Σε πρόσφατο δημοσίευμά του ο Guardian μπήκε στον κόπο να μετρήσει τις φορές που άλλαξε το τελευταίο διάστημα η αμερικανική γραμμή για τη Συρία.
Έτσι, στις 30 Μαρτίου η εκπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Nikki Haley και ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Sean Spicer επιβεβαίωναν ότι η προτεραιότητα της χώρας τους δεν είναι η αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό και ότι εναπόκειται στους Σύρους να αποφασίσουν για το μέλλον του Assad.
Μετά την επίθεση με χημικά στο Χαν Σεϊχούν στις 4 Απριλίου ο ίδιος ο Donald Trump και ο επικεφαλής του State Department, Rex Tillerson έσπευσαν να αποφανθούν ότι ευθύνεται η Δαμασκός η οποία “παραβίασε πολλαπλές κόκκινες γραμμές”.
Από τις 6 έως τις 10 Απριλίου ο επικεφαλής του Πενταγώνου James Mattis και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας στρέφουν τη συζήτηση από το αν ο Assad πρέπει να παραμείνει ή όχι στο πώς μπορούν να αποτραπούν νέες επιθέσεις με χημικά.
Στις 9 Απριλίου ο Tillerson επανέρχεται στη θέση ότι η καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα. Η Nikki Haley επιμένει ότι οι προτεραιότητες είναι πολλαπλές και ότι η ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί με την παραμονή του Assad στην εξουσία.
Στις 11 Απριλίου, ο ίδιος τονίζει, με την ευκαιρία της συνόδου των υπουργών Εξωτερικών της G7 ότι η Ρωσία θα πρέπει να διακόψει την υποστήριξή της προς τη Συρία.
Με αυτή την έννοια, η μετάβαση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στη Μόσχα έμοιαζε με την επίδοση τελεσιγράφου.
Το ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά οφείλεται σε σειρά παραγόντων.
Στις ίδιες τις ΗΠΑ, αποφασιστικό λόγο διατύπωσε ο επικεφαλής του Πενταγώνου James Mattis. Περισσότερες από μία φορές, ο στρατηγός τόνισε ότι δεν θα πρέπει να αφεθεί να ξεφύγει η κατάσταση εκτός ελέγχου.
Άλλωστε στο ίδιο το πεδίο των επιχειρήσεων, οι αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία μειώθηκαν, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times, δραστικά, καθώς οι Αμερικανοί επιτελείς δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι για τις αντιδράσεις της ρωσικής πλευράς, με την οποία δεν λειτουργούσε πλέον η γραμμή επικοινωνίας για την αποφυγή επεισοδίων στον αέρα (deconflicting).
Στο διπλωματικό πεδίο, η απροθυμία των συμμετεχόντων στη G7 να αποδεχθούν το βρετανικό σχέδιο κυρώσεων κατά της Ρωσίας και της Συρίας αποτέλεσε ισχυρό δείκτη των επιφυλάξεων που γεννούσε η προοπτική ενίσχυσης της έντασης.
Σε τηλεοπτική του συνέντευξη πριν από την άφιξη Tillerson στη Μόσχα ο Donald Trump δήλωσε ότι η χώρα του “δεν προτίθεται να εμπλακεί στη Συρία”.
Η ρωσική πλευρά πάντως είχε ήδη λάβει τα μέτρα της ανακοινώνοντας, πριν την υποδοχή του επικεφαλής του State Department, την διοργάνωση τριμερούς συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας, του Ιράν και της Συρίας στη Μόσχα την Μ. Παρασκευή. Το “τελεσίγραφο” είχε εκ των προτέρων απορριφθεί.
Η συσσώρευση όλων αυτών των πολιτικών διπλωματικών και επιχειρησιακών παραγόντων εξηγεί το γιατί η επίσκεψη Tillerson αποτέλεσε (παρά το ακανθώδες κλίμα) δημόσια διακήρυξη της ανάγκης αποκατάστασης των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων. Εξ ού και ο Αμερικανός υπουργός έγινε δεκτός, εκτός προγράμματος, από τον Putin.
Η επαναλειτουργία της γραμμής deconflicting, η κατονομασία της καταπολέμησης της τρομοκρατίας ως κοινού υπέρτατου στόχου και ο διορισμός δύο στελεχών των αντίστοιχων υπουργείων Εξωτερικών ως ανιχνευτών των σημείων τριβής στις διμερείς σχέσεις αποτελούν το κυριότερο αποτέλεσμα της επίσκεψης.
Τα υπόλοιπα εναπόκεινται στο αν η Ουάσιγκτον είναι σε θέση να τηρήσει με συνέπεια μία και μόνη γραμμή επί των επίμαχων θεμάτων…