Η Συμφωνία της Βάρκιζας και ο αφοπλισμός ενός νικηφόρου κινήματος

2325
1975

Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογραφόταν στη Βάρκιζα, ύστερα από δεκαήμερη διάσκεψη, η ιστορική Συμφωνία μεταξύ των εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης και του ΕΑΜ, μετά τον τερματισμό της ένοπλης αντιπαράθεσης του ΕΛΑΣ με τις βρετανικές και τις ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις κατά τα Δεκεμβριανά.

Την εαμική αντιπροσωπεία αποτέλεσαν οι Γιώργης Σιάντος (γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ), Δημήτρης Παρτσαλίδης (μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ και γραμματέας του ΕΑΜ) και Ηλίας Τσιριμώκος (γενικός γραμματέας του εαμικού κόμματος ΕΛΔ), και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, ως στρατιωτικός σύμβουλος. Από την άλλη πλευρά συμμετείχαν οι υπουργοί της κυβέρνησης Πλαστήρα, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Περικλής Ράλλης και Ιωάννης Μακρόπουλος, και ως στρατιωτικός σύμβουλος, ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας.

Είχε προηγηθεί η ανακωχή της 11ης Ιανουαρίου, που έβαζε τέρμα στις ένοπλες συγκρούσεις, καθώς ήδη ο ΕΛΑΣ είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την περιοχή της πρωτεύουσας, υπό το βάρος της τεράστιας υπεροχής σε άντρες και στρατιωτικό εξοπλισμό των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Εντούτοις, το σύνολο, σχεδόν, της χώρας, εκτός Αττικής, εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας πρόβλεπε την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και των άλλων ένοπλων οργανώσεων (ΕΔΕΣ κ.λπ.), την κατάργηση του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβληθεί κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, την εξασφάλιση συνθηκών ελεύθερης εκδήλωσης των πολιτικών φρονημάτων, τη συγκρότηση εθνικού στρατού και την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των κατακτητών.

Συμφωνήθηκε, επίσης, η διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και εκλογών για την ανάδειξη κοινοβουλίου ή συντακτικής εθνοσυνέλευσης. Με τη Συμφωνία χορηγήθηκε αμνηστία στα πολιτικά αδικήματα της περιόδου που προηγήθηκε, όχι όμως και σ’ αυτά που θα χαρακτηρίζονταν ποινικά, ως μη αναγκαία για την επιτέλεση του πολιτικού σκοπού.

H πρόβλεψη για τιμωρία των αδικημάτων που χαρακτηρίζονταν ποινικά αποτέλεσε τη βάση για την εξαπόλυση διωγμών και μαζικών συλλήψεων αγωνιστών του εαμικού κινήματος. Παράλληλα και καθώς οι εαμικές δυνάμεις είχαν αφοπλιστεί, το πεδίο έμεινε ανοιχτό για την ασύδοτη τρομοκρατική δράση ένοπλων αντικομμουνιστικών συμμοριών.

H Συμφωνία αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη από τη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου της Αριστεράς, ενώ την αντίθεσή του εξέφρασε έμπρακτα ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης, που συγκρότησε ένοπλη ομάδα, ως πρόπλασμα της ανασυγκρότησης του λαϊκού στρατού. H στάση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του από το ΚΚΕ, την αποκήρυξη και απομόνωσή του, που συνέβαλε στον θάνατό του, σε μάχη με αντιδραστικές δυνάμεις τον Ιούνιο 1945.

Καθώς ήδη είχε ξεκινήσει μονομερής εμφύλιος πόλεμος με τη μορφή της αντικομμουνιστικής λευκής τρομοκρατίας, χιλιάδες αγωνιστές του ΕΛΑΣ κατέφυγαν και πάλι στα βουνά και σχημάτισαν ανταρτοομάδες, που αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες του μετέπειτα Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας. H παραβίαση της Συμφωνίας από την πλευρά της κυβέρνησης καταγγέλθηκε επανειλημμένα από την Αριστερά και από τα τέλη του 1945 το ΚΚΕ αποφάσισε τον συνδυασμό της νόμιμης πολιτικής δράσης με την ανάπτυξη μορφών ένοπλης αντίστασης στη λευκή τρομοκρατία (Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα).

Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας καταδικάστηκε από το ΚΚΕ στα χρόνια του Εμφυλίου και αργότερα, ως ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του κόμματος και ως απαράδεκτος συμβιβασμός. Εκτιμήθηκε πως η διάλυση του ΕΛΑΣ έγινε χωρίς την εξασφάλιση όρων για την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, ενώ η αποδοχή της διάκρισης μεταξύ πολιτικών και ποινικών αδικημάτων έδωσε τη δυνατότητα στο καθεστώς να εξαπολύσει νομότυπα άγριο διωγμό κατά της Αριστεράς.

