Την 1η Μαΐου 2011, ο Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε την εκτέλεση του Οσάμα μπιν Λάντεν ύστερα από αιφνιδιαστική επιχείρηση ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο Πακιστάν. Το διάγγελμά του κράτησε μόλις εννέα λεπτά, ήταν πολύ μετρημένο στους τόνους του, δεν αποκάλυψε καμία λεπτομέρεια της επιχείρησης και κατέληγε στην πεποίθηση ότι η καλύτερη ασπίδα εναντίον της τρομοκρατίας είναι «ένα ενωμένο έθνος, με ελευθερία και δικαιοσύνη για όλους».
Η εικόνα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφορετική όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την εκτέλεση του Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ύστερα από μια άλλη επιχείρηση ειδικών δυνάμεων, αυτή τη φορά στη Συρία. Με το εντελώς χαρακτηριστικό του κράμα ελαφρότητας και εγωπάθειας, ο Τραμπ έδινε θεατρική παράσταση επί πενήντα ολόκληρα λεπτά, δεχόμενος ευχαρίστως ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους. Αποκάλυψε λεπτομέρειες της επιχείρησης που ουδέποτε θα διανοούνταν να δημοσιοποιήσει το Πεντάγωνο και ηδονιζόταν να εκσφενδονίζει υβριστικούς χαρακτηρισμούς για τον νεκρό τρομοκράτη, τύπου «δειλός», «σκύλος» και «κλαψιάρης», αντάξιους των κόμικς που απεικονίζουν τον καλό λευκό να παίρνει το σκαλπ του κακού Ινδιάνου. Από την αρχή μέχρι το τέλος καμάρωνε που αυτός, και μόνον αυτός, κατάφερε να νικήσει και να αποκεφαλίσει το ISIS, για να αντιδιαστείλει τον εαυτό του με τους Δημοκρατικούς προκατόχους και ανθυποψηφίους του, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020.
Ηταν φυσικό ο Τραμπ να προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό μια επιτυχία που έπεσε σαν ουρανόπεμπτο δώρο, τη στιγμή ακριβώς που την είχε περισσότερο ανάγκη. Στριμωγμένος από το ουκρανικό σκάνδαλο, με τους Δημοκρατικούς να δρομολογούν την παραπομπή του από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και αντιμέτωπος με τη μαζική ανταρσία Ρεπουμπλικανών για το πράσινο φως που έδωσε στην τουρκική εισβολή εναντίον των Κούρδων, χρειαζόταν επειγόντως κάποιον αντιπερισπασμό. Η εξόντωση του Μπαγκντάντι του τον προσέφερε. Ισως μάλιστα προσδοκά ότι θα αποδειχθεί οιωνός μιας νέας νίκης του στις προσεχείς προεδρικές εκλογές – μήπως άλλωστε και ο Ομπάμα δεν επανεξελέγη πανηγυρικά ένα χρόνο μετά την εκτέλεση του Μπιν Λάντεν;
Η απάντηση είναι «ναι», αλλά δεν είχε (σχεδόν) καμία σχέση με την επιτυχία του αυτή. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και τα exit polls του 2012, μόλις το 5% προτίμησε τον Δημοκρατικό πρόεδρο λόγω των επιδόσεών του στην εξωτερική πολιτική. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι το αντίστοιχο ποσοστό για τον Τραμπ θα είναι μεγαλύτερο. Η εκτέλεση του Μπαγκντάντι του χάρισε μια καλή ημέρα, άντε και δυο-τρεις ακόμη, αλλά η σκόνη της μιντιακής καταιγίδας θα πέσει γρήγορα και τα μεγάλα προβλήματα που τον πιέζουν θα κυριαρχήσουν και πάλι.
Η αλήθεια είναι ότι, όπως ο τζιχαντισμός επιβίωσε της ανατροπής των Ταλιμπάν το 2003, της εκτέλεσης του Ζαρκάουι το 2006, του Αμπού Ομάρ το 2010 και του Μπιν Λάντεν το 2011, έτσι θα επιβιώσει και του Μπαγκντάντι. Μπορεί να αλλάξει ονόματα και μορφές, αλλά θα είναι ενεργός παράγοντας όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στη Δύση, εφόσον θα παραμένει ενεργό το τεκτονικό ρήγμα που τον γέννησε: τα εκρηκτικά αδιέξοδα του σουνιτικού κόσμου.
Ο ολέθριος πόλεμος του Μπους στο Ιράκ, το 2003, μετέτρεψε τη χώρα σε αμερικανικο-ιρανική ζώνη συγκυριαρχίας, με την εξουσία μοιρασμένη ανάμεσα σε σιίτες και Κούρδους και τους σουνίτες περιθωριοποιημένους, όπως μαρτυρούν και οι αιματηρές εξεγέρσεις αυτών των ημερών. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, με άλλους όρους, στη Συρία μετά τον πολυετή πόλεμο, που είχε νικητή τον Άσαντ, απέναντι σε μια σουνιτική αντιπολίτευση, όπου από πολύ νωρίς είχε επικρατήσει ο τζιχαντισμός. Η κοινωνική δεξαμενή του εξτρεμιστικού Ισλάμ θα είναι πάντα γεμάτη όσο δεν αντιμετωπίζονται πολιτικά τα τεράστια προβλήματα της περιοχής. Τίποτα δεν διαμηνύει ότι η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί στο ελάχιστο να συμβάλει στην επίλυσή τους.