκών ομολόγων και του ευρώ…
Αν τα ελληνικά ομόλογα, σύμφωνα με τη γερμανική απαίτηση, θα εκδίδονται πλέον με τον όρο νέου “κουρέματος” σε περίπτωση νέου προβλήματος, είναι προφανές ότι η επιτοκιακή επιβάρυνση μετά την έξοδο στις αγορές θα μπορούσε να ξαναφέρει το χρέος σε αδιέξοδο ανά πάσα στιγμή…
Πηγή: capital.gr-Γ. Αγγέλης