Στο εργασιακό νομοσχέδιο υπάρχουν διατάξεις που δεν έχουν λάβει τη δέουσα προσοχή σε μια δημοκρατική διαδικασία διαλόγου, με χαρακτηριστικότερες όλων τις ρυθμίσεις για το δίκαιο της απόλυσης. Με τις διατάξεις αυτές επέρχεται πλήρης απορρύθμιση στο δίκαιο της απόλυσης που δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ τα τελευταία εκατό χρόνια. Η θέσπιση τους σε μια περίοδο που προωθείται η σταδιακή κατάργηση του μέτρου της αναστολής των θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με την επικείμενη αύξηση του εργάσιμου χρόνου των εργαζομένων (λόγω των διατάξεων του νομοσχεδίου για την αύξηση των υπερωριών, τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας κ.α) αναμένεται να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας. Έτσι οι προστατευτικές διατάξεις του δικαίου της απόλυσης που ίσχυσαν για πάνω από 100 χρόνια συνιστώντας τον πυρήνα της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, καταργούνται αναιτιολόγητα.
Μεταξύ των προϋποθέσεων που ισχύουν σήμερα για τη νομιμότητα της καταγγελίας κατά τη στιγμή της απόλυσης είναι ο έγγραφος τύπος καθιστώντας την προφορική καταγγελία άκυρη, η καταβολή του συνόλου της αποζημίωσης ή μέρους της κατά τη στιγμή της απόλυσης και του υπολοίπου σε διμηνιαίες δόσεις καθιστώντας την απόλυση με μειωμένη αποζημίωση άκυρη και η μη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας σύμφωνα με το 281 Α.Κ..
Με το νομοσχέδιο καταργούνται ή τροποποιούνται αυτές οι προϋποθέσεις με αποτέλεσμα να διευκολύνονται σκανδαλωδώς οι απολύσεις. Ειδικότερα με το άρθρο 65 δίνεται η δυνατότητα στους εργοδότες που καταγγέλλουν τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας χωρίς να καταβάλλουν την αποζημίωση απόλυσης και χωρίς να τηρήσουν τον έγγραφο τύπο, να θεραπεύσουν αυτή την παρανομία εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, χωρίς να θεωρείται άκυρη η καταγγελία. Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα στους εργοδότες να θεραπεύσουν την παρανομία αυτή σε αόριστο χρονικό διάστημα και αυτή να λογίζεται ως νέα καταγγελία, ενώ η προηγούμενη να θεωρείται ανυπόστατη.
Εξάλλου εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο θα διασφαλίζει τη διαβίωση του ο εργαζόμενος μέχρι να θεραπεύσει την παρανομία του ο εργοδότης, καθώς δεν προβλέπεται να του καταβάλλεται ο μισθός, ούτε η αποζημίωση απόλυσης γι’ αυτούς τους τέσσερις μήνες που ταλαιπωρείται από την ειδική εύνοια που αφήνει ο νόμος στον εργοδότη του.
Τέλος, θεσπίζεται η δυνατότητα καταβολής μειωμένης αποζημίωσης απόλυσης κατά ποσοστό μέχρι 10%, χωρίς αυτή η μείωση να επιδρά στην ακυρότητα της απόλυσης. Το μόνο δικαίωμα που έχει πλέον ο απολυθείς είναι να αιτηθεί με αγωγή τη συμπλήρωσή της, ενώ μέχρι σήμερα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει ακύρωση της απόλυσης, επαναπρόσληψη και μισθούς υπερημερίας.
Με τις προηγούμενες προβλέψεις θεσπίζεται ένα νέο δικαίωμα για τον κακόπιστο εργοδότη, να απεκδυθεί του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεών του στην διαδικασία της απόλυσης, εάν τελικά ο εργαζόμενος δεν προσφύγει στο Δικαστήριο, ενώ η αποζημίωση απόλυσης στην καλύτερη περίπτωση απομακρύνεται για τουλάχιστον 4 μήνες από τη στιγμή της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, δηλαδή από εκείνο το χρονικό σημείο που ο εργαζόμενος έχει ανάγκη την αποζημίωση για να εξισορροπήσει την αιφνίδια μεταβολή των συνθηκών διαβίωσης του.
Παράλληλα, καταργείται το δικαίωμα επαναπρόσληψης σε περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στην περιοριστική αρίθμηση των λόγων του νομοσχεδίου, καταργώντας το δικαίωμα αυτό σε μια σειρά απολύσεων που ήταν καταχρηστικές, με χαρακτηριστικότερες όλων τις απολύσεις που ορίζονταν ως οικονομοτεχνικές.
Στις περιπτώσεις αυτές οι εργαζόμενοι θα έχουν μόνο τη δυνατότητα λήψης επιπλέον αποζημίωσης το ύψος τις οποίες κυμαίνεται από τις απολαβές τριών μηνών έως του διπλάσιου της αποζημίωσης απόλυσης και μόνο εφόσον προσφεύγουν στα δικαστήρια και οι απολύσεις τους κρίνονται καταχρηστικές. Το εύρος της οριζόμενης επιπλέον αποζημίωσης εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση το εργαζόμενου και του εργοδότη, αλλά και από τον βαθμό του ληφθείσας αποζημίωσης δεν συνυπολογίζονται ο εκτιμώμενος χρόνος εκτός απασχόλησης, η εκτιμώμενη απώλεια εσόδων, η διάρκεια της εργασιακής σχέσης, η αρχαιότητα και άλλα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο βασικός σκοπός της επί σειρά ετών διατήρησης του πυρήνα του δικαίου της απόλυσης, είναι η προστασία των εργαζομένων από αυθαίρετες ενέργειες των εργοδοτών και η θέσπιση αποτρεπτικών μέτρων για την απόλυση των εργαζομένων. Η αναγκαιότητα της θέσπισής τους ήταν να αντισταθμιστεί τόσο το κοινωνικό κόστος λόγω της ανεργίας όσο και οι προσωπικές επιπτώσεις που υφίστανται οι εργαζόμενοι εξαιτίας της αιφνίδιας αλλαγής στον επαγγελματικό, οικονομικό και οικογενειακό προγραμματισμό τους, δεδομένου ότι στερούνται συνήθως αιφνιδιαστικά το μισθό του από τον οποίο είναι εξαρτημένοι (sic), τα προνόμια που σχετίζονται με την προϋπηρεσία τους, αλλά και τις δεξιότητες και την εμπειρία που αποκτούν λόγω της θέσης εργασίας τους.
Η καρδιά του εργατικού δικαίου για την προστασία της απασχόλησης βρίσκεται στο δίκαιο της απόλυσης και ο πυρήνας του δικαίου της απόλυσης στο δικαίωμα του εργαζόμενου να λαμβάνει αποζημίωση απόλυσης τη στιγμή της απόλυσης του, καθώς και στο δικαίωμα του να επαναπροσλαμβάνεται στην εργασία λαμβάνοντας μισθούς υπηρημερίας για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε λόγω της παράνομης συμπεριφοράς του εργοδότη.
Με τις διατάξεις αυτές, που με οργουελιανή λογική τιτλοφορούνται ως «προστασία από τις απολύσεις», διευκολύνονται οι απολύσεις σε ακραίο βαθμό, σε μία εξαιρετικά κρίσιμη εποχή για την αγορά εργασίας και την κοινωνία λόγω των συνεπειών της πανδημίας.
Σίσσυ Πετράκου
Δικηγόρος με ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο