Παρεμβαίνω με το παρόν κείμενο προκειμένου (για μια ακόμη φορά) να αποκρυπτογραφηθούν κρίσιμα ζητήματα πολιτικής και νομικής σημασίας. Άλλωστε οι δεσμεύσεις της χώρας αποτελούν νομικά κείμενα δημοσιευμένα στο οικείο ΦΕΚ και συνιστούν κανόνες της έννομης τάξης. Ταυτοχρόνως όμως και η πολιτική καλείται να διαδραματίσει τον κυρίαρχο ρόλο όταν οι θεσπισμένοι κανόνες προκαλούν συγχύσεις.
Μια αρχική παρατήρηση
Αρχικώς πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έννοια του δημοσίου χρέους έχει βάθος αιώνων, και χαρακτήρισε ακόμη και Αυτοκρατορίες. Στον πολιτικό λόγο στην Ελλάδα, κυριαρχεί ακόμη (και πρέπει να κυριαρχεί) το γερμανικό χρέος της Κατοχής, ενώ παραβλέπεται ότι με τη Συνθήκη της Λοζάνης (βλ. άρθρο 46), ρυθμίστηκε διεθνώς και το χρέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά το μέρος δε που αφορά στην Ελλάδα, έλαβε χώρα η αποπληρωμή του χρέους αυτού σε βάρος του Έλληνα φορολογούμενου πολίτη.
Επίσης δεν υπάρχει κράτος χωρίς δανεισμό. Όπως αντιστοίχως δεν υπάρχει και κράτος που να μη οφείλει εξ αιτίας άλλων υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, η Γερμανία στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της στο ΝΑΤΟ οφείλει 30,28 δις ευρώ και η Γαλλία 6,08 δις ευρώ. Αντιθέτως, δεν οφείλουν χώρες επιμελείς περί αυτά, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πορτογαλία, η Εσθονία και η Ελλάδα! Αυτές οι τέσσερις (4) χώρες που προαναφέρονται είναι αυτές που δεν οφείλουν στο ΝΑΤΟ. Όλες οι άλλες οφείλουν.
Αλλά και ως προς τον ΕΜΣ (ESM), περί του οποίου ο λόγος κατωτέρω, τα οφειλόμενα της Γερμανίας από τη συμμετοχή των 190,02 δις ευρώ ανέρχονται στο ποσό των 168,3 δις ευρώ καθόσον έχουν καταβληθεί μόνο τα 21,72 δις ευρώ. Επίσης τα οφειλόμενα της Γαλλίας από τη συμμετοχή των 142,70 δις ευρώ ανέρχονται στο ποσό των 126,39 δις ευρώ καθόσον έχουν καταβληθεί μόνο τα 16,31 δις ευρώ. Τα προαναφερόμενα συνιστούν «μια εικόνα» των διεθνών οικονομικών, που αενάως ρυθμίζονται κυρίως με πολιτικές αποφάσεις.
Πρωτού όμως προβούμε στη σχετική (όσο το παρόν περίγραμμα επιτρέπει) ανάλυση του ζητήματος που αφορά στην παρούσα φάση στην αντιμετώπιση του ελληνικού δημοσίου χρέους, αναγκαίο είναι να εκτεθούν τα εξής:
Η πολιτική επέβαλε τη δημιουργία του ΕΜΣ
Είναι πρόδηλο ότι σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της χρηματοπιστωτικής συνδρομής (ενόψει κρίσης), αλλά και προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος μετάδοσης μιας επικίνδυνης χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ συμφώνησαν στις 21 Ιουλίου του 2011 να «αυξηθεί η ευελιξία του ΕΜΣ με επιβολή κατάλληλων προϋποθέσεων». Οι πολιτικοί εκτίμησαν ότι υφίσταται «ισχυρή αλληλεξάρτηση εντός της ζώνης του ευρώ», όπου η παραμικρή περιδίνηση μπορεί «να δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, οπότε μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της»(sic).
Τα προαναφερόμενα, δεν αποτελούν άποψη του γράφοντος, αλλά εντός εισαγωγικών («») αφορούν «πολιτική θέση» η οποία καταγράφηκε στη Συνθήκη του ΕΜΣ. Με αυτά τα δεδομένα ο ΕΜΣ ιδρύθηκε προκειμένου να παρέχει στήριξη σταθερότητας αλλά: «βάσει αυστηρών όρων, κατάλληλων για το επιλεγμένο μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής, εφόσον –η συνδρομή αυτή– είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της.»
