Οι συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την υπογραφή του Τσίπρα στο 4ο μνημόνιο είναι κρίσιμες. Το καθεστώς διαπραγματεύεται με τους δανειστές τη λεγόμενη «ρύθμιση» του χρέους, που οδηγεί σε δέσμευση στην πολιτική της δρακόντειας λιτότητας μέχρι το… 2060!
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στο Μνημόνιο 4 (και μαζί οι καθημερινές «μικρές», αλλά αισθητά πιο μαζικές πρωτοβουλίες αντίστασης) δείχνουν την αναθέρμανση των αγωνιστικών διαθέσεων ενός τμήματος του κινήματος, μέσα όμως στα περιοριστικά όρια που έχει δημιουργήσει η απογοήτευση ενός πλατιού κόσμου μπροστά στη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ξεπέρασμα αυτού του πλαισίου είναι εφικτό, προϋποθέτει όμως, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, την πιο σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια των δυνάμεων της πολιτικής Αριστεράς.
Η κατεύθυνση αυτής της προσπάθειας μπορεί να περιγραφεί εύκολα, ακόμα και από αγωνιστές-στριες με περιορισμένη πολιτική πείρα: χρειαζόμαστε ριζοσπαστική αριστερή πολιτική (πρωτοβουλίες με στόχο την ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας, με ιεράρχηση στα ταξικά ζητήματα, στις ιδιωτικοποιήσεις, στους δημόσιους χώρους και αγαθά κ.ο.κ.) που, όμως, για να γίνουν πράξη οφείλουν να συνδυάζονται με την ενιαιομετωπική τακτική. Στην παρούσα περίοδο, το ριζοσπαστικό στοιχείο στην πολιτική είναι άρρηκτα δεμένο με το ενωτικό στοιχείο στην τακτική, είναι το αντίδοτο στο βερμπαλισμό που, στην ουσία, αναστέλλει τις κρίσιμες αποφάσεις για ένα απώτερο μέλλον.
Δυστυχώς, αυτή μοιάζει να είναι η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ και ενός σημαντικού τμήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε πάντα ότι η επιλογή των συμμαχιών μας οφείλει να έχει ως αναφορά το σύνολο της πολιτικής Αριστεράς, χωρίς εξαιρέσεις. Δεν έχουμε καμιά πρόθεση να υποχωρήσουμε από αυτήν τη θέση. Όμως οφείλουμε τακτικά να απαντήσουμε στο ζήτημα των συμμαχιών συνυπολογίζοντας, έστω προσωρινά, την αρνητική διάθεση αυτών των σημαντικών δυνάμεων.
Γίνεται φανερό ότι ο ρόλος της ΛΑ.Ε στις σημερινές συνθήκες είναι κομβικός.
Με δεδομένα στοιχεία τις οργανωμένες δυνάμεις της, το στελεχικό δυναμικό της, την πολιτική εμπειρία που «κουβαλά» από τη διαδρομή της, οφείλει να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες. Το πρόσφατο ΠΣ της ΛΑΕ αποφάσισε να προτείνει τη συγκρότηση ενός Φόρουμ Διαλόγου και Συντονισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πρόταση που απευθύνεται στις δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ (Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ΑΡΚ, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ), στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα δείξουν ενδιαφέρον, αλλά και σε άλλες δυνάμεις του χώρου της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με στόχο πάντα τη συμμετοχή και τη συσπείρωση ενός ανένταχτου δυναμικού, που ολοφάνερα διακρίνεται στα «γεγονότα» των κοινωνικών αντιστάσεων. Την πρόταση αυτή την υποστηρίζουμε με έμφαση. Κατά τη γνώμη μας συνδυάζεται με την εγκατάλειψη αποπροσανατολιστικών σκέψεων για συμμαχίες και σχέσεις με ομάδες και παράγοντες (που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «από τα πάνω και προς τα δεξιά») που είναι σε αντίφαση με τη συνειδητή προσπάθεια συγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η προσπάθεια αυτή οφείλει να γίνει με άξονα και προτεραιότητα τις ανάγκες των κοινωνικών αντιστάσεων. Που δεν ταυτίζονται με τις προτεραιότητες διαμόρφωσης μιας εκλογικής συμμαχίας, αν και ολοφάνερα διαμορφώνει καλύτερους όρους αντιμετώπισης των εκλογών, όποτε και αν στηθούν οι κάλπες.
Στο ζήτημα της εκλογικής συμμαχίας, η άποψή μας παραμένει σταθερή: ένας εκλογικός «συνασπισμός» διακριτών κατά τα άλλα πολιτικών δυνάμεων, στο φάσμα από την Πλεύση Ελευθερίας ως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υπό συγκεκριμένες πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συγκεντρώσει δύναμη, να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση απέναντι στο συμβιβαστικό δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης.
Πέρα από το ζήτημα των συμμαχιών, η συγκυρία επιβάλλει έναν επαναπροσανατολισμό των οργανωμένων δυνάμεων της ΛΑ.Ε. Οι τοπικές οργανώσεις χρειάζονται προγράμματα δράσης –με αιχμή την πολιτική ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις– αλλά και την αναγνώριση της ευθύνης και της αρμοδιότητας να τα υλοποιήσουν. Στον εργατικό χώρο χρειάζεται πρωτοβουλία ανασυγκρότησης της παρέμβασης (δράσεις, Κέντρο Αγώνα κ.ο.κ.), ενώ στη νεολαία είναι εμφανής η ανάγκη πρωταρχικού συντονισμού των υπαρκτών δυνάμεων. Η παρέμβαση στο αντιφασιστικό-αντιρατσιστικό μέτωπο πρέπει να αναγνωριστεί ως υποχρέωση του όλου εγχειρήματος.
Είναι μια κατεύθυνση συνολικής πολιτικής, κινηματικής και οργανωτικής ανασύνταξης, βάζοντας στην πρώτη γραμμή τα ερωτήματα και τις ανάγκες του κόσμου μας, μέσα σε μια συγκυρία με κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Για την αναγκαία συσπείρωση όλου του υπάρχοντος δυναμικού είναι επίσης απαραίτητη η πιο πλουραλιστική, ανανεωμένη και με δημοκρατικό σεβασμό του συνόλου οργάνωση του δημόσιου λόγου, της πολιτικής εκπροσώπησης ενός εγχειρήματος που, αν και έχει ήδη πίσω του αρκετό χρόνο κοινής λειτουργίας, παραμένει –και σωστά κάνει– ένα εγχείρημα μετωπικού χαρακτήρα.
*Πηγή: rproject.gr
Το ξεπέρασμα αυτού του πλαισίου είναι εφικτό, προϋποθέτει όμως, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, την πιο σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια των δυνάμεων της πολιτικής Αριστεράς.
Η κατεύθυνση αυτής της προσπάθειας μπορεί να περιγραφεί εύκολα, ακόμα και από αγωνιστές-στριες με περιορισμένη πολιτική πείρα: χρειαζόμαστε ριζοσπαστική αριστερή πολιτική (πρωτοβουλίες με στόχο την ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας, με ιεράρχηση στα ταξικά ζητήματα, στις ιδιωτικοποιήσεις, στους δημόσιους χώρους και αγαθά κ.ο.κ.) που, όμως, για να γίνουν πράξη οφείλουν να συνδυάζονται με την ενιαιομετωπική τακτική. Στην παρούσα περίοδο, το ριζοσπαστικό στοιχείο στην πολιτική είναι άρρηκτα δεμένο με το ενωτικό στοιχείο στην τακτική, είναι το αντίδοτο στο βερμπαλισμό που, στην ουσία, αναστέλλει τις κρίσιμες αποφάσεις για ένα απώτερο μέλλον.
Δυστυχώς, αυτή μοιάζει να είναι η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ και ενός σημαντικού τμήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε πάντα ότι η επιλογή των συμμαχιών μας οφείλει να έχει ως αναφορά το σύνολο της πολιτικής Αριστεράς, χωρίς εξαιρέσεις. Δεν έχουμε καμιά πρόθεση να υποχωρήσουμε από αυτήν τη θέση. Όμως οφείλουμε τακτικά να απαντήσουμε στο ζήτημα των συμμαχιών συνυπολογίζοντας, έστω προσωρινά, την αρνητική διάθεση αυτών των σημαντικών δυνάμεων.
