Κλάδοι και ειδικότητες που πλήττονται από τη νέα (ψηφιακή) τεχνολογική επανάσταση

1168
κλάδοι

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη εξέδωσε το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, για τις επιπτώσεις της νέας τεχνολογικής επανάστασης στην εργασία.

Η μελέτη με τίτλο “Οι επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην αγορά εργασίας”, έγινε από τους Σπύρο Λαπατσιώρα, Γιάννη Μηλιό και Παναγιώτη Μιχαηλίδη.

Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού, συναρμολογητές και ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες είναι αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο από την ψηφιοποίηση στην αγορά εργασίας. Το μεγαλύτερο βάρος δείχνουν να το επωμίζονται μάλιστα τα «χαμηλά» και τα «μεσαία» εισοδηματικά στρώματα των μισθωτών. Παρόλα αυτά, ο υψηλός βαθμός κινδύνου δεν επικεντρώνεται σε έναν κλάδο ή κατηγορία επαγγελμάτων, για παράδειγμα στους «ανειδίκευτους», αλλά διαχέεται στο σύνολο των κατηγοριών επαγγελμάτων. Μάλιστα κάθε επάγγελμα έχει να επιδείξει σε κάποια εκ των κατηγοριών των εργασιακών καθηκόντων του αρκετά μεγάλα ποσοστά κινδύνου αντικατάστασης από αυτόματα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης.

Μεγάλη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ επιχειρεί να προσεγγίσει τις επιπτώσεις της λεγόμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης στην ελληνική αγορά εργασίας. Τα ευρήματα καταδεικνύουν κατ αρχήν ένα ποσοστό δυνητικής διακινδύνευσης για το σύνολο του εργατικού δυναμικού της τάξης του 6-9%. Κατά δεύτερον, οι μελετητές επισημαίνουν πως το μείζον διακύβευμα δεν είναι μόνο η δυνητική υποκατάσταση του ανθρώπου – δηλαδή το φάσμα της ανεργίας λόγω υποκατάστασης από μηχανές – αλλά επίσης η δυνητική συμπληρωματικότητα στις θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται ως μείζον θέμα όχι η κατάργηση επαγγελμάτων από τις μηχανές αλλά η αντικατάσταση επιμέρους δεξιοτήτων που απαιτούνται συχνά συνδυαστικά στα πλαίσια ενός επαγγέλματος.

«Το κύριο και υπαρκτό πρόβλημα δεν είναι ο κίνδυνος φαινομένων μαζικής ανεργίας τα οποία θα προκληθούν από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, πέραν των κυμάτων που έχουν δημιουργηθεί στην ελληνική οικονομία από τη διαχείριση της κρίσης, αλλά οι μεταβολές, παρά τις πιθανές διακυμάνσεις της ζήτησης εργασίας, οι οποίες θα επέλθουν στον τεχνικό και τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και οι οποίες θα επιδράσουν στους όρους εργασίας, αναπαραγωγής και ζωής των εργαζομένων», σημειώνουν οι μελετητές. Οι ίδιοι κάνουν λόγο για «σημαντικές αλλαγές που θα κληθούν οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν σχετικά με το περιεχόμενο και τους όρους εργασίας τους».

Μείζον ρόλο παίζει ο «βαθμός προσαρμογής των εργαζομένων στον διαμορφούμενο νέο τεχνικό καταμερισμό εργασίας», βαθμός ο οποίος επηρεάζει την σχέση που θα διαμορφωθεί μεταξύ εργαζομένων και αυτοματοποιημένων συστημάτων, ως προς το κατά πόσο θα πάρει τον χαρακτήρα υποκατάστασης ή συμπληρωματικότητας, ιδίως στον «βραχύ» χρόνο. Οι ερευνητές δεν παραβλέπουν πως η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στις διαδικασίες παραγωγής ενδέχεται να δημιουργήσει και θετικές τάσεις στη ζήτηση εργασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη ερευνά το πρόβλημα με βάσει δείκτες καθηκόντων που απαιτούν οι θέσεις εργασίας και τα οποία καθήκοντα μπορούν δυνητικά να αντικατασταθούν από μηχανές. Ενδιαφέρον εύρημα είναι πως για το σύνολο του εργατικού δυναμικού το ποσοστό καθηκόντων που απαιτούν οι θέσεις εργασίας το οποίο εμφανίζει υψηλό βαθμό διακινδύνευσης κυμαίνεται από 1,4% έως 14,4%. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί πως οι δείκτες συνδυαστικών καθηκόντων εργασίας παρουσιάζουν χαμηλότερη διακινδύνευση.

