Η είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη συγκλόνισε την Ελλάδα και ιδιαίτερα τον απλό Έλληνα πολίτη που ζει στη φτώχεια και την σημερινή τραγωδία αλλά συγκλόνισε συνάμα και όλη την δημοκρατική οικουμένη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν κάτι παραπάνω από μέγας μουσικοσυνθέτης και κάτι παραπάνω από μέγας αγωνιστής και οραματιστής.
Ο Μίκης ήταν και θα παραμείνει για πάντα ο μέγας ελληνικός. Ήταν και θα είναι η ψυχή της διαχρονικής Ελλάδας που πασχίζει να ξαναβρεί τη μεγαλοσύνη της ενάντια στις προδοσίες, την ψευτιά και την απάτη των εξουσιών που την πνίγουν και μέσα στις αγωνίες ενός λαού που ζητάει την ανάστασή του και δυστυχώς όποτε ξεσηκώνεται, βρίσκεται πάντα προδομένος.
Ο Μίκης δεν έφυγε. Γιατί δεν πεθαίνει η Ελλάδα. Αν δεν μπόρεσε να κάνει το όραμα του πράξη όσο ζούσε, μπορεί αυτό το όραμα για μια Ελλάδα εθνικά ανεξάρτητη, για μια Ελλάδα του πολιτισμού, για μια Ελλάδα που θα πρωτοπορεί, για μια Ελλάδα της δικαιοσύνης να λάβει σάρκα και οστά, αν καταφέρουμε να κάνουμε το δημιουργικό πάθος και τα οράματα του Μίκη, αυτό που δεν το κάναμε όσο ζούσε: Οδηγό για τη ζωή, τις αρχές και τον αγώνα μας.
Πέθανε σήμερα, 2 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 96 ετών ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Η Ελλάδα, αλλά και όλος ο πλανήτης θρηνεί για την απώλεια ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες. Ενός από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους, που άλλαξε την πορεία της ελληνικής μουσικής, έκανε την Ελλάδα πασίγνωστη στα πέρατα του κόσμου και ταυτόχρονα με την πολιτική του δράση συνδέθηκε με μεγάλες καμπές της ελληνικής ιστορίας.
Βασανίστηκε σκληρά
Θρηνεί όλος ο κόσμος, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, για την απώλεια ενός Μεγάλου, με όλη τη σημασία της λέξης.
Μεγάλος μουσικοσυνθέτης, ένας σπάνιος γνώστης της μουσικής, ένας άνθρωπος που έγραψε μελωδίες για τραγούδια που θα τα τραγουδούν γενιές και γενιές Ελλήνων, κι όχι μόνο, στο μέλλον.
Ο άνθρωπος, που συνέδεσε με εξαιρετικό τρόπο την ελληνική ποίηση με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, που κατάφερε να μιλήσει στις καρδιές όλων των Ελλήνων, που αγωνίστηκε ενάντια στη Δικτατορία και βασανίστηκε σκληρά, που τιμήθηκε το 2000 με το Νόμπελ Ειρήνης δεν είναι πια ανάμεσά μας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδάει Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις. Από τη μεγάλη, ιστορική συναυλία τον Ιούλιο του 1974, μετά την πτώση της χούντας, στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας
Μεγάλος Έλληνας. Αγάπησε την Ελλάδα μας και αγαπήθηκε όσο λίγοι, ακόμη και από πολιτικά αντίθετους με αυτόν. Τον αναγνώρισαν εν ζωή όλοι, δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί, γιατί ήταν η επιτομή της ελληνικής ψυχής. Ήταν από τους λίγους Έλληνες που μίλησαν στην καρδιά των πολιτών, που τους έκανε να κλάψουν, να ελπίζουν, να αγωνίζονται για το δίκιο του λαού, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για το μεγαλείο της ελληνικής μουσικής, της ελληνικής παιδείας, της ελληνικής παράδοσης.
Η διαρκής πολιτική δράση
Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε πάντα ένας άνθρωπος βαθιά πολιτικός. ΕΠΟΝίτης στην Κατοχή, μαχητής στα Δεκεμβριανά, είχε τη βασανιστική εμπειρία της Μακρονήσου. Ως ηγέτης της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και ως βουλευτής της ΕΔΑ θα είναι και ως συνθέτης και ως πολιτικός τμήμα της ελληνικής «Χαμένης Άνοιξης» της δεκαετίας του 1960. Θα λάβει ενεργό μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα από την πρώτη στιγμή, θα ηγηθεί του ΠΑΜ, θα συλληφθεί, θα φυλακιστεί και θα εξοριστεί με μεγάλα προβλήματα υγείας. Όταν βρέθηκε στο εξωτερικό, μετά την αμνηστία που του χορηγήθηκε ύστερα από τη διεθνή κατακραυγή, θα συνεχίσει τον αντιδικτατορικό αγώνα και θα είναι ένα από τα σύμβολα μιας αγωνιζόμενης Ελλάδας. Στην μεταπολίτευση θα είναι πάλι ενεργός πολιτικά, στις τάξεις της Αριστεράς, εκλεγόμενος βουλευτής με το ΚΚΕ, όμως το 1989 θα συμπορευτεί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, διατελώντας και υπουργός Επικρατείας, χωρίς ωστόσο να απωλέσει την πολιτική του ανεξαρτησία. Στα χρόνια των Μνημονίων θα φτιάξει τη «Σπίθα», έναν σχηματισμό που δεν θα συμμετέχει τελικά στις εκλογές και στις 12 Φεβρουαρίου 2012 δεν θα διστάσει να κατέβει στη μεγάλη διαδήλωση μαζί με τον Μανώλη Γλέζο.
Ζορμπάς: Το έργο που έκανε τη μικρή Ελλάδα πασίγνωστη στα πέρατα της Γης. Εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο έχουν χορέψει στον ρυθμό αυτό.
Ο άνθρωπος που πέρασε χρόνια στην εξορία, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αυτός που έδωσε νόημα στον αγώνα για να γίνει η Ελλάδα μια πιο ανεκτική χώρα μετά τον Εμφύλιο. Αυτός που με τον οξύ πολιτικό του λόγο, αλλά κυρίως με τις μελωδίες του, έδωσε σώμα και ψυχή στον αγώνα ενάντια στη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Η είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη, του δικού μας Μίκη, σκόρπισε θλίψη όχι μόνο στον καλλιτεχνικό και πολιτικό κόσμο αλλά και σε όλους τους Έλληνες, και σε εκατομμύρια πολίτες άλλων χωρών που έμαθαν γι’ αυτόν από το έργο του και από την πολιτική του ταυτότητα.
Στα πέρατα του κόσμου…
Από την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αμερική, μέχρι τη Νότια Αμερική, όπου υπάρχει ζωντανή ακόμη και σήμερα η καρδιά του αγώνα απέναντι σε κάθε καταπίεση, απέναντι σε κάθε είδους φασισμό, απέναντι σε όλα εκείνα τα στοιχεία που «δένουν» τους ανθρώπους με τις αλυσίδες της ανέχειας, της πείνας, της αναξιοπρέπειας, της εχθρότητας απέναντι στη Δημοκρατία.
Η ημέρα αυτή θα είναι πλέον για την Ελλάδα ημέρα μιας από τις μεγαλύτερες απώλειες, και ημέρα άφατης θλίψης.
Σύντομο βιογραφικό του Μίκη Θεοδωράκη
Ο Μίκης Θεοδωράκης, κρητικής καταγωγής, είχε γεννηθεί στη Χίο στις 29 Ιουλίου του 1925.
Εζησε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας για να καταλήξει στην Αθήνα, στην οποία έκτοτε διέμενε. Από το 1954 έως το 1960 εργάσθηκε στο Παρίσι και στο Λονδίνο γράφοντας συμφωνική μουσική, μπαλέτα και μουσική για ταινίες.
Στα 1960 τίθεται επικεφαλής του αναγεννητικού πολιτιστικού – πολιτικού κινήματος στην Ελλάδα με επίκεντρο τη σύζευξη ποίησης και μουσικής συνθέτοντας δεκάδες κύκλους τραγουδιών, ορατόρια, επιθεωρήσεις, μουσική για το αρχαίο ελληνικό δράμα και άλλα. Το κίνημα αυτό συνδέεται με τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής, που στόχευαν πέρα απ΄τον εκδημοκρατισμό της κοινωνικής ζωής σε μια βαθύτερη και ευρύτερη αναγέννηση του ελληνικού λαού. Το γεγονός αυτό τον φέρνει συχνά στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής με κορύφωση την ενεργό συμμετοχή του στο αντιστασιακό κίνημα κατά της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74).
Με όλα τα είδη της μουσικής
Ο Θεοδωράκης ασχολήθηκε με όλα τα είδη της μουσικής, το δε έργο του πολύμορφο και πλούσιο, επεκτείνεται πέραν της μουσικής σε τομείς όπως η ποίηση, η πεζογραφία, η φιλοσοφία, η μουσικολογία. Ακόμα και σε πολιτικά δοκίμια.
Η πρώτη περίοδος της μουσικής του δημιουργίας (1940-53) περιλαμβάνει τραγούδια, ορατόρια, μουσική δωματίου, μπαλέτα και συμφωνικά έργα. Κορυφαίο έργο η Πρώτη Συμφωνία.
Η δεύτερη περίοδος, η Παρισινή (1954-59) περιλαμβάνει έργα μουσικής δωματίου, μπαλέτα και συμφωνικά. Κορυφαίο έργο το μπαλέτο που ανέβηκε στα 1959 στο Covent Garden, η Αντιγόνη.
Η τρίτη περίοδος 1960-80 είναι αυτή κατά την οποία ο Θεοδωράκης διαμορφώνει μια σειρά από μοναδικά έργα, μέσα από τον μεγαλοφυή συνδυασμό ανάμεσα σε λαϊκά μοτίβα και τον λόγο μεγάλων Ελλήνων (και όχι μόνο) λογοτεχνών: Ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη σε στίχους Ρίτσου, η Επιφάνεια σε στίχους Σεφέρη, το Άξιον Εστί σε στίχους Οδυσσέα Ελύτη, Η Μπαλάντα του Μάουτχάουζεν σε στίχους Ι. Καμπανέλλη κ.α.
Ακολουθεί η τέταρτη περίοδος από το 1981 έως το 1988, κατά την οποία, συνεχίζοντας πάντοτε να συνθέτει κύκλους τραγουδιών, επιστρέφει στη συμφωνική μουσική με κύρια έργα την Τρίτη Συμφωνία, την Εβδόμη Συμφωνία, την πρώτη του Οπερα Κώστας Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου) και το μπαλέτο Ζορμπάς.
Τέλος, κατά την πέμπτη περίοδο (μετά το 1989) συνθέτει βασικά τις όπερές του (λυρικές τραγωδίες) Μήδεια, Ηλέκτρα και Αντιγόνη. Την Τριλογία αυτή συμπληρώνει η καινούρια του Οπερα Λυσιστράτη. Με τα έργα αυτά ο Θεοδωράκης εγκαινιάζει την εποχή του Λυρικού Βίου, δηλαδή την ολοκληρωτική στροφή του προς τον λυρισμό και την τελειοποίηση της λυρικής μουσικής έκφρασης σε όλο το φάσμα της μουσικής του δημιουργίας.
Κυριότερα Έργα Μίκη Θεοδωράκη
α) Κύκλοι τραγουδιών: Τα Παιδικά, Επιτάφιος, Επιφάνια, Πολιτεία Α΄,Β΄,Γ΄και Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Μαουτχάουζεν, Romancero Gitano, Θαλασσινά Φεγγάρια, Ο Ηλιος και ο Χρόνος, 12 Λαϊκά, Νύχτα Θανάτου, Αρκαδίες, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, 18 Λιανοτράγουδα, Μπαλλάντες, Στην Ανατολή, Τα Λυρικά, Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ, Διόνυσος, Φαίδρα, Καρυωτάκης, Τα πρόσωπα του ήλιου, Μνήμη της πέτρας, Ως αρχαίος άνεμος, Μήπως ζούμε σ΄άλλη χώρα;, Μια θάλασσα γεμάτη μουσική, Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν, Ασίκικο Πουλάκη, Λυρικώτερα, Λυρικώτατα, Σερενάτες.
β) Μουσική για θέατρο: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ενας Ομηρος, Εχθρός Λαός, Προδομένος Λαός, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Περικλής, Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή, Το θεριό του Ταύρου, Μάκβεθ.
Επιτάφιος: Ένα εμβληματικό έργο που μέχρι και σήμερα προκαλεί ρίγη συγκίνησης
δ) Μουσική για κινηματογράφο: Ζορμπάς, Ζ, Σέρπικο, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Οταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά, Σουτιέσκα (Τίτο), Μπιριμπί, Φαίδρα, Κατάσταση Πολιορκίας, Actas de Marusia.
ε) Ορατόρια: Αξιον Εστί, Μαργαρίτα, Επιφάνια Αβέρωφ, Κατάσταση Πολιορκίας, Πνευματικό Εμβατήριο, Requiem, Canto General, Θεία Λειτουργία, Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο.
Με Γιάννη Ρίτσο και Γιώργο Νταλάρα
στ) Συμφωνικά και Μουσική Δωματίου: 1η, 2η, 3η 4η, 7η Συμφωνία, Κατά Σαδδουκαίων, Canto Olympico, Τρίο, Σεξτέτο, Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς, Ελληνική Αποκριά, Κύκλος, Σονατίνα για πιάνο, Σουίτα αρ. 1, 2 και 3, Σονατίνα αρ. 1 και αρ. 2 για βιολί και πιάνο, Οιδίπους Τύραννος, Κοντσέρτο για πιάνο, Ραψωδία για τσέλο και ορχήστρα, Sinfonietta, Adagio.
ζ) Μπαλέτα: Οι Εραστές του Τερουέλ, Αντιγόνη, Ζορμπάς.