Γίνεται φανερό ότι ο ρόλος της ΛΑ.Ε στις σημερινές συνθήκες είναι κομβικός.
Με δεδομένα στοιχεία τις οργανωμένες δυνάμεις της, το στελεχικό δυναμικό της, την πολιτική εμπειρία που «κουβαλά» από τη διαδρομή της, οφείλει να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες. Το πρόσφατο ΠΣ της ΛΑΕ αποφάσισε να προτείνει τη συγκρότηση ενός Φόρουμ Διαλόγου και Συντονισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πρόταση που απευθύνεται στις δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ (Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ΑΡΚ, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ), στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα δείξουν ενδιαφέρον, αλλά και σε άλλες δυνάμεις του χώρου της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με στόχο πάντα τη συμμετοχή και τη συσπείρωση ενός ανένταχτου δυναμικού, που ολοφάνερα διακρίνεται στα «γεγονότα» των κοινωνικών αντιστάσεων. Την πρόταση αυτή την υποστηρίζουμε με έμφαση. Κατά τη γνώμη μας συνδυάζεται με την εγκατάλειψη αποπροσανατολιστικών σκέψεων για συμμαχίες και σχέσεις με ομάδες και παράγοντες (που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «από τα πάνω και προς τα δεξιά») που είναι σε αντίφαση με τη συνειδητή προσπάθεια συγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η προσπάθεια αυτή οφείλει να γίνει με άξονα και προτεραιότητα τις ανάγκες των κοινωνικών αντιστάσεων. Που δεν ταυτίζονται με τις προτεραιότητες διαμόρφωσης μιας εκλογικής συμμαχίας, αν και ολοφάνερα διαμορφώνει καλύτερους όρους αντιμετώπισης των εκλογών, όποτε και αν στηθούν οι κάλπες.
Στο ζήτημα της εκλογικής συμμαχίας, η άποψή μας παραμένει σταθερή: ένας εκλογικός «συνασπισμός» διακριτών κατά τα άλλα πολιτικών δυνάμεων, στο φάσμα από την Πλεύση Ελευθερίας ως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υπό συγκεκριμένες πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συγκεντρώσει δύναμη, να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση απέναντι στο συμβιβαστικό δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης.
Πέρα από το ζήτημα των συμμαχιών, η συγκυρία επιβάλλει έναν επαναπροσανατολισμό των οργανωμένων δυνάμεων της ΛΑ.Ε. Οι τοπικές οργανώσεις χρειάζονται προγράμματα δράσης –με αιχμή την πολιτική ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις– αλλά και την αναγνώριση της ευθύνης και της αρμοδιότητας να τα υλοποιήσουν. Στον εργατικό χώρο χρειάζεται πρωτοβουλία ανασυγκρότησης της παρέμβασης (δράσεις, Κέντρο Αγώνα κ.ο.κ.), ενώ στη νεολαία είναι εμφανής η ανάγκη πρωταρχικού συντονισμού των υπαρκτών δυνάμεων. Η παρέμβαση στο αντιφασιστικό-αντιρατσιστικό μέτωπο πρέπει να αναγνωριστεί ως υποχρέωση του όλου εγχειρήματος.
Είναι μια κατεύθυνση συνολικής πολιτικής, κινηματικής και οργανωτικής ανασύνταξης, βάζοντας στην πρώτη γραμμή τα ερωτήματα και τις ανάγκες του κόσμου μας, μέσα σε μια συγκυρία με κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Για την αναγκαία συσπείρωση όλου του υπάρχοντος δυναμικού είναι επίσης απαραίτητη η πιο πλουραλιστική, ανανεωμένη και με δημοκρατικό σεβασμό του συνόλου οργάνωση του δημόσιου λόγου, της πολιτικής εκπροσώπησης ενός εγχειρήματος που, αν και έχει ήδη πίσω του αρκετό χρόνο κοινής λειτουργίας, παραμένει –και σωστά κάνει– ένα εγχείρημα μετωπικού χαρακτήρα.
*Πηγή: rproject.gr