Για τα επαγγέλματα που απαρτίζουν το εργατικό δυναμικό, οι υψηλοί βαθμοί διακινδύνευσης καθηκόντων εργασίας από τη δυνητική εισαγωγή αυτοματοποιημένων συστημάτων στη διαδικασία παραγωγής διαχέονται με διαφορετικούς τρόπους σε όλες τις κατηγορίες επαγγελμάτων. Σε όλες τις κατηγορίες διαπιστώνονται σε διαφορετικά τμήματα των δεικτών ποσοστά διακινδύνευσης άνω του 10%.

Συνοπτικά παρατηρείται το φαινόμενο στους επιμέρους δείκτες αυτονομίας έναντι της διαδικασίας εργασίας, αλληλεπίδρασης, ενεργού εκμάθησης και επίλυσης προβλημάτων να συγκροτείται μία ομάδα κατηγοριών επαγγελμάτων με σχετικά μεγάλα ποσοστά υψηλού βαθμού διακινδύνευσης. Αυτή η ομάδα απαρτίζεται από τις εξής κατηγορίες :

  • Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών,

  • Ειδικευμένοι τεχνίτες,

  • Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων και μηχανημάτων και

  • Ανειδίκευτοι εργάτες.

Από την άλλη πλευρά, στους δείκτες «ρουτίνας» σχηματίζεται μία διακριτή ομάδα με μεγάλα ποσοστά υψηλού βαθμού διακινδύνευσης που απαρτίζεται από τις εξής κατηγορίες επαγγελμάτων:

  • Ένοπλες δυνάμεις,

  • Διευθυντικά και διοικητικά στελέχη,

  • Επαγγελματίες,

  • Τεχνικοί και συναφή επαγγέλματα,

  • Υπάλληλοι γραφείου.

Η εξέταση και των άλλων δεικτών δείχνει ότι η διακινδύνευση καθηκόντων εργασίας δεν περιορίζεται σε έναν κλάδο επαγγελμάτων. Αυτά τα αποτελέσματα αποτελούν μια πρώτη ένδειξη ότι η δυνητική εισαγωγή αυτοματοποιημένων συστημάτων στη διαδικασία παραγωγής δεν «πλήττει» μόνο μία κατηγορία εργαζομένων, είτε αυτοί είναι «ανειδίκευτοι» είτε «μεσαίου επιπέδου ειδίκευσης» εργαζόμενοι.

Σε σχέση με το ύψος των μηνιαίων μισθών, υψηλοί βαθμοί δυνητικής διακινδύνευσης διαχέονται, επίσης, σχεδόν σε όλες τις μισθολογικές κατηγορίες με διαφορετικό τρόπο ωστόσο, ανάλογα με τα καθήκοντα εργασίας και τους συνδυασμούς τους. Εμφανίζεται να σχηματίζονται τρεις ομάδες εισοδηματικών κατηγοριών, «χαμηλή», «μεσαία» και «ανώτερη», που εμφανίζουν υψηλό βαθμό διακινδύνευσης σε διαφορετικές κατηγορίες απλών ή συνδυαστικών καθηκόντων εργασίας. Στους δείκτες της χειρωνακτικής εργασίας και αυτονομίας επί της εργασιακής διαδικασίας (υψηλό ποσοστό μικρής αυτονομίας), τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα εμφανίζεται να έχουν τα μεγαλύτερα ποσοστά κινδύνου, σχηματίζοντας μια διακριτή ομάδα από τις άλλες κατηγορίες. Ωστόσο, στους επιμέρους δείκτες αλληλεπίδρασης, ενεργού εκμάθησης και επίλυσης προβλημάτων και στους σύνθετους δείκτες «μη-ρουτίνας» συγκροτείται μια άλλη διακριτή ομάδα η οποία απαρτίζεται από τις κατώτερες μισθολογικά κατηγορίες.

