Έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας δείχνει ότι φέτος το καλοκαίρι το 53% των συμπατριωτών μας θα μείνει στην πόλη. Αιτία δεν είναι ο φόβος για τον κορονοϊό, αλλά η οικονομική δυσπραγία ● Το 66%, πάντως, θα… άνοιγε πανιά αν μπορούσε να συμμετάσχει σε προγράμματα κοινωνικού τουρισμού.
Αν ήταν κόμμα, θα έβγαζαν κυβέρνηση με αυτοδυναμία. Το ποσοστό των Ελλήνων που δεν θα πάνε διακοπές φέτος το καλοκαίρι αγγίζει το 53%, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Βέβαια ο δυσθεώρητος αριθμός λέει μόνο τη μισή αλήθεια, καθώς πάνω από το 66% είναι έτοιμο να αναθεωρήσει την απόφασή του αν λάβει τα vouchers, είτε μέσω του προγράμματος κοινωνικού τουρισμού του ΟΑΕΔ, είτε μέσω του «Τουρισμού Για Όλους».
Παρ’ όλα αυτά, ο ένας στους τέσσερις δεν είναι σίγουρος αν θα πάει διακοπές, ακόμα και αν καταφέρει να επιδοτηθεί με το πολυπόθητο κουπόνι. Πιο αισιόδοξη είναι η πιο πρόσφατη σφυγμομέτρηση της εταιρείας Pulse, μειώνοντας το ποσοστό όσων δεν θα πάνε καθόλου διακοπές στο 28%, ή 35% αν προσθέσουμε τους αναποφάσιστους.
Η γενική εικόνα όμως παραμένει και τείνει να γίνει διαχρονικό φαινόμενο. Με ή χωρίς κουπόνια, με ή χωρίς κορονοϊό, ένα ψηλό ποσοστό των Ελλήνων, που κυμαίνεται από το 44% ώς το 75% την τελευταία δεκαπενταετία, δεν κάνει καθόλου διακοπές το καλοκαίρι. Εξίσου διαχρονική αιτία της έλλειψης διακοπών, η άσχημη οικονομική κατάσταση. Ακόμα και φέτος όσοι δεν θα πάνε διακοπές αναφέρουν ως βασική αιτία την έλλειψη χρημάτων και όχι την πανδημία.
Μπάνια ταλαιπωρίας
Ποιο είναι όμως το προφίλ των «μη διακοπάτων»; Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνεργοι και εργαζόμενοι, είτε εμπίπτουν στον ορισμό του «εργαζόμενου-φτωχού» είτε όχι, συνταξιούχοι χωρίς ρίζες σε χωριό, ακόμα και οικογένειες με παιδιά, αναγκάζονται να περάσουν το καλοκαίρι στα πυρωμένα τσιμέντα, με μόνη διέξοδο τα μπάνια στις όχι πάντα καθαρές παραλίες της Αττικής.
Οι φορτωμένοι συρμοί του προαστιακού και του τραμ τους θερινούς μήνες, με μανάδες, μωρά, εφήβους, με συμπράγκαλα παραλίας παραμάσχαλα, είναι ενδεικτικοί του πώς ορίζονται τα μπάνια του λαού για τους λιγότερο προνομιούχους: μπάνια ταλαιπωρίας, ιδρώτα και πολύωρης μετακίνησης. Αυτές θα είναι οι φετινές διακοπές για ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών της πόλης.
Η Μαριάννα είναι 25 χρόνων και στην ενήλικη ζωή της έχει πάει διακοπές μόλις έξι μέρες σε κάμπινγκ. Τα υπόλοιπα καλοκαίρια της τα πέρασε σε τουριστικό θέρετρο στην Κρήτη. Όχι ως παραθερίστρια, αλλά ως σκληρά εργαζόμενη. Πότε στην οικογενειακή επιχείρηση, που τώρα έχει κλείσει, πότε σε καφέ-μπαρ ως γκαρσόνα.
«Μου έχουν πει άπειρες φορές ότι είμαι τυχερή γιατί είναι σαν να κάνω μόνιμες διακοπές. Τους εξηγώ ότι περνάω τον χρόνο μου καθηλωμένη στο ίδιο σημείο, δεν προλαβαίνω καν να πάω για ένα μπάνιο. Μολονότι η θάλασσα είναι πέντε λεπτά από το σπίτι μου. Δουλεύω 12ωρα, 9 το πρωί με 9 το βράδυ. Μετά ίσα που έχω το κουράγιο να πάω για μια μπίρα».
Ούτε φέτος η Μαριάννα θα πάει διακοπές. Αλλά ούτε δουλειά θα έχει στο νησί, αφού ο τουρισμός έχει βουλιάξει. «Αφού δεν θα δουλέψω σεζόν, θα είμαι άνεργη, όπως όλη η οικογένειά μου. Το μόνο καλό είναι ότι ούτε οι φίλοι μου θα πάνε διακοπές. Θα κάνουμε παρέα, θα αράζουμε όλοι μαζί σε ταράτσες. Ισως βάλουμε και φουσκωτή πισίνα».