Εκτιμώντας συνολικότερα την απόφαση υπογραφής της Συμφωνίας αυτής, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτέλεσε συγκυριακό λάθος, αλλά εντάσσεται στον γενικότερο προσανατολισμό του ΚΚΕ της κατοχικής και πρώτης μετακατοχικής περιόδου. Το ΚΚΕ -και κατά συνέπεια και το ΕΑΜ– έχοντας θέσει ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση της χώρας από τους φασίστες κατακτητές, πρωτοστάστησε στην ανάπτυξη ενός γιγάντιου κινήματος Εθνικής Αντίστασης και αναδείχτηκε σε κύρια πολιτική δύναμη της χώρας.

Εντούτοις, μετέθετε το ζήτημα της επίλυσης του πολιτικού ζητήματος για την περίοδο μετά την απελευθέρωση, σε μια κατεύθυνση ομαλής δημοκρατικής διεξόδου, μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας. Παρέβλεπε, έτσι, την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα ήδη από το 1943, όταν η τεράστια ανάπτυξη του εαμικού κινήματος ανέδειξε την Αριστερά σε δύναμη εξουσίας, με συνέπεια την πρόκληση ανησυχίας στους αντιπάλους της, την κυρίαρχη τάξη και τους Βρετανούς.

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μεταπολεμικά σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Γαλλία, στην Ελλάδα ήταν βέβαιο πως η εξασφάλιση ομαλών δημοκρατικών διαδικασιών θα μπορούσε να φέρει την Αριστερά στην εξουσία. Κατά συνέπεια, ο συνασπισμός των αντιεαμικών δυνάμεων και οι Βρετανοί προστάτες τους, δεν θα επέτρεπαν μια τέτοια εξέλιξη.

Είναι αυτό το κεντρικό ζήτημα που δεν μπόρεσε να κατανοήσει η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, και οι αυταπάτες πως θα μπορούσαν να δημιουργηθούν όροι ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης ήταν που οδήγησαν στο Σύμφωνο του Λιβάνου και στη συμμετοχή στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γεώργιου Παπανδρέου, στη Συμφωνία της Καζέρτας, στην απόφαση να μην καταληφθεί η εξουσία μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, παρόλο που ολόκληρη, σχεδόν, η χώρα και η πρωτεύουσα εαμοκρατούνταν, καθώς και ο περιορισμός της Μάχης των Δεκεμβριανών σχεδόν αποκλειστικά στην Αθήνα και χωρίς να τίθεται ως στόχος η διεκδίκηση της εξουσίας.

Σοβαρή παράμετρο αυτών των χειρισμών αποτελεί και η προσπάθεια του ΚΚΕ να μη δημιουργηθούν προβλήματα στη συμμαχία της ΕΣΣΔ με τους δυτικούς -στην προκειμένη περίπτωση τους Βρετανούς– συμμάχους, καθώς ο πόλεμος κατά της ναζιστικής Γερμανίας συνεχιζόταν. Η Σοβιετική Ένωση, όπως είναι αυτονόητο, δεν θα μπορούσε να ενθαρρύνει καταστάσεις που θα έβαζαν σε κίνδυνο τη διεθνή αντιναζιστική πολεμική προσπάθεια κι αυτό φαίνεται και από τη στάση της απέναντι στην αντιπαράθεση του ΕΑΜ με τους Βρετανούς, που έτεινε να έχει χαρακτήρα ουδετερότητας.

Εντούτοις, ήταν η συνολικότερη πολιτική κατεύθυνση του ίδιου του ελληνικού κινήματος που καθόρισε τις αποφάσεις της ηγεσίας του κόμματος και του ΕΑΜ, αν πάρουμε υπόψη ότι ανάλογη πολιτική ακολουθούσε η ΕΣΣΔ και στην περίπτωση της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας. Μόνο που εκεί το Κ.Κ. είχε θέσει ξεκάθαρα ζήτημα εξουσίας και επιβλήθηκε, παρά τις σοβιετικές επιφυλάξεις.

Κάτι ανάλογο, άλλωστε, συνέβη και στη μακρινή Κίνα, όπου, αμέσως μετά την απελευθέρωση από την ιαπωνική κατοχή, το Κ.Κ. διέρρηξε την αντικατοχική συμμαχία με τις αστικές δυνάμεις και διεκδίκησε νικηφόρα την εξουσία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας