Ο Φεβρουάριος έγινε Μάρτιος. Και ο Μάρτιος εντέλει Απρίλιος. Η προαναγγελθείσα από την ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ, Τζέιν Λουτ, κατά την επίσκεψή της στην Κύπρο τον Ιανουάριο, πενταμερής διεθνής διάσκεψη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για τη διαμόρφωση ενός οδικού χάρτη επίλυσης του Κυπριακού πηγαίνει από αναβολή σε αναβολή – όμως δεν φεύγει από τον ορίζοντα. Και καμία συζήτηση για τις σχέσεις της Ελλάδας και της Ε.Ε. με την Τουρκία δεν μπορεί να είναι πλήρης, εάν δεν λαμβάνει υπόψη της τον παράγοντα του Κυπριακού, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων της Άγκυρας, σημαδεύει όλη τη μεταπολεμική νεοελληνική ιστορία και πλέον αναδεικνύεται και σε πεδίο επανορισμού του ρόλου της βρετανικής διπλωματίας στη μετά το Brexit εποχή, εν μέσω των παλαιών, αλλά και των νεοψυχροπολεμικών εντάσεων που συσσωρεύονται στην ευρύτερη περιοχή. Το ότι, άλλωστε, το Κυπριακό αποτελεί, όπως επιμένει η ελληνική πλευρά, διεθνές και όχι διμερές θέμα, ουδόλως συνεπάγεται ότι τα καθαυτό διμερή θέματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα μπορούσαν πραγματικά να ισορροπήσουν ερήμην του.
Προς το παρόν, ο Γ.Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, για τον οποίο το Κυπριακό αποτελεί, μετά την αποτυχία της Διάσκεψης του Κραν Μοντανά το 2017, προσωπικό στοίχημα, δείχνει να οχυρώνεται πίσω από την πανδημική κρίση, δηλώνοντας στα ενδιαφερόμενα μέρη ότι δεν επιθυμεί να μετακινηθεί. Αντιπροτείνει, δε, ως τόπο διεξαγωγής της πενταμερούς το θέρετρο του ΟΗΕ στο Γκριντρί της Νέας Υόρκης, δίνοντας όμως έτσι στους επίδοξους συνομιλητές τη δυνατότητα να παίξουν και αυτοί το παιχνίδι των καθυστερήσεων με υγειονομικό πρόσχημα.
Το αποτέλεσμα είναι, όπως ανακοίνωσε στην ενημέρωση των διπλωματικών συντακτών ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, Αλέξανδρος Παπαϊωάννου, να αναμένεται πλέον η σύγκληση της πενταμερούς το πρώτο μισό του Απριλίου – αν και δεν υπάρχει ακόμη επίσημη πρόσκληση από τον Γενικό Γραμματέα.
Τούτο καθόλου δεν σημαίνει ότι η διπλωματική κινητικότητα έχει παγώσει. Αντιθέτως, σήμερα επισκέπτεται την Κύπρο ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ – αν και η αποστολή του έχει κατά μία έννοια απονευρωθεί εφόσον η μετάθεση της πενταμερούς δεν επιτρέπει τη συγκεκριμένη αξιολόγηση της στάσης της Τουρκίας στο Κυπριακό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης Μαρτίου. Από αυτή την άποψη, το παιχνίδι των καθυστερήσεων έχει ήδη αποδώσει στην Άγκυρα ένα πρώτο όφελος.
Νέα στοιχεία
Δραστήρια όμως εμφανίζεται και η βρετανική πλευρά, καθώς ο επικεφαλής του Φόρεϊν Όφις, Ντόμινικ Ράαμπ, βρέθηκε στο νησί ήδη στις 4 Φεβρουαρίου. Μάλιστα ο τουρκοκυπριακής καταγωγής αρθρογράφος της Hurriyet Daily News, Γιουσούφ Κανλί, κάνει λόγο για “βρετανικό σχέδιο” επίλυσης του Κυπριακού το οποίο παρουσίασε ο Ράαμπ στους συνομιλητές του και το οποίο κινείται στη λογική του απορριφθέντος το 2004 Σχεδίου Ανάν (επίσης βρετανικής πατρότητας) με δύο ουσιαστικά νέα στοιχεία: πρώτον, τη δυνατότητα των “κοινοτικών κρατιδίων”, ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού, να συνάπτουν ξεχωριστές διεθνείς συμφωνίες στους τομείς της οικονομίας, ασφάλειας, υγείας, εκπαίδευσης, αθλητισμού και, δεύτερον, την πρόβλεψη ότι, σε περίπτωση διαφωνίας των δύο συνιστωσών της, η “επανενωμένη Κύπρος” θα απέχει των ψηφοφοριών στα ευρωπαϊκά ή διεθνή όργανα. Όλα αυτά με αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις και αυτόματο τερματισμό του καθεστώτος των εγγυήσεων και της παρουσίας τουρκικού στρατού στη βόρεια Κύπρο με τη συμπλήρωση δέκα ετών από τη σύναψη της συμφωνίας.
Με άλλα λόγια, η Βρετανία όχι μόνο θέτει για άλλη μία φορά στην ιστορία τα θεμέλια ενός μη κυβερνήσιμου μορφώματος, αλλά και επεκτείνει δυνάμει την παράλυση και εντός της Ε.Ε. από την οποία μόλις αποχώρησε. Για τις δε “κυρίαρχες βάσεις” της στο νησί (παράνομες, καθότι προϊόν ανολοκλήρωτης απο-αποικιοποίησης, όπως αποφάσισε το Διεθνές Δικαστήριο στην περίπτωση του αρχιπελάγους Τσάγος στον Ειρηνικό) δεν προβλέπεται καμία αλλαγή.
Ρωσικό μήνυμα
Σε κάθε περίπτωση, το υφιστάμενο διαπραγματευτικό κεκτημένο που ορίζει ως πλαίσιο επίλυσης τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία αρχίζει και αμφισβητείται, εφόσον η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν διαμηνύει ότι δεν σκοπεύει να διαπραγματευτεί παρά επί νέας βάσεως που θα εκκινεί από την αναγνώριση δύο κρατών στο νησί.
Πρόκειται, βέβαια, για καθαρά διαπραγματευτική κίνηση, καθώς ο διεθνής παράγοντας δεν θα συναινέσει σε διαίρεση εδάφους της Ε.Ε. επί τη βάσει εθνοτικών διαφορών που ανάλογες υφίστανται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ, πάντως, εμφανίζεται “ανοικτή σε ιδέες”, καθώς και η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία έχει διά του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη λανσάρει την ασαφή ιδέα της “αποκεντρωμένης ομοσπονδίας”.
Ίσως για αυτό τρίτοι παίκτες, σαν τη Ρωσία (που δίνει μιαν ορισμένη μάχη οπισθοφυλακής για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της στην Κύπρο και ενδιαφέρεται να “εξισορροπεί” με διάφορους τρόπους τη σχέση συνεργασίας-καχυποψίας που έχει με την Τουρκία), διαμηνύουν, όπως το έπραξε προχθές η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, ότι αλλαγή του καθιερωμένου πλαισίου επίλυσης νοείται μόνο με νέα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Και ενώ μοιάζει όλα να είναι ανοικτά προς συζήτηση, αυτό που παραμένει κατοχυρωμένο πλέον είναι το σχήμα της πενταμερούς (Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι συν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις), το οποίο διαιωνίζει τη μετα-αποικιακή κληρονομιά, περιθωριοποιεί την Ε.Ε. σε ρόλο παρατηρητή και “εξαφανίζει” την Κυπριακή Δημοκρατία ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου.
Υπόγεια μηνύματα
Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία κατά παράδοξο τρόπο θα οδηγήσει, είτε αποτύχει είτε επιτύχει, σε παραπλήσιο αποτέλεσμα: τη νομιμοποίηση μιας μορφής διχοτόμησης του νησιού.
Υπογείως ο Αντόνιο Γκουτέρες φέρεται να έχει διαμηνύσει ότι ο ίδιος δεν θα μπει στον κόπο μια νέας πενταμερούς εάν η μεν ελληνική πλευρά δεν είναι πρόθυμη να συμμεριστεί κυριαρχία, η δε τουρκική να εγκαταλείψει τα περί δύο κρατών.
