Κόκκινη κάρτα έδειξαν οι θεσμοί στο κυβερνητικό επιτελείο ζητώντας την επαναπροκήρυξη 22 από τις συνολικά 69 θέσεις των διοικητικών και τομεακών γραμματέων των υπουργείων μετά και τα στοιχεία που επισημαίνονται στην Έκθεση Συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε στις 20/6.
Στην έκθεση της Κομισιόν, η διαδικασία ανάδειξης των νέων γενικών γραμματέων χαρακτηρίζεται «προβληματική», καθώς δεν υπήρχε ομοιογένεια σε όλες τις προκηρύξεις ως προς τα προσόντα των υποψηφίων, όπως έδειξε πραγματογνωμοσύνη που ζήτησαν οι θεσμοί.
Τα κριτήρια για τις συγκεκριμένες θέσεις πρέπει να είναι αντικειμενικά και να περιλαμβάνουν στοιχεία όπως τα πτυχία, η γνώση ξένων γλωσσών, η προϋπηρεσία, η γνώση μάνατζμεντ.
Ωστόσο, οι 22 από τις 69 προκηρύξεις βρέθηκαν «προβληματικές», «φωτογραφικές» και θα πρέπει να επαναπροκηρυχθούν μέσα στον Ιούλιο του 2018 και οι τοποθετήσεις όλων των γενικών γραμματέων θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018.
Κατόπιν θα συνταχθεί νέα μελέτη από τα τεχνικά κλιμάκια και η κυβέρνηση πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τις επισημάνσεις, ώστε όλα να ακολουθούν «το πνεύμα και το γράμμα του συμφωνημένου νομοθετικού πλαισίου «απολιτικοποίηση του δημοσίου».
Πολιτική, αξιοκρατία και γενικοί γραμματείς
Το ζήτημα του χαρακτήρα των διαδικασιών για τον ορισμό Γενικών Γραμματέων και των Διευθυντών στα Υπουργεία δεν είναι απλώς ένα τεχνοκρατικό ζήτημα. Το κράτος δεν είναι δυνατόν να προσδιορίζει την εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση αλλά αντίθετα η κυβέρνηση πρέπει να καθορίζει την πολιτική του κράτους. Οι θέσεις ιδιαίτερα των Γενικών Γραμματέων είναι εξόχως πολιτικές, συνδεδεμένες με τον χαρακτήρα της κυβέρνησης. Αν μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις όριζαν Γενικούς Γραμματείς με ρουσφετολογικά, προσωπικά και πελατειακά κριτήρια, η απάντηση δεν είναι η δήθεν “ουδέτερη τεχνοκρατία”. Η απάντηση είναι κυβερνήσεις στη βάση αρχών, αξιών και πολιτικής επιλογής. Αυτή είναι η μείζονα πρόκληση για τον τόπο. Ειδικά για την Ελλάδα.