O Kώστας είναι 45 χρόνων και εργάζεται σε μεταφραστική εταιρεία – από τον Μάρτιο και μετά αποκλειστικά με τηλεργασία. Φέτος είναι η πρώτη χρονιά από το καλοκαίρι του 2015 που δεν θα πάει καθόλου διακοπές. «Δεν είναι μόνο ότι διστάζω να πάω σε νησί λόγω κορονοϊού. Είναι ότι για μένα η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μου άλλαξε. Μετά την περιπέτεια του κορονοϊού αναδείχθηκε πιο σημαντικό να κάνεις ό,τι αγαπάς, με οποιονδήποτε τρόπο. Κατάλαβα ότι όλο αυτό με τις διακοπές με καταπιέζει.
»Εχει αλλάξει και το νόημα των διακοπών μετά από όλα αυτά. Υποτίθεται ότι πας διακοπές για να βρεθείς μόνος σου, τώρα βρίσκεσαι μόνος σου ούτως ή άλλως. Συνήθως πάω 15 μέρες διακοπές, φιλοξενούμενος στο εξοχικό κάποιου φίλου. Όμως ούτε αυτό με καλύπτει, θέλω να είμαι αυτόνομος. Θα κάτσω σπίτι με τους δίσκους μου και τα βιβλία μου. Για μένα η δημιουργικότητα είναι πιο σημαντική από τις διακοπές. Τώρα που ούτως ή άλλως όλοι κρατάνε αποστάσεις, είναι καιρός να ασχοληθώ με δικά μου πράγματα που πάντα άφηνα πίσω».
Τα παιδιά στο χωριό
Η Γιώτα είναι πωλήτρια σε συνοικιακό κατάστημα εσωρούχων. Μητέρα δύο παιδιών που πάνε Δημοτικό, το όνειρό της για φέτος δεν είναι να πάει η ίδια διακοπές, αλλά «να στείλω τα παιδιά στο χωριό του άντρα μου με τη γιαγιά τους. Η θάλασσα δεν είναι κοντά, αλλά θα αλλάξουν παραστάσεις, δεν θα είναι κλεισμένα όλη μέρα στο σπίτι».
Η αιτία που θα παραμείνει στην Αθήνα δεν είναι ο κορονοϊός, αλλά τα χρήματα. «Το να πάρω άδεια είναι εύκολο. Ούτως ή άλλως ο ιδιοκτήτης κλείνει το μαγαζί κάποιες μέρες τον Αύγουστο. Όμως αν δεν υπάρχει “αυτό” δεν πας πουθενά», μας λέει, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με τα δάχτυλα. Εκανε αίτηση για κοινωνικό τουρισμό; τη ρωτάμε. «Το σκέφτηκα, αλλά τελικά δεν μπήκα καν στον κόπο. Ακόμα και αν μας δώσουν βάουτσερ, δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να καλύψουμε το υπόλοιπο κόστος. Καλύτερα εδώ σπίτι, να ξεκουραστούμε, να έχουμε χρόνο να οργανωθούμε για τον χειμώνα. Όλοι λένε ότι μας περιμένουν νέες περιπέτειες…».
Μένουν σπίτι γιατί δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος
2020
■ Πάνω από τους μισούς Ελληνες είτε δεν θα πάνε καθόλου διακοπές (19%), είτε δεν γνωρίζουν αν θα πάνε (34%). Όσοι δεν πάνε διακοπές είναι λόγω έλλειψης χρημάτων κατά 36%, λόγω κορονοϊού κατά 32% και λόγω φόρτου εργασίας κατά 22%
■ Ένας στους τέσσερις Έλληνες αδυνατεί να αντεπεξέλθει στο κόστος διακοπών, με το 23% να σχεδιάζει μικρότερης διάρκειας διακοπές από τις περσινές
2018
■ Το 28,3% του ευρωπαϊκού πληθυσμού αδυνατεί να αντέξει οικονομικά μία εβδομάδα διακοπών ετησίως
■ Ο αντίστοιχος ελληνικός μέσος όρος είναι 51%, αυξημένος κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες από το 2013
2016
■ Πολυτέλεια είναι οι διακοπές για έναν στους τρεις Ευρωπαίους
■ Το 33% των νοικοκυριών σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δυσκολεύονται να πληρώσουν ένα επταήμερο ταξίδι
■ Το ποσοστό των Ελλήνων που αδυνατούν να πληρώσουν μία εβδομάδα διακοπών αυξάνεται από 51,2% το 2011 σε 53,6%
2014
■ Μόνο το 25% των Ελλήνων έχει δυνατότητα να κάνει διακοπές
2006
■ Το 44% των Ελλήνων δεν πάει διακοπές κυρίως λόγω οικονομικών
Πηγές: Παν/μιο Μακεδονίας, Ιnterview, Eurostat, INKA_
Κοινωνικοί αγώνες και θερινή ανάπαυλα από την εργασία
Ο COVID-19 δεν άλλαξε μόνο τον τρόπο που ταξιδεύουμε, αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις διακοπές. Παρά το γεγονός ότι η ξεκούραση από την εργασία είναι καθολική ανάγκη, τα τελευταία χρόνια για πολλούς μοιάζει πολυτέλεια. Αν και η θερινή άδεια είναι παγιωμένη στο συλλογικό φαντασιακό, δεν είναι αυτονόητη. Αντιθέτως, έχει καθιερωθεί ως επακόλουθο κοινωνικών διεκδικήσεων. Ιστορικά, οι πρώτοι που έκαναν διακοπές ήταν οι πλούσιοι, κυρίως, Ρωμαίοι.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής αρχαιολογίας Μιχάλης Τιβέριος, μπορεί οι αρχαίοι Έλληνες να μετακινούνταν συχνά, όμως οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που καθιέρωσαν τις θερινές διακοπές ως χρόνο αναψυχής και ξεκούρασης. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς διέθεταν επαύλεις, όπου κατέφευγαν για να απολαύσουν τον χρόνο τους μακριά από τα καθήκοντά τους στην πόλη. Οι διακοπές στην αρχαία Ρώμη συνέβαλαν στη διεύρυνση της διάκρισης ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα.