Ταυτόχρονα, στους σύνθετους δείκτες «ρουτίνας» συγκροτείται μια διακριτή ομάδα που απαρτίζεται από τις ανώτερες εισοδηματικά κατηγορίες και τμήμα των μεσαίων κατηγοριών. Αυτό το φαινόμενο, ειδικά για την ταυτόχρονη διακινδύνευση (σε υψηλό βαθμό) τόσο των «χαμηλών» όσο και των «μεσαίων» αντιβαίνει στη θέση της μισθολογικής πόλωσης και φαίνεται να ενισχύει μια θέση ταυτόχρονης πίεσης και των δύο ομάδων, λαμβάνοντας υπόψη ότι εμφανίζουν αρκετά μεγαλύτερα ποσοστά διακινδύνευσης η καθεμία σε σχέση με την ομάδα που σχηματίζουν τα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια.

Σύμφωνα με τους μελετητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ απαιτείται :

  • εντοπισμένη στήριξη με προγράμματα εκπαίδευσης των κατηγοριών των εργαζομένων με τον υψηλότερο βαθμό διακινδύνευσης, καθώς και για τους ανέργους.

  • μεταβολές και του θεσμικού πλαισίου ώστε να επιτρέπεται η μετεκπαίδευση κατηγοριών εργαζομένων χωρίς να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο απόλυσης ή χειροτέρευσης των όρων εργασίας τους λόγω της απουσίας από την εργασία κατά το διάστημα της εκπαίδευσης

  • προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης προσανατολισμένα στις νέες τεχνολογίες.

  • ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου προστασίας των εργαζομένων ως προς τους όρους εργασίας, τα δικαιώματα οργάνωσης και απαραβίαστου της προσωπικής ζωής. Οι νέες τεχνολογίες διαρρηγνύουν τα όρια μεταξύ προσωπικού και εργάσιμου χρόνου, όπως είχαν καθιερωθεί, διαρρηγνύουν τα όρια μεταξύ προσωπικής ζωής των εργαζομένων και εργασίας: παρακολούθηση της εργασίας, έλλειψη ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων, μια «ατελείωτη» εργάσιμη μέρα, στην οποία μάλιστα οι τεχνολογίες επικοινωνίας μετατρέπουν τις εργασιακές σχέσεις σε σχέσεις stand-by.

  • ενίσχυση των θεσμών αναδιανομής εισοδημάτων και πλούτου προς όφελος της εργασίας. Ήδη, την τελευταία δεκαετία, οι ανισότητες και οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες έχουν χειροτερεύσει σε πολύ σημαντικό βαθμό τους όρους αναπαραγωγής και ζωής των εργαζομένων. Ο κίνδυνος μείωσης ή απώλειας του μισθού, έστω και για τον «βραχύ» χρόνο, αποτελεί κάτι το οποίο μεταβάλλει προς το χειρότερο τη ζωή των εργαζομένων. Επίσης, σε ένα περιβάλλον κρίσης, όπου ταυτόχρονα αποδιαρθρώνεται ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας, υποβαθμίζεται η διαπραγματευτική ισχύς όλων των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, η διαπλοκή της συστημικής κρίσης του 2008 και της εισαγωγής των τρεχουσών νέων τεχνολογιών, στο περιβάλλον ενός κοινωνικού συσχετισμού που είναι εις βάρος των εργαζομένων, έχει τη δυναμική να μεταβάλλει ταχύτατα αυτόν τον συσχετισμό προς το χειρότερο, δηλαδή να διευρύνει με γρήγορους ρυθμούς τη χειροτέρευση των συνολικών όρων ζωής των εργαζομένων. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται η οργάνωση μιας αντιστροφής σε αυτή την πορεία: αναγκαίο βήμα αποτελεί η ενίσχυση των θεσμών αναδιανομής προς όφελος των εργαζομένων, τόσο στο επίπεδο της πρωτογενούς διανομής (μισθοί, όροι εργασίας) όσο και στο επίπεδο της δευτερογενούς (φορολογία και κοινωνικές δαπάνες) για να βρεθούν οι αναγκαίοι πόροι για την «ομαλή» μετάβαση στον «κόσμο» που υπόσχονται οι δυνατότητες των νέων τεχνολογιών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας