α πείσει το Βερολίνο να του δώσει πολιτικό χρόνο προσπαθεί απεγνωσμένα ο Αλέξης Τσίπρας αυτές τις μέρες. Για τον λόγο αυτόν επιδιώκει με κάθε μέσο τη μετάθεση της περικοπής των συντάξεων, που έχει ψηφίσει η κυβέρνησή του για να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου. Αν δεν πείσει τους δανειστές να του δώσουν την άδεια να το αναβάλει, γνωρίζει ότι το πολιτικό κόστος θα είναι μεγάλο.
Στην προσπάθειά του αυτή χρησιμοποιεί ως όπλο τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία, αν γίνει αποδεκτή από τους πολίτες της ΠΓΔΜ, θα έρθει για κύρωση στην ελληνική Βουλή περίπου μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου. «Δώστε μου πολιτικό χρόνο για να περάσω τη Συμφωνία των Πρεσπών» είναι το μήνυμά του προς τους δανειστές, γνωρίζοντας ότι το Βερολίνο επιθυμεί διακαώς να κλείσει το θέμα, σχεδόν όσο και οι ΗΠΑ.
Ο Αλέξης Τσίπρας τους έχει διαμηνύσει ότι εάν οι συνταξιούχοι δουν τις μειώσεις στα ειδοποιητήρια, η κυβέρνησή του δεν θα αντέξει. Οι δανειστές όμως είναι πρακτικοί άνθρωποι και γνωρίζουν ότι για να πέσει μια κυβέρνηση πρέπει κάποιοι από τους βουλευτές που τη στηρίζουν να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους.
Το σίγουρο είναι ότι αν φύγει ο Πάνος Καμμένος δεν θα λυπηθούν. Από την πρώτη στιγμή, άλλωστε, τόσο ο Μάρτιν Σουλτς όσο και άλλοι Ευρωπαίοι παρότρυναν τον Αλέξη Τσίπρα να συγκυβερνήσει με το Ποτάμι και όχι με τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πει δημόσια ότι έχουν βρεθεί οι απαραίτητες ψήφοι για να περάσει η Συμφωνία, ακόμα και αν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες δεν τη στηρίξουν. Την ίδια ώρα, κυβερνητικές πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει συζητηθεί και το σενάριο να μην ψηφιστεί από τον ίδιο τον Πάνο Καμμένο για λόγους συμβολικούς (και κυρίως για να μην αφανιστεί το κόμμα του), αλλά να επιτρέψει σε βουλευτές του να την ψηφίσουν κανονικά.
Τίποτα στην πολιτική συμπεριφορά του Πάνου Καμμένου δεν δείχνει ότι έχει ενοχληθεί πραγματικά από τη Συμφωνία των Πρεσπών και τον κυβερνητικό του εταίρο, με τον οποίο εξακολουθούν να διατηρούν μια πολύ καλή σχέση. Η δουλειά από την πλευρά της Ελλάδας στην ουσία έχει γίνει και ο Πάνος Καμμένος δεν έφερε κανένα εμπόδιο σε αυτό, όπως λένε και στο Μαξίμου. Η κύρωση της Συμφωνίας από τη Βουλή είναι το τελευταίο και από την κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό γι’ αυτό, υπονοώντας βουλευτές και από άλλα κόμματα (έχουν ακουστεί τα ονόματα των Σταύρου Θεοδωράκη, Σπύρου Δαλένη κ.ά.).
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει επενδύσει πολλά στη σχέση με την κυβέρνηση Τραμπ και ελπίζει ότι θα ανταμειφθεί για την προθυμία που έχει επιδείξει σε ό,τι της έχει ζητηθεί. Όπως αποκαλύφθηκε και από τα WikiLeaks (η αποκάλυψη ήταν παλαιότερη, αλλά ξαναήρθε στην επιφάνεια λόγω επικαιρότητας), η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν τελικά όπως την είχαν προδιαγράψει οι ΗΠΑ από το 2008 (σύνθετη ονομασία με αναγνώριση «μακεδονικής ταυτότητας» και «μακεδονικής γλώσσας»), με μικρές διαφοροποιήσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας, όμως, δεν έχει δεχτεί μόνο όσα του ζητήθηκαν για να κλείσει το θέμα του ονόματος. Έχει δεχτεί την επέκταση και αναβάθμιση των βάσεων, τη δημιουργία νέων, τη συμμετοχή σε κοινές επιχειρήσεις, στις οποίες άλλοτε η χώρα κρατούσε μια απόσταση, λόγω της ιδιαιτερότητας του γεωγραφικού σημείου όπου βρίσκεται. Κι όλα αυτά, βάσει συμφωνιών που δεν πέρασαν ποτέ από το Κοινοβούλιο, ούτε ενημέρωσαν τους πολίτες ούτε υπήρχαν στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ισορροπίες του παρελθόντος έχουν ανατραπεί, μαζί με την ουδετερότητα που η Ελλάδα φρόντιζε να διατηρεί, προκειμένου να μη γίνεται μέρος των προβλημάτων της Ανατολής, στην οποία βρίσκεται αρκετά κοντά.