Τα προαναφερόμενα που τίθενται και πάλι εντός εισαγωγικών («») καταδεικνύουν ότι κράτος-μέλος το οποίο ζητεί (γιατί μόνο με αίτημα του κράτους-μέλους παρέχεται η σχετική δανειοδότηση) τη συνδρομή και στήριξη του ΕΜΣ, εκ προοιμίου γνωρίζει τους αυστηρούς όρους υπό τους οποίους θα υπάγεται η ένταξή του στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Από την άλλη όμως πλευρά ο αντισυμβαλλόμενος ΕΜΣ εκ προοιμίου έχει αποδεχθεί ότι η συνδρομή αυτή λαμβάνει χώρα όχι μόνο χάριν και χάρις του κράτους- μέλους περί του οποίου η συνδρομή, αλλά ακριβώς και για να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της καθώς και για να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ενός εκάστου των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ.
Οίκοθεν συνάγεται ότι μια Σύμβαση που αφορά δανειοδότηση μέσω του ΕΜΣ στηρίζεται στην εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων τα οποία αφορούν όχι μόνο στο δανειζόμενο κράτος-μέλος, αλλά αφορούν και κάθε κράτος-μέλος, ήτοι το σύνολο των λειτουργιών του ευρωσυστήματος.
Ο πυρήνας του ζητήματος
Το κομβικό σημείο που πρέπει ενταύθα να επισημειωθεί αφορά στο συνδυασμό των άρθρων 3 και 13 της Συνθήκης του ΕΜΣ που καθορίζουν το «σκοπό» αλλά και τη «διαδικασία για τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας». Η παροχή δε στήριξης λαμβάνει χώρα μόνο όταν: «είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών-μελών της.» Στην περίπτωση αυτή μέσω του ΕΜΣ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ έχουν τα εξής καθήκοντα:
1) Έχουν τη δεσμία υποχρέωση: α) «να εκτιμήσουν την ύπαρξη κινδύνου για το σύνολο της ζώνης του ευρώ» και β) «να εκτιμήσουν εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο», ενώ 2) έχουν τη διακριτική ευχέρεια «εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό», η διαδικασία αυτή «να διενεργείται από κοινού με το ΔΝΤ».
Με βάση τα προαναφερόμενα στήριξη από τον ΕΜΣ σημαίνει όχι μόνο στήριξη του κράτους-μέλους που δανείζεται, αλλά στήριξη και του συνόλου της ζώνης του ευρώ, ενώ εφόσον κρίνεται «χρήσιμη» και «εφικτή» η συνεργασία με το ΔΝΤ, τότε επιβάλλεται όχι μόνο η «σύγκλιση θέσεων», αλλά και το συμβιβασμός σε κάθε περίπτωση.
Τούτων δοθέντων –και «καλά ξετελέματα»
Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της χώρας, τα μέτρα λιτότητας και την παρατεινόμενη κρίση, είναι πρόδηλο ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος «δεν είναι βιώσιμο».
Επειδή όμως οι Συνθήκες «απαιτούν τη βιωσιμότητά του» προκειμένου να υπάρξει συνδρομή, επιβάλλεται αμελλητί η εκπόνηση «επαρκούς μελέτης» για τη «βιωσιμότητά του!», με τέτοιο τρόπο και με τέτοια διαδικασία και με τέτοια οικονομικά μέτρα, ώστε να προκύπτει ότι πράγματι το χρέος αυτό μπορεί να εξυπηρετηθεί.
Ασφαλώς οι Συνθήκες «δεν ερωτούν» τις κοινωνίες και τις οικονομίες κατά πόσο μπορούν ό,τι θεσπίζεται να είναι και εφαρμόσιμο. Η ιστορική ευθύνη, όμως, όλων των παραγόντων (ευρωπαϊκών Θεσμών-ΔΝΤ) που αφορούν στην αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και στη στήριξή της στο πλαίσιο του ΕΜΣ, και κυρίως «οι πολιτικοί» αλλά και «η πολιτική», αναλαμβάνουν τεράστια ευθύνη όταν υφίσταται δυσαρμονία Συνθηκών δανεισμού και «συνθηκών διαβίωσης». Και τούτο γιατί ό,τι τυχόν δυσμενές επακολουθήσει τον κίνδυνο αναλαμβάνει το ισχυρό μέρος των δανειστών και όχι το ασθενές του δανειζόμενου.
Σε κάθε περίπτωση: Ιδού γιατί δεν μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε λύση σύμφωνα με τις Συνθήκες, παρά μόνο: «εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο…».
Όσο το ΔΝΤ και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί αλληλοσυγκρούονται και δεν μπορούν να έχουν ένα «κοινό τόπο» τόσο παρατείνεται η σύγχυση με αποκλειστική τους ευθύνη. Καλά θα κάνουν, λοιπόν, να επαναφέρουν εαυτούς στην τάξη. Και τούτο για να έχουμε «καλά ξετελέματα»!
———————————————
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).