Ας δούμε δύο διαφορετικά δημοσιεύματα, της ίδιας μέρας, σχετικά με τις ανακοινώσεις του αντιπροέδρου της ΕΕ, κ. Μαργαρίτη Σχοινά. Το ένα μας ενημερώνει ότι ενεργοποιείται το νέο Ταμείο Εγγυοδοσίας Επενδύσεων, τα κεφάλαια του οποίου μετά από μόχλευση θα φτάσουν τα 500 δισ. ευρώ. Πρόκειται, δηλαδή, για κεφάλαια που θα διατεθούν ως εγγύηση στις τράπεζες προκειμένου αυτές να χρηματοδοτήσουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ουσιαστικά, ένα νέο ΤΕΠΙΧ.
Το άλλο δημοσίευμα μας ενημερώνει ότι οι επιδοτήσεις και τα δάνεια της ΕΕ προς την Ελλάδα για την ενεργειακή μετάβαση, θα φτάσει τα 22 δισ. ευρώ! Πρόκειται για κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν την εγκατάλειψη του λιγνίτη και την επιδότηση ιδιωτικών επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε αυτά τα δύο δημοσιεύματα λοιπόν, έχουμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις:
Πρώτον, μέχρι σήμερα, τα διάφορα κεφάλαια εγγυοδοσίας υπέρ μικρομεσαίων επιχειρήσεων που χρηματοδοτούνται από τις τράπεζες είχαν ελάχιστη θετική επίδραση. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησαν αντιστρόφως, δηλαδή χρηματοδοτήθηκαν με ελαστικά κριτήρια επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν την δυνατότητα να αποπληρώσουν τα δάνεια που έλαβαν.
Επίσης, παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι τράπεζες να χρησιμοποιούν τα εγγυημένα αυτά δάνεια προκειμένου να ανακυκλώσουν παλαιότερα δάνεια πελατών τους είτε επειδή αυτά ήταν επισφαλή (έτσι ο κίνδυνος μετακυλήθηκε -κατά 80%- στην ΕΕ) είτε επειδή ήθελαν να “εξυπηρετήσουν” καλούς πελάτες τους μειώνοντας το επιτόκιο και αποδεσμεύοντας εμπράγματες ασφάλειές τους άρα αυξάνοντας την πιστοληπτική τους ικανότητα. Αναλυτικώς είχα γράψει σε παλαιότερο άρθρο μου.
Δεύτερον, η εγκατάλειψη του λιγνίτη από τη χώρα μας έχει καταδειχθεί ότι είναι πρόωρη ενώ η αντικατάστασή του με φυσικό αέριο και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυξάνει καθέτως το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας τόσο για τα νοικοκυριά όσο -και κυρίως- για την βιομηχανία και, βεβαίως, επιβαρύνει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών! Η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας έχει αναδείξει το θέμα, αλλά μάλλον εις ώτα μη ακουόντων.
Το εύλογο ερώτημα
Δεδομένων των ανωτέρω, γιατί είναι τόσο μικρό το ποσό για την εγγυοδοσία υπέρ των μικρομεσαίων; Είναι μόνον 2,27% του ποσού που θα διατεθεί για επενδύσεις στην ενέργεια! Πόσο δύσκολο θα ήταν για την Κομισιόν να διπλασιάσει ή και να τριπλασιάσει την βοήθεια προς τις χειμαζόμενες ελληνικές μικρομεσαίες επειχειρήσεις;
Ακόμη καλύτερα, πόσο δύσκολο είναι για την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει από την ΕΕ, αντί της βεβιασμένης αντικαταστάσεως του λιγνίτη, να ζητήσει ένα κεφάλαιο της τάξεως των πέντε δισ. ευρώ να κατευθυνθεί σε συνεπένδυση (μόχλευση) με ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να συσταθούν νέες επενδυτικές τράπεζες, οι οποίες θα χρηματοδοτήσουν -άμεσα και άνευ γραφειοκρατικών αγκυλώσεων- τις παραγωγικές επιχειρήσεις που δεν θέλουν ή και αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν οι εμπορικές τράπεζες.
Επισημαίνω ότι, πέραν της χρηματοδοτήσεως της παραγωγής, η διαδικασία αυτή θα επιλύσει με ταχύτητα & υγιή τρόπο και το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων (κόκκινων) επιχειρηματικών δανείων, ανατάσσοντας και το εμπορικό τραπεζικό σύστημα το οποίο δεν θα διασωθεί ούτε με τους “Ηρακλήδες” ούτε με τις bad-banks και ας διαφωνούν όσο θέλουν ο αρμόδιος υφυπουργός με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας! Μόνον που, το κόστος της διαφωνίας και της αναποτελεσματικότητός τους το πληρώνει η εθνική μας οικονομία.