Το παιχνίδι των λέξεων από όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές δεν μπορεί να αποκρύψει αυτό που συντελείται μέσα από τις ανεπαίσθητες σημασιολογικές μετατοπίσεις στους καθιερωμένους όρους. Η Κύπρος δεν προορίζεται να “επανενωθεί” και πάντως όχι να χειραφετηθεί από την κηδεμονία των εγγυητριών δυνάμεων. Είτε ο κατεχόμενος Βορράς θα συναπαρτίσει “κοινοτική πολιτεία” μιας χαλαρής συνομοσπονδίας με αδύναμη κεντρική εξουσία και ουσιαστικό δικαίωμα βέτο της τουρκικής πλευράς, είτε η “τελευταία” αυτή προσπάθεια θα ναυαγήσει, με την ευθύνη να επιρρίπτεται στους Ελληνοκύπριους και το ψευδοκράτος να διεκδικεί τη διεθνή αναγνώρισή του.
Πώς στέκονται απέναντι στην Τουρκία Ε.Ε. και ΗΠΑ: Οι αποκλίσεις που δεν μπορούν να διαιωνισθούν
Παιχνίδι κατανομής ρόλων ή αυθεντική απόκλιση; Την ώρα που τα σύννεφα πολλαπλασιάζονται στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις με την έλευση της κυβέρνησης Μπάιντεν, μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. μοιάζει να αναπτύσσεται ένας “νέος μήνας του μέλιτος”.
Με την ανοιχτή ενθάρρυνση του Βερολίνου, αλλά και άλλων κρατών-μελών (λ.χ. ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, έκανε λόγο κατά τις προγραμματικές του δηλώσεις για την ανάγκη ενός “ενάρετου διαλόγου” με την Άγκυρα), ο τόνος της συζήτησης περί Τουρκίας έχει μετατοπισθεί από το ενδεχόμενο επιβολής νέων κυρώσεων στη “θετική ατζέντα”, που θα μπορούσε να απολήξει ακόμη και στην υιοθέτηση ενός ευρωπαϊκού επενδυτικού προγράμματος στη γείτονα.
Άλλωστε η επανεκκίνηση (με την ενθάρρυνση και του διεθνούς παράγοντα) των ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών, καθώς και η προοπτική σύγκλησης νέας πενταμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό αφαιρούν προς το παρόν από το κάδρο τις άμεσες αφορμές εμπλοκής. Το ότι βέβαια η Άγκυρα, πιστή στους… ρυθμούς του βαλς, συνοδεύει τις πρωτοβουλίες εκτόνωσης με την εξαγγελία νέων ερευνών του σκάφους “Τσεσμέ” στα διεθνή ύδατα του κεντρικού Αιγαίου βάσει παράνομης ναυτικής οδηγίας δείχνει και το περιορισμένο βάθος των κινήσεων καλής θέλησης.
Πανταχού παρούσα καταστολή
Τη στροφή ως προς την Ε.Ε. σηματοδότησε ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν τον Νοέμβριο όταν δήλωνε, προφανώς υπό το βάρος των αμερικανικών εκλογών, ότι δεν μπορεί να φανταστεί τη θέση της χώρας του κάπου αλλού εκτός από την Ευρώπη. Παράλληλα, έδωσε το σήμα για “θεσμικές μεταρρυθμίσεις” που θα ευθυγραμμίσουν την Τουρκία με τα ευρωπαϊκά πολιτικά πρότυπα.
Δυσκολεύεται, ωστόσο, να πείσει (όσους, εννοείται, δεν έχουν πεισθεί εκ των προτέρων), όταν μεταξύ άλλων οι τουρκικές αρχές αγνοούν τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αποφυλάκιση των εμβληματικών κρατουμένων Οσμάν Καβάλα και Σελαχατίν Ντεμίρτας, που βρέθηκαν, ο πρώτος ως “μαικήνας” κινήσεων της κοινωνίας των πολιτών και ο δεύτερος ως συμπρόεδρος του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, να προσωποποιούν το κύμα καταστολής αντιπάλων του Ερντογάν.
Την υποχώρηση των πολιτικών ελευθεριών και των κανόνων του κράτους δικαίου στη γείτονα εικονογραφούν χαρακτηριστικά και οι πολυήμερες ταραχώδεις διαδηλώσεις των φοιτητών στο αγγλόφωνο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου (ίσως το κορυφαίο της Τουρκίας), όπου με απόφαση της προεδρίας διορίσθηκε ως πρύτανης ένα στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος.
Αυστηροί τόνοι
Όμως τα επεισόδια στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου έδωσαν και την πρώτη ευκαιρία στη νέα ηγεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να εκδηλώσει δημοσίως τις διαθέσεις της έναντι της κυβέρνησης Ερντογάν. “Οι ΗΠΑ δίνουν προτεραιότητα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στέκονται στο πλευρό όσων μάχονται για δημοκρατικές ελευθερίες”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, ενώ δεν άργησε να έρθει και η έκκληση για τερματισμό της έκκλησης του Οσμάν Καβάλα.
Ο νέος επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Άντονι Μπλίνκεν, αποκάλεσε, λίγο πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, την Τουρκία “λεγόμενο σύμμαχο”. Και μολονότι είχε ήδη την πρώτη, όχι ευχάριστη, τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σε επίπεδο κορυφής οι γραμμές μένουν χαρακτηριστικά κλειστές και ο Ερντογάν ακόμη αναμένει κλήση του Τζο Μπάιντεν.
“Σενάριο Κρήτης”
Για την αμερικανική πλευρά, η υπόθεση των ρωσικών συστημάτων S-400 αποτελεί την απόλυτη δοκιμασία της “νομιμοφροσύνης” της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία. Εξού και η τουρκική πλευρά, εμφανώς μετατοπισμένη σε κατεύθυνση εξευμενισμού της Ουάσινγκτον, λανσάρει κάθε είδους συμβιβαστικές ιδέες, όπως λ.χ. το “σενάριο Κρήτης”, που παραπέμπει στην αποθήκευση στην ελληνική μεγαλόνησο των συστημάτων S-300 που είχε προμηθευτεί (και απέφυγε να αναπτύξει λόγω πιέσεων) η Κυπριακή Δημοκρατία τη δεκαετία του ’90.
Φυσικά, οι επικοινωνιακοί αντιπερισπασμοί δεν λείπουν. Εξού και ο Ερντογάν αξιοποίησε την τραγική έκβαση των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον των ανταρτών του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, κατά τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 13 Τούρκοι όμηροι, για να εξαπολύσει εκ νέου μύδρους εναντίον όσων “εξοπλίζουν τους τρομοκράτες” και να επιστρέψει έτσι τις κατηγορίες περί αναξιόπιστου συμμάχου. Άλλωστε και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, κατά την πρώτη τοποθέτησή του για το περιστατικό, απέφυγε επιδεικτικά να υιοθετήσει την τουρκική εκδοχή των γεγονότων.
Το κουρδικό αγκάθι
Αρχίζουν έτσι οι δύο πλευρές, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, να αγγίζουν την κεντρική εστία των μεταξύ τους προβλημάτων, που δεν είναι παρά το Κουρδικό Ζήτημα. Η αντικατάσταση στον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ από τον Τζο Μπάιντεν δίνει τέρμα όχι μόνο στη “χαλαρή”, “συναλλακτική” αντιμετώπιση της Τουρκίας, επί τη βάσει προσωπικών σχέσεων κορυφής, αλλά και σε κάθε σκέψη για απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βορειοανατολική Συρία, όπου συνυπάρχουν και συνεργάζονται με τη συριακή “θυγατρική” του ΡΚΚ.
Σε κάθε περίπτωση, η αμφισημία στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις δεν είναι δυνατόν να παραταθεί επί μακρόν. Αυτό το αντιλαμβάνεται και η Μόσχα, η οποία, όπως το δείχνει η ρωσική δημόσια συζήτηση, αντιμετωπίζει τον Ερντογάν με ολοένα και μεγαλύτερη καχυποψία.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η “ευρωπαϊκή απόκλιση” δεν προορίζεται να έχει μέλλον. Η ευρωπαϊκή πλευρά δεν θα έχει τη στρατηγική αυτονομία και αντοχή να επιμείνει σε μια πολιτική “υπόθαλψης” του Ερντογάν, εάν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο κύβος ριφθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Προς το παρόν, όμως, το τουρκο-γερμανικό “φλερτ” βοηθά τους δύο πρωταγωνιστές του να οχυρωθούν διαπραγματευτικά απέναντι στον τρίτο παίκτη που κατεξοχήν τους απασχολεί: δηλ. μια Ουάσινγκτον λιγότερο ανεκτική σε νομιμοφροσύνη “α λα καρτ”.