Για αιώνες έπειτα, οι διακοπές παρέμειναν προνόμιο ευγενών. Με την κορύφωση της βιομηχανικής επανάστασης, η θερινή ραστώνη αποτέλεσε ηθικό δίλημμα για την ανερχόμενη τότε αστική τάξη. Για χρόνια, οι διακοπές θεωρούνταν επικίνδυνη ιδέα για τις συνήθειες της εργατικής τάξης και την απρόσκοπτη συνέχεια της παραγωγής. Οι θερινές διακοπές, ως κατοχυρωμένο δικαίωμα του εργαζομένου, καθιερώθηκαν πολύ αργότερα και η θεσμοθέτησή τους πορεύτηκε χέρι χέρι με τους εργατικούς αγώνες για το 8ωρο.
Αρκετές παράμετροι συντέλεσαν σταδιακά ώστε να αλλάξει η αντίληψη γύρω από τις διακοπές. Το κύμα των επαναστάσεων του 1848 στην Ευρώπη, τα αιτήματα της εργατικής τάξης, το αυξημένο κλίμα αλλαγών και ανασφάλειας, σε συνδυασμό με τις πρώτες παραδοχές της Ιατρικής για τη θεραπευτική αξία της θάλασσας άνοιξαν τη συζήτηση για τον χρόνο των εργατών έξω από τα εργοστάσια. Όπως καταγράφει η ιστορικός Cindy S. Aron, τον 19ο αιώνα ξεκίνησαν οι πρώτες οργανωμένες εκδρομές για γυναίκες και νέους τις θερινές Κυριακές.
Συχνά, οργανώνονταν από εταιρείες ή την Εκκλησία και αποσκοπούσαν στη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς εργατών καθώς και στη χρηστή αξιοποίηση του χρόνου της. Καθοριστική αποδείχθηκε η εφαρμογή του φορντικού μοντέλου κινούμενης παραγωγής, στις αρχές του 1900. Ο Henry Ford ενίσχυσε την παραγωγικότητα και υπό την ανάγκη της μείωσης της εναλλαγής των εργατών στις θέσεις εργασίας αύξησε το ωρομίσθιο και καθιέρωσε το 8ωρο, έπειτα από περίπου τρεις δεκαετίες εργατικών διεκδικήσεων.
Η εφαρμογή του φορντικού μοντέλου, τα αποτελέσματα της εξουθένωσης των εργατών τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και η ανάγκη δημιουργίας καταναλωτών για τα παραγόμενα προϊόντα της βιομηχανίας άνοιξαν τον δρόμο για τη σταδιακή καθιέρωση των διακοπών για όλο και μεγαλύτερες ομάδες του πληθυσμού.
Στον Μεσοπόλεμο τα αιτήματα για καλύτερες εργασιακές συνθήκες εντάθηκαν. Κάπως έτσι, η θερινή άδεια μετ’ αποδοχών έφτασε στην Ελλάδα το 1935. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Γιώργο Πλειό, τα «μπάνια του λαού» που τόσο δεν ήθελε να διαταράξει με εκλογές ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1985 είναι κάτι πολύ σημαντικότερο από μια διαδεδομένη συνήθεια – ουσιαστικά πρόκειται για μια μετωνυμία των εργατικών δικαιωμάτων. Ένα δικαίωμα που γίνεται διαρκώς ζητούμενο στις αλλεπάλληλες κρίσεις της οικονομίας.
Ντίνα Δασκαλοπούλου, Αφροδίτη Τζιαντζή, Ραφαέλλα Μανέλη
*Πηγή: efsyn.gr