Δεν είναι, όμως, μόνο η περικοπή των συντάξεων το πρόβλημα (για την αναβολή της οποίας η κυβέρνηση είναι πρόθυμη, έτσι όπως τα έφερε, να δώσει κάθε αντάλλαγμα).
Τίποτα δεν πάει καλά στην οικονομία, παρά το πάρτι της κυβέρνησης για την υποτιθέμενη έξοδο από τα μνημόνια. Το μαξιλάρι των 24,1 δισ. αρκεί για να εξυπηρετήσει τον δανεισμό για 22 μήνες ακόμα, αν δεν καταφέρει να βγει στις αγορές, που είναι ο στόχος. Πολιτικά, λοιπόν, το λεγόμενο «μαξιλάρι» δίνει χρόνο στον Τσίπρα. Το πρόβλημα της χώρας, όμως, δεν το λύνει. Αντιθέτως, το κρύβει για λίγο ακόμα κάτω από το χαλί, μέχρι να ξαναβρεθεί μπροστά με άγριο τρόπο πάλι. Γιατί με την αναιμική ανάπτυξη που έχει η χώρα, η οικονομία εξακολουθεί να είναι στάσιμη. Οκτώ χρόνια μετά τα οδυνηρά μνημόνια, το πρόβλημα που θα θεράπευαν εξακολουθεί να υπάρχει. Η χώρα βρίσκεται ακόμα εκτός αγορών. Τίποτα δεν λύθηκε και καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση δεν έγινε, ούτε στη δημόσια διοίκηση, ούτε στην παιδεία, ούτε στη Δικαιοσύνη, ούτε πουθενά. Σε κανέναν τομέα δεν βελτιώθηκε η ζωή των πολιτών. Κανένα χειροπιαστό αντίκρισμα δεν είχαν οι θυσίες τους.
Το ιδιωτικό χρέος, που μεγαλώνει διαρκώς και ξεπερνά σε κίνδυνο το δημόσιο, είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα. Το σύνολο των κόκκινων δανείων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ιδιωτικού τομέα προς τον δημόσιο είναι σαν νάρκη. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε. η οποία στην ουσία δεν έχει τραπεζικό σύστημα κι αυτό γιατί οι τράπεζες στην πραγματικότητα δεν λειτουργούν ως τράπεζες.
«Αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα δεν έχει πιστωτικό σύστημα που να στηρίζει την παραγωγή και την ανάπτυξη και δεν μιλάει κανείς γι’ αυτό» επισήμανε πρόσφατα γνωστός οικονομολόγος. «Οι τράπεζες δεν δανείζουν γιατί πνίγονται απ’ τα κόκκινα δάνεια και η εκκαθάριση με τους όρους που έθεσαν οι δανειστές είναι αδύνατη. Την ίδια στιγμή, τα χρέη προς το Δημόσιο αυξάνονται και αναμένεται σύντομα να εκτιναχθούν, καθώς οι πληρωμές φόρων διογκώνονται».
Κατά τ’ άλλα, ούτε στην ανάπτυξη μπήκαμε ούτε στις αγορές βγήκαμε ‒ για τις οποίες ο Αλέξης Τσίπρας είχε πει προεκλογικά «εμείς θα βαράμε το νταούλι κι αυτές θα χορεύουν». Στο μέτωπο της οικονομίας τα πράγματα παραμένουν πολύ άσχημα και το μόνο που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι να περάσει ο χρόνος μέχρι τις εκλογές, μεταθέτοντας τα προβλήματα, ώστε να έχει το μικρότερο δυνατό κόστος.
*Πηγή: